Ένα ιδιωτικό νησί ανοικτά των ακτών της Τανζανίας, όπου οι επισκέπτες πληρώνουν περίπου 50.000 δολάρια τη βραδιά για μία βίλα αποκλειστικής χρήσης, καταμαράν και μεταφορές με ελικόπτερο εντός προστατευόμενου θαλάσσιου πάρκου, αποτελεί το νέο σύνορο στη ραγδαία αναπτυσσόμενη αγορά πολυτελούς φιλοξενίας της Αφρικής.

Διαχειριζόμενο από τον Όμιλο Jumeirah LLC, που αποτελεί μέρος της επιχειρηματικής αυτοκρατορίας του ηγεμόνα του Ντουμπάι, το θέρετρο στο νησί αντικατοπτρίζει τη γενικότερη άνοδο του παγκόσμιου επενδυτικού ενδιαφέροντος για την αφρικανική φιλοξενία. Από διαμονές σε αμπελώνες και πολυτελή σαφάρι έως εξορμήσεις για την παρακολούθηση γοριλών, δισεκατομμυριούχοι, τεχνολογικοί μεγιστάνες και επενδυτές από τη Μέση Ανατολή ρίχνουν κεφάλαια στην ήπειρο, η οποία θεωρείται ως μία από τις τελευταίες ανεξερεύνητες αγορές στον τομέα του πολυτελούς τουρισμού.

1

Ένα ιδιωτικό νησί εντός προστατευόμενης θαλάσσιας περιοχής, ανοιχτά των ακτών της Τανζανίας, αποτελεί το πρώτο καταφύγιο της νέας συλλογής Jumeirah Privé.

Οι επενδυτές καλύπτουν το χρηματοδοτικό κενό που έχουν αφήσει οι τράπεζες, οι οποίες παραμένουν επιφυλακτικές λόγω πολιτικού ρίσκου, περιορισμένων δεδομένων απόδοσης και υψηλών αρχικών δαπανών για την κατασκευή σε απομακρυσμένες περιοχές. Στην Αφρική, οι μεγάλοι χρηματοδότες συνήθως καλύπτουν μόλις το ήμισυ της αξίας ενός ξενοδοχειακού έργου, καθώς οι κρατήσεις και τα έσοδα είναι δύσκολο να προβλεφθούν.

Ενώ ορισμένοι επενδυτές επικεντρώνονται σε μακροπρόθεσμες αποδόσεις ή σε περιουσιακά στοιχεία-κληρονομιά για τις επόμενες γενιές, άλλοι επιδιώκουν αυτό που ο Trevor Ward, γενικός διευθυντής της W Hospitality Group, αποκαλεί «απόδοση εγώ» (return on ego).

Η Virgin Limited Edition, το ultra-luxury ξενοδοχειακό brand που ίδρυσε ο δισεκατομμυριούχος Richard Branson, έχει εντάξει την Αφρική στο επίκεντρο του χαρτοφυλακίου της. Πάνω από τα μισά καταφύγια της εταιρείας βρίσκονται στην ήπειρο, ενώ διερευνώνται και νέες επενδύσεις. Οι επισκέπτες έλκονται από αυτό που ο Διευθύνων Σύμβουλος, James Bermingham, περιγράφει ως «απίστευτες τοποθεσίες με εξαιρετική ενέργεια και πολιτισμικά πλούσιες εμπειρίες».

Και άλλοι ακολουθούν το παράδειγμα. Ο Koos Bekker, ο δισεκατομμυριούχος πίσω από την Naspers Ltd., άνοιξε πρόσφατα το δεύτερο ultra-luxury καταφύγιό του στη Νότια Αφρική, ενώ ο επιχειρηματίας Haddis Tilahun και ο όμιλός του United Africa Group βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για την αγορά πέντε ακινήτων στη χώρα. Η Club Med SAS, με την υποστήριξη της Fosun International Ltd. του Κινέζου μεγιστάνα Guo Guangchang, ετοιμάζεται επίσης να ανοίξει ένα resort τύπου “θάλασσα και σαφάρι” στη Νότια Αφρική τον ερχόμενο Ιούλιο.

Το κεφάλαιο από τη Μέση Ανατολή παίζει ολοένα και πιο καθοριστικό ρόλο. Η Jumeirah έχει συνεργαστεί με τους Σουηδούς ιδρυτές του Thanda Group για να προσφέρει τόσο το ιδιωτικό νησί ανοιχτά της Τανζανίας όσο και μια εμπειρία σαφάρι με τα «Big Five» στη Νότια Αφρική. Η Kasada Capital Management, με την υποστήριξη του κρατικού επενδυτικού ταμείου του Κατάρ, αναζητά ευκαιρίες στο Μαρόκο, επεκτείνοντας το ήδη υπάρχον χαρτοφυλάκιό της με 19 ξενοδοχεία σε επτά αφρικανικές χώρες. Τέλος, η Albwardy Investment, η εταιρεία πίσω από το Desert Palm Polo Estate στο Ντουμπάι, αναπτύσσει νέα έργα στη Ζανζιβάρη και τις Σεϋχέλλες.

Η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί μια βαθύτερη μεταμόρφωση: ενώ παλαιότερα η αφρικανική φιλοξενία διαμορφωνόταν κυρίως από κρατικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης, σήμερα καθοδηγείται ολοένα και περισσότερο από ιδιωτικά κεφάλαια που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση.

Τα ξενοδοχεία πολυτελείας κυριαρχούν στον αναπτυξιακό χάρτη της Αφρικής

Η ήπειρος αναμένεται να αποκτήσει σχεδόν 600 νέα ξενοδοχειακά καταλύματα το 2025.

Στην πρόσφατη σύνοδο του κλάδου που πραγματοποιήθηκε στο Κέιπ Τάουν τον περασμένο μήνα, ανακοινώθηκαν τουλάχιστον 240 νέες ξενοδοχειακές αναπτύξεις. Αυτές προστίθενται στα 577 ξενοδοχεία με πάνω από 100.000 δωμάτια που βρίσκονται ήδη υπό κατασκευή, σύμφωνα με έκθεση της W Hospitality Group που καλύπτει 54 χώρες. Παγκόσμιες αλυσίδες όπως η Marriott International Inc., η Hilton Worldwide Holdings Inc. και η TUI AG ενισχύουν την παρουσία τους στην ήπειρο, όμως οι ultra-luxury επενδύσεις προωθούνται κυρίως από εύπορα ιδιωτικά κεφάλαια.

Η κατασκευή σε πολλές αναδυόμενες αφρικανικές αγορές σημαίνει συχνά ότι πρέπει να ξεκινήσεις από το μηδέν. Σε ορισμένες περιοχές, ακόμα και βασικές εγκαταστάσεις υποστήριξης — όπως πλυντήρια, αρτοποιεία, μονάδες επεξεργασίας νερού και εφεδρικά συστήματα ενέργειας — πρέπει να κατασκευαστούν από τον ίδιο τον επενδυτή, γεγονός που καθιστά τα έργα περίπλοκα και δαπανηρά.

Ως αποτέλεσμα, πολλοί επενδυτές θεωρούν πως τα ξενοδοχεία πολυτελείας παρουσιάζουν μεγαλύτερη οικονομική βιωσιμότητα σε σύγκριση με τα οικονομικά ή μεσαίας κατηγορίας καταλύματα, δήλωσε ο Andrew McLachlan, ιδρυτής της Develop Hotels Inc., ο οποίος έχει εργαστεί σε περισσότερες από 150 ξενοδοχειακές συμφωνίες, συνολικής αξίας 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε 35 αφρικανικές χώρες.

Παρά τις παραπάνω τάσεις, η πραγματική ευκαιρία ενδέχεται να βρίσκεται πιο χαμηλά στην αγορά. Καθώς αρκετές από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου βρίσκονται στην Αφρική, η αναδυόμενη μεσαία τάξη δημιουργεί νέα ζήτηση. Όλο και περισσότεροι Αφρικανοί ταξιδεύουν, τόσο για αναψυχή όσο και για επαγγελματικούς λόγους, αναζητώντας καλοδιαχειριζόμενα και προσιτά ξενοδοχεία.

Οι αριθμοί του τουρισμού ήδη εκτοξεύονται, καθώς η παγκόσμια λαχτάρα για ταξίδια τύπου White Lotus ενισχύει τη ζήτηση για πολυτελείς εμπειρίες, ενώ τα επαγγελματικά και ενδοαφρικανικά ταξίδια συνεχίζουν να τροφοδοτούν την ανάπτυξη των ξενοδοχείων σε αστικές περιοχές.

Το 2024, η Αφρική ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα στις διεθνείς τουριστικές αφίξεις, υποδεχόμενη 74 εκατομμύρια επισκέπτες, σύμφωνα με τα στοιχεία του UN Tourism. Ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να αποτελεί μόνο ένα μικρό ποσοστό σε σχέση με τους περίπου 750 εκατομμύρια τουρίστες που φιλοξενήθηκαν πέρυσι στις ευρωπαϊκές χώρες, όπου η υπερβολική τουριστική κίνηση έχει προκαλέσει διαμαρτυρίες, έλλειψη στέγης και έντονες αντιδράσεις από τους ντόπιους, οι οποίοι έχουν κουραστεί από την κυκλοφοριακή συμφόρηση και τις αναστατώσεις στην καθημερινότητά τους.

Για πολλούς επενδυτές, το κόστος εισόδου είναι χαμηλότερο σε σχέση με πιο ώριμες αγορές — από την αγορά γης έως την ανάπτυξη — σύμφωνα με τον Michael Pownall, διαχειριστικό εταίρο της Valor Hospitality Partners. «Θα μπορούσες να γίνεις μεγάλος παίκτης πιο γρήγορα, επειδή πιθανώς υπάρχει λιγότερος ανταγωνισμός απ’ ό,τι σε μια πιο ώριμη αγορά», αναφέρει. Ωστόσο, αυτές οι χαμηλότερες τιμές συχνά αντικατοπτρίζουν σημαντικούς κινδύνους, όπως πολιτική αστάθεια, συγκρούσεις, απειρία των τοπικών developers και υψηλό κόστος χρηματοδότησης, προσθέτει.

Παρόλα αυτά, κάποιοι από τον κλάδο επισημαίνουν ότι η φρενήρης ανάπτυξη πρέπει να διαχειριστεί με προσοχή. Ο Markus Lehnert, Αντιπρόεδρος Διεθνούς Ανάπτυξης Ξενοδοχείων της Marriott, προειδοποιεί ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να αποφύγουν τα λάθη των μεσογειακών προορισμών, που υπερανεπτύχθηκαν κατά τις περιόδους οικονομικής άνθησης και έχασαν μέρος της γοητείας τους. «Αυτή τη στιγμή, η Αφρική δεν κινδυνεύει από υπερανάπτυξη, αλλά όταν αυτό αρχίσει να συμβαίνει, μπορεί να γίνει πολύ γρήγορα, και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να το έχουν κατά νου», τονίζει.

Σύμφωνα με έκθεση της Deloitte για το 2024 σχετικά με τους ταξιδιώτες επόμενης γενιάς και τους ανερχόμενους προορισμούς, η Μέση Ανατολή και η Αφρική παρουσιάζουν τον υψηλότερο προβλεπόμενο ετήσιο ρυθμό αύξησης των εισερχόμενων αφίξεων έως το 2040. Μόνο η Αφρική αναμένεται να αναπτύσσεται με σύνθετο ετήσιο ρυθμό 3,5% την περίοδο 2019–2040, επιβεβαιώνοντας τη μακροπρόθεσμη δυναμική της περιοχής.

Τοπικοί παίκτες όπως η CityBlue επεκτείνονται για να ανταποκριθούν στη ζήτηση αυτή. Με ρίζες στην Ανατολική Αφρική, η εταιρεία σχεδιάζει την επέκτασή της στη Γκάνα και τη Νιγηρία, σύμφωνα με τον ιδρυτή της, Jameel Verjee.

Και ασιατικά brands εισέρχονται πλέον στην αγορά, ελπίζοντας να αναπαράγουν την επιτυχία τους σε αφρικανικό έδαφος. Η CG Hospitality του Νεπάλ, θυγατρική του μοναδικού δισεκατομμυριούχου ομίλου της χώρας, βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την εξαγορά μιας εταιρείας διαχείρισης με 30 ξενοδοχεία, στο πλαίσιο της στρατηγικής της εισόδου στην Αφρική. Ο CEO Rahul Chaudhary δήλωσε ότι στόχος της εταιρείας είναι να φτάσει τα πάνω από 600 ξενοδοχεία παγκοσμίως έως το 2030, θεωρώντας την αφρικανική ήπειρο καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη αυτού του οράματος.

«Μας αρέσει να επενδύουμε σε εταιρείες διαχείρισης, γιατί μας δίνουν άμεση πρόσβαση και αποτύπωμα σε νέες περιοχές», εξήγησε.

Η αστική φιλοξενία επίσης προσελκύει αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον. Σε αγορές όπου υπάρχει περιορισμένη προσφορά ποιοτικών δωματίων, τα ξενοδοχεία πόλης συχνά καταγράφουν υψηλότερα έσοδα από αντίστοιχα καταλύματα σε κορεσμένους προορισμούς, σύμφωνα με τον Michael Pownall της Valor Hospitality Partners.

«Οι επισκέπτες τείνουν να τρώνε περισσότερο μέσα στο ξενοδοχείο», σημειώνει, τονίζοντας πως τα premium εστιατόρια και τα μπαρ προσελκύουν όχι μόνο τους τουρίστες αλλά και εύπορους ντόπιους.

Για τον Hamza Farooqui, του οποίου ο Όμιλος Millat μόλις άνοιξε το τέταρτο ξενοδοχείο με το brand της Hyatt στη Νότια Αφρική, τα ξενοδοχεία αποτελούν την «ιδανική» κατηγορία επενδυτικών περιουσιακών στοιχείων, καθώς επιτρέπουν στους διαχειριστές να προσαρμόζουν τις τιμές των δωματίων ώστε να προστατεύονται από τον πληθωρισμό και τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις.

Ωστόσο, η παραδοσιακή χρηματοδότηση παραμένει περιορισμένη, εν μέρει λόγω των δυσκολιών στην πρόβλεψη των ταμειακών ροών. Στον ξενοδοχειακό κλάδο, οι τράπεζες συνήθως παρέχουν ανώτερη πίστωση με αναλογία δανείου προς αξία (loan-to-value) της τάξης του 55%, σύμφωνα με την Catherine Hendry, στέλεχος χρηματοδότησης ακινήτων στη μονάδα εταιρικής και επενδυτικής τραπεζικής της Nedbank Group Ltd..

Η περιορισμένη διαθεσιμότητα συγκριτικών στοιχείων απόδοσης καθιστά τη χρηματοδότηση ακόμη πιο δύσκολη. Σε πολλές αφρικανικές αγορές, πολύ λίγα ξενοδοχεία αναφέρουν δεδομένα σχετικά με την πληρότητα και τις τιμές, γεγονός που δυσκολεύει τους χρηματοδότες να αξιολογήσουν τον κίνδυνο με σιγουριά.

Ωστόσο, για έμπειρους διαχειριστές, η ήπειρος εξακολουθεί να προσφέρει πληθώρα ευκαιριών.

Η Beyond, η οποία ανήκει εν μέρει στα Getty Family Trusts και στην οικογένεια πίσω από την αλυσίδα εστιατορίων Nando’s, διαπιστώνει αυξανόμενη ζήτηση για βιώσιμα ταξίδια με έμφαση στη φύση και τη διατήρησή της. Οι επισκέπτες αναμένουν «εξαιρετική άνεση» και παράλληλα επιζητούν την εμπειρία να δουν σπάνια άγρια ζώα και να συνδεθούν ουσιαστικά με τις τοπικές κουλτούρες και το φυσικό περιβάλλον, δήλωσε ο Chief Operating Officer Ryan Powell.

Οι τουρίστες μπορούν να συναντήσουν ορισμένα από τα περίφημα “Big Five” κατά τη διάρκεια σαφάρι κοντά στα πολυτελή καταλύματα της Royal Malewane, στο Greater Kruger National Park της Νότιας Αφρικής.

Οι οικογενειακές επιχειρήσεις πολυτελείας γνωρίζουν επίσης άνθηση. Η Liz Biden, πρώην επιχειρηματίας στον χώρο της μόδας, και ο σύζυγός της, πρώην τραπεζίτης, ίδρυσαν την αλυσίδα The Royal Portfolio μετατρέποντας το εξοχικό τους στο Greater Kruger σε ένα ultra-luxury κατάλυμα – το Royal Malewane – όπου η διαμονή μπορεί να ξεπεράσει τα 30.000 δολάρια τη βραδιά. Αυτό που διαφοροποιεί την εμπειρία τους από τις διεθνείς αλυσίδες, όπως αναφέρει η ίδια, είναι η απόλυτη διακριτικότητα, «οι προσωπικές πινελιές και οι μικρές λεπτομέρειες». Ανάμεσα στους διάσημους επισκέπτες του ομίλου συγκαταλέγεται και ο μουσικός Elton John.

Η Sarova Hotels, μία από τις παλαιότερες ξενοδοχειακές αλυσίδες της Ανατολικής Αφρικής, στηρίζεται επίσης σε εξατομικευμένες υπηρεσίες, όπως προσαρμοσμένα μενού για τους επισκέπτες, πολλοί από τους οποίους προέρχονται από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ινδία, σύμφωνα με τη διευθύντρια Mita Vohra.

Ήδη, η Αφρική έχει τη φήμη ότι γεννά μερικά από τα κορυφαία luxury brands παγκοσμίως. Ο εκλιπών Νοτιοαφρικανός ξενοδόχος Sol Kerzner υπήρξε ο άνθρωπος πίσω από τα One&Only και τα Atlantis Resorts, ενώ ο περιβαλλοντολόγος Adrian Gardiner δημιούργησε την Mantis Collection, έναν από τους κορυφαίους ομίλους φιλοξενίας με οικολογική προσέγγιση.

Για πολλούς επενδυτές, η γοητεία δεν είναι μόνο οικονομική – αλλά και βαθιά συναισθηματική.

«Από την πρώτη μου επίσκεψη, με μάγεψε η ομορφιά της ηπείρου και το ξεχωριστό πνεύμα των ανθρώπων της», δήλωσε ο Richard Branson, ιδρυτής του Virgin Group.

«Είναι αδύνατο να μην ερωτευτείς την Αφρική.»

Διαβάστε επίσης :

LVMH: Νότα αισιοδοξίας για «φρένο» στην πτώση των πωλήσεων – Ανακάμπτει η μετοχή

Eni: Κέρδη άνω των εκτιμήσεων και μείωση καθαρού χρέους κατά €29 δισ.

Volkswagen: Audi και Porsche πληρώνουν το «μάρμαρο» για τους δασμούς Τραμπ – Μειώνει το ετήσιο outlook