• Mononews2030

    Πλωτά αιολικά: Η πρόκληση και η υπόσχεση για επιτάχυνση της διείσδυσης της πράσινης ενέργειας

    • NewsRoom

    Η κινητήριος δύναμη για την διείσδυση της πράσινης ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα είναι τα πλωτά αιολικά και γι αυτό η παγκόσμια αγορά υπεράκτιας αιολικής ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί από περίπου 31,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021 σε 56,8 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2026.

    Η υπεράκτια αιολική ενέργεια  θα επεκταθεί ταχύτερα από τα αντίστοιχα χερσαία έργα, εκτιμά ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας και η Ευρώπη οδηγεί την κούρσα ανάπτυξης των πλωτών αιολικών πάρκων. Πλέον καθώς  στροφή προς την πράσινη ενέργεια πρέπει να επιταχυνθεί όχι μόνο λόγω κλιματικής αλλαγής αλλά και λόγω του Repower EU, κι ενώ επιβάλλεται και η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος, δίνεται έμφαση στις επενδύσεις στα υπεράκτια αιολικά, καθώς εξασφαλίζει την παραγωγή πολλαπλάσιας πράσινης ενέργειας από τα χερσαία αιολικά.

    Τα πλωτά αιολικά, τα οποία επιτρέπουν την αξιοποίηση του ανέμου σε μεγαλύτερα βάθη και πιο μακριά από τις ακτές αντιπροσωπεύουν μια «τεράστια ανεκμετάλλευτη ευκαιρία σε μια σειρά μέρη όπως Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία», όπου υπάρχει τεράστιο αιολικό δυναμικό το οποίο, ωστόσο, εντοπίζεται σε πολύ βαθιά νερά για την κατηγορία των υπεράκτιων αιολικών σταθερής βάσης.

    Οι ταχύτητες του ανέμου στη θάλασσα είναι υψηλότερες και ποιο σταθερές από ότι στην ξηρά. Αυτό σημαίνει ότι τα υπεράκτια πάρκα έχουν καλύτερη αποδοτικότητα(ο συντελεστής απόδοσής τους μπορεί να ξεπεράσει το 50% σε πολλές περιπτώσεις). Επιπλέον, οι ανεμογεννήτριες που χρησιμοποιούνται για τα θαλάσσια πάρκα είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές που χρησιμοποιούνται στη στεριά.

    Ταυτόχρονα με  την πρόοδο της τεχνολογίας αναδεικνύονται νέες λύσεις σαφώς οικονομικότερες, οι οποίες μειώνουν το επενδυτικό κόστος. Σημειώνεται ότι στα πλεονεκτήματα των θαλάσσιων αιολικών είναι ότι στο κοντινό μέλλον θα ανήκουν στις βασικές «μονάδες παραγωγής» πράσινου υδρογόνου.

    Στην Ευρώπη σήμερα λειτουργούν πάνω από 122 offshore αιολικά πάρκα, συνολικής εγκατεστημένης ισχύος άνω των 28 GW. Αθροίζουν συνολικά 5.785 τουρμπίνες και βρίσκονται συνολικά σε 12 χώρες, με πρώτη την Μ.Βρετανία (12,7 GW), δεύτερη τη Γερμανία (7,7 GW), τρίτη την Ολλανδία (2,98 GW) και ακολουθούν η Δανία (2,3 GW), το Βέλγιο (2,26 GW), η Σουηδία (192 MW) και η Φινλανδία (71 MW).

    Χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, Ολλανδία έχουν έτσι αναπτύξει τεράστια θαλάσσια αιολικά πάρκα. Η Ευρώπη διαθέτει περισσότερο από το 90% των συνολικών εγκαταστάσεων παγκοσμίως.   Αυτή την στιγμή η αιολική ενέργεια καλύπτει το 15% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, το 3% από αυτά προέρχεται από τα υπεράκτια αιολικά πάρκα.

    Αυτό όμως δεν αρκεί. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι η Ευρώπη χρειάζεται ακόμα μεταξύ 230 και 450 GW από υπεράκτια αιολικά πάρκα έως το 2050 για να μπορέσει να πετύχει το στόχο που έχει θέσει για την μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και απανθρακοποίησης.

    Σε διεθνές επίπεδο ο κλάδος των πλωτών γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη. Το ναυλομεσιτικό οίκο Clarksons, το 2022 προβλέπεται ότι θα αναπτυχθεί υπεράκτια αιολική ισχύς 9,5 GW από 1.400 ανεμογεννήτριες, ανεβάζοντας το συνολικό παγκόσμιο σύνολο που έχει τεθεί σε πλήρη λειτουργία σε 60 GW. Οι πιο μακροπρόθεσμες προβλέψεις μας, σημειώνει ο Steve Gordon, Managing Director, Clarksons Research, αναφέρουν ότι ο παγκόσμιος υπεράκτιος αιολικός τομέας μπορεί να φτάσει τα 712 θαλάσσια αιολικά πάρκα που περιλαμβάνουν περισσότερες από 29.000 ανεμογεννήτριες και 235 GW ισχύος έως το 2030, έναντι της τρέχουσας δυναμικότητάς που είναι 250 αιολικά πάρκα με 10.800 ανεμογεννήτριες, 50,5 GW.

    Σύμφωνα με τον ναυλομεσιτικό οίκο Clarksons Research, το 2021   προστέθηκαν 84 αιολικά πάρκα, ισχύος 18,5 GW με 3.400 ανεμογεννήτριες.

    Δυο τύποι θαλάσσιων αιολικών πάρκων, οι δυνατότητες για την Ελλάδα

    Υπάρχουν δυο τύποι θαλάσσιων αιολικών πάρκων: Σταθερής βάσης και Πλωτά. Τα σταθερής βάσης είναι για βάθος μέχρι 50 μέτρα περίπου και είναι πακτωμένα στον βυθό της θάλασσας. Τα πλωτά επιπλέουν σε ειδικές εξέδρες και μπορούν να εγκατασταθούν σε περιοχές που το βάθος θάλασσας φτάνει μέχρι και 200-300 μέτρα.

    Στην Ελλάδα τα ρηχά νερά, μέχρι 50 μέτρα, είναι μικρό ποσοστό της συνολικής επιφάνειας της θάλασσας και αυτά είναι πολύ κοντά στα ακρογιάλια. Αυτός είναι και ένας από τους βασικότερους λόγους που δεν έχουν εγκατασταθεί θαλάσσια αιολικά πάρκα στη χώρα μας μέχρι σήμερα, παρά το ιδιαίτερα υψηλό αιολικό δυναμικό των ελληνικών θαλασσών.

    Το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελληνικών θαλασσών είναι σε μεγάλα βάθη και αυτό κάνει αναγκαία την χρήση πλωτών αιολικών πάρκων. Αν και η Ευρώπη είναι πρωτοπόρα στα πλωτά, το μέγεθος τους είναι ακόμη πολύ μικρό, ανέρχεται σε 45 ΜΒ, και σχεδόν όλα βρίσκονται σε πιλοτικά στάδια. Η Νορβηγία, η Μεγάλη Βρετανία και η Πορτογαλία είναι χώρες πρωτοπόρες σε αυτά τα πιλοτικά στάδια.

    Το κόστος παραγωγής ρεύματος από τα θαλάσσια σταθερής βάσης είναι λίγο παραπάνω (70 ευρώ/μεγαβατώρα) από αυτό των χερσαίων (50 ευρώ/μεγαβατώρα) και η τάση είναι ότι θα εξισωθούν πολύ σύντομα.

    Για την Ελλάδα,    ευρωπαϊκές μελέτες προσδιορίζουν το διαθέσιμο θαλάσσιο δυναμικό για πλωτά αιολικά στη χώρα μας σε άνω των 250 GW. Παράλληλα, υπολογίζεται ότι για κάθε μεγάλο τέτοιο έργο θα απαιτηθεί επένδυση της τάξης των 1 έως 2 δισ. ευρώ, με υψηλό ποσοστό εθνικής προστιθέμενης αξίας και η  υπεράκτιας αιολική  ενέργεια  θα μπορούσε να εξελιχθεί σε game changer για τον ενεργειακό τομέα και την οικονομία γενικότερα.

    Η Ελλάδα έχει μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα σε ότι αφορά τα θαλάσσια αιολικά πάρκα. Το Αιγαίο έχει ένα από τα καλύτερα αιολικά δυναμικά παγκοσμίως. Λόγω των πολλών νησιών η χώρα μας έχει μια πολύ μεγάλη θαλάσσια περιοχή στην επικράτειά της. Συγχρόνως έχει ξεκινήσει η διασύνδεση των νησιών με υποθαλάσσια καλώδια.

    Με βάση το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον που έχει εκφραστεί μέχρι τώρα από ελληνικούς και ξένους ενεργειακούς ομίλους, εκτιμάται ότι το πρώτο κύμα πλωτών υπεράκτιων αιολικών, -τα οποία θεωρούνται τα πλέον κατάλληλα για τις ελληνικές θάλασσες-, ενδέχεται να ξεπεράσει τα 2 GW που είναι ο εθνικός στόχος μέχρι το  2030 που «μεταφράζονται» σε επενδύσεις 6 δισ. ευρώ.