Στην καινοτόμο προσέγγιση της ομολογιακής έκδοσης στην οποία προχώρησε προ ημερών η Attica Bank εστιάζει report του GlobalCapital, επικαλούμενο πηγές που κάνουν λόγο για σωστή απόφαση, κάτι που επιβεβαιώθηκε από την εμπιστοσύνη των επενδυτών που έδωσαν εντολές ύψους 1 δισ. ευρώ.

Το ταξίδι μετασχηματισμού των ελληνικών τραπεζών συνεχίστηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν η Attica Bank, η πέμπτη μεγαλύτερη τράπεζα στην Ελλάδα, χρησιμοποίησε μία νέα προσέγγιση έκδοσης ομολόγων: τιμολόγησε ταυτόχρονα πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα κατηγορίας 1 (AT1) και ομόλογα Tier II. Κάτι που, όπως επισημαίνει, το GlobalCapital δεν έχει ξαναδεί να συμβαίνει από τράπεζα.

1

Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το GlobalCapital είναι η πρώτη φορά που εκδίδονται ταυτόχρονα από τράπεζα στην Ευρώπη οι δύο αυτές δομές.

Η συναλλαγή ακολούθησε μια περίοδο εδραίωσης για την Attica Bank που περιλάμβανε μια γενική αναθεώρηση των περιουσιακών στοιχείων της, στα βήματα των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών -Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς- που είχαν προηγηθεί, καθαρίζοντας τα περιουσιακά τους στοιχεία τα τελευταία χρόνια.

Όπως αναφέρεται η Attica Bank στο τέλος του 2024 είχε μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά της στο 2,8%, από περίπου 57% στο τέλος του 2023. Τον Φεβρουάριο, ολοκλήρωσε τη διάθεση μη εξυπηρετούμενων δανείων ακαθάριστης λογιστικής αξίας 3,7 δισ. ευρώ, πουλώντας ομόλογα ενδιάμεσης και κατώτερης εξασφάλισης μετά την τιτλοποίηση των δανείων.

Η καινοτόμος, ωστόσο, νέα διπλή έκδοση βοήθησε την τράπεζα να ανοίξει νέο κεφάλαιο, αφήνοντας πίσω προβλήματα του παρελθόντος, σχολιάζει πηγή που επικαλείται το GlobalCapital, καθώς η Attica Bank είναι «ουσιαστικά μια νέα τράπεζα» και αναζητεί νέους πόρους για τις δραστηριότητές της, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των δανείων.

Καινοτόμος προσέγγιση

Είναι κατανοητό ότι με την ταυτόχρονη έκδοση AT1 και Tier II, η Attica Bank μπορεί να ενισχύσει το μέγιστο διανεμητέο ποσό (MDA), το μέγιστο ποσό, δηλαδή, που μπορεί να διανείμει στους μετόχους της, με βάση τα κεφάλαιά της.

«Καταφέραμε να αυξήσουμε το περιθώριο ασφαλείας του MDA σε περίπου 230 μονάδες βάσης, το οποίο είναι πιο [συμβατό] με την πρακτική της αγοράς», ανέφερε πηγή προσκείμενη στη συναλλαγή.

«Ταυτόχρονα, με την έκδοση ενός AT1 ενσωματώσαμε στην κεφαλαιακή δομή ένα επιπλέον στρώμα πιστωτικής ενίσχυσης για τους κατόχους ομολόγων δεύτερης βαθμίδας», συνέχισε. «Συνεπώς, κάθε σκέλος της συναλλαγής κατέληξε να ωφελεί το ένα το άλλο», πρόσθεσε.

Η διάθεση των ομολόγων ξεκίνησε στο 8% για το Tier II των 150 εκατ. ευρώ και στο 10% για το AT1 των 100 εκατ. ευρώ. Τα μεγέθη είχαν καθοριστεί από την αρχή.

Οι παραγγελίες συνέχισαν να ανεβαίνουν καθ’ όλη τη διάρκεια του bookbuilding και τερμάτισαν πάνω από το 1 δισ. ευρώ συνολικά, με τις τελικές αποδόσεις να διαμορφώνονται στο 7,375% και 9,375%.

«Το να εκδοθούν μαζί το AT1 και το tier two ήταν σωστή απόφαση – ένα συμπέρασμα που επιβεβαιώθηκε από την εμπιστοσύνη των επενδυτών που έδωσαν εντολές ύψους 1 δισ. ευρώ», δήλωσε μία άλλη πηγή.

Ελληνικά ομόλογα; Yes, please

Υπήρξε μεγάλη όρεξη από τους επενδυτές, καθώς ο συνδυασμένος δείκτης κάλυψης διαμορφώθηκε στο τέσσερα για το σύνολο της συναλλαγής, ύψους 250 εκατ. ευρώ.

«Σαφώς, τα ελληνικά ομόλογα είναι σε μεγάλη εύνοια αυτή τη στιγμή, κάτι που δεν συνέβαινε πριν από μερικά χρόνια», σημείωσε πηγή προσκείμενη στη συναλλαγή.

Τον Μάιο, η Eurobank έκανε ντεμπούτο στα AT1 με μια έκδοση ύψους 500 εκατ. ευρώ και το επιτόκιο να κλείνει στο 6,625%, η οποία ολοκληρώθηκε με ένα βιβλίο εντολών ύψους 4 δισ. ευρώ.

Η Eurobank κατόρθωσε να επιτύχει το ίδιο επιτόκιο με αυτό που είχε «κλείσει» η Commerzbank μόλις μία ημέρα νωρίτερα στη δική της ομολογιακή έκδοση, ύψους 750 εκατ. ευρώ (με το επιτόκιο στο 6,625%).

Οι επενδυτές στη συναλλαγή της Attica παρουσίαζαν μεγάλη διαφοροποίηση, επισημαίνει το GlobalCapital, και περιλάμβαναν «ειδικούς σε θέματα κεφαλαίου, ειδικούς σε θέματα ομολόγων που εξετάζουν ευκαιρίες σε όλη τη διάρθρωση του κεφαλαίου, πραγματικό χρήμα, συμπεριλαμβανομένων διαχειριστών χαρτοφυλακίου που επικεντρώνονται στην υψηλή απόδοση, καθώς και ιδιωτικές τράπεζες».

Λιγότερο από το 20% των ομολόγων τοποθετήθηκε στην Ελλάδα, ενώ τα υπόλοιπα διατέθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, σε Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο, καθώς και εκτός Ευρώπης.