• Τράπεζες

    Γιάννης Στουρνάρας: Οι τέσσερις άξονες για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων

    • NewsRoom
    Στουρνάρας

    Γιάννης Στουρνάρας. Διοικητής Τράπεζας της Ελλάδος


    Τους τέσσερις άξονες που η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί πως πρέπει να ακολουθηθούν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων παρουσίασε ο Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στο NPL Summit 2018: Κόκκινα Δάνεια – Ανοίγματα & Κοινωνία.

    Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρα, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πρόβλημα το οποίο αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας κρίσης.

    Είναι θετικό ότι η συρρίκνωση της πιστωτικής επέκτασης, σε ετήσια βάση, που χαρακτήρισε την ελληνική κρίση, φαίνεται να έχει αμβλυνθεί σημαντικά, ιδίως όσον αφορά τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και στο εννεάμηνο του 2018, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, τονίζοντας πως συνολικά, η πιστωτική επέκταση, με βάση τα στοιχεία του εξαμήνου, κινείται με αρνητικό, αν και μειούμενο ρυθμό, της τάξεως του -1,5%.

    «Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα ο τραπεζικός κλάδος», ανέφερε.  «Η επιτυχής αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους δανειολήπτες αλλά κυρίως θα επιτρέψει στα πιστωτικά ιδρύματα να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορέσουν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Με αυτό τον τρόπο, τα πιστωτικά ιδρύματα θα συμβάλουν στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης, ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα».

    «Είναι θετικό ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα σε επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών, ρυθμιστικού πλαισίου και ενεργειών των πιστωτικών ιδρυμάτων, που προάγουν την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, προκειμένου να αρθούν τα θεσμικά και διοικητικά εμπόδια. Παρ΄ όλα αυτά, θα επιχειρηματολογήσω ότι αυτό αποτελεί ένα μόνο μέρος της συνολικής στρατηγικής για τη διαχείριση του προβλήματος, εάν επιθυμούμε μια γρήγορη και αποτελεσματική λύση», συνέχισε ο κ. Στουρνάρας.

    «Η συνολική στρατηγική που ακολουθήθηκε στον τομέα διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνεργασία με την Πολιτεία, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ και φυσικά τα πιστωτικά ιδρύματα, κινήθηκε μέχρι τώρα σε τρεις άξονες. Την περαιτέρω οργάνωση και ενίσχυση του υφιστάμενου θεσμικού και εποπτικού πλαισίου, που διέπει τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την άρση των εμποδίων για την ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

    Ως προς τον πρώτο άξονα, σε λειτουργικό επίπεδο, έχει πλέον:

    • καταφέρει να  δημιουργήσει εξειδικευμένες μονάδες για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων,
    •  καθορίσει σαφή κριτήρια για τη μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε αυτές,
    • •θεσπίσει τις απαιτούμενες διαδικασίες,
    •  κατηγοριοποιήσει το χαρτοφυλάκιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων,
    •  διαμορφώσει μια σειρά από προϊόντα ρύθμισης βραχυχρόνιου και μακροχρόνιου χαρακτήρα.

    Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα, δυσανάλογα μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων ήταν βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα, που κατά κανόνα δεν επιλύουν το πρόβλημα αλλά το μεταθέτουν στο μέλλον. Επίσης, παρατηρείται κάποια αδράνεια στη διαχείριση εκείνων των απαιτήσεων, για τις οποίες έχουν ήδη καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση που είχαν συνάψει με τον οφειλέτη. Πρόκληση αποτελεί και η αποτελεσματική διαχείριση των κοινών πιστούχων, όπου απαιτείται ευθυγραμμισμένη δράση και καλή συνεργασία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων.

    Ως προς τον δεύτερο άξονα, εκείνον της άρση των εμποδίων για την ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η Τράπεζα της Ελλάδος σε συνεργασία με την Πολιτεία προχώρησε σε σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών, οι οποίες στόχο είχαν την άρση των πάσης φύσεως εμποδίων για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και σε νομοθετική πρωτοβουλία με στόχο την άρση των φορολογικών εμποδίων στην ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

    Ως προς τον άξονα της ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δημιουργήθηκε, εκ του μηδενός, αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο ίδρυσης, αδειοδότησης και εποπτείας Εταιριών Διαχείρισης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με βάση το πλαίσιο αυτό, μέχρι σήμερα έχουν αδειοδοτηθεί και δραστηριοποιούνται στη χώρα δεκατέσσερις εταιρίες, οι οποίες εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες, όσον αφορά την προστασία του καταναλωτή.

    Η ανάπτυξη αυτής της δευτερογενούς αγοράς διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων θα διευκολύνει και τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων, εξασφαλίζοντας στους ενδιαφερόμενους επενδυτές πολλαπλές επιλογές αποτελεσματικής διαχείρισης, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.

    Σημαντικός, επίσης, παράγοντας είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των μηχανισμών εκκαθάρισης ιδιωτικού χρέους. Σε αυτό αναμφισβήτητα συμβάλλει θετικά η χρήση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, δεδομένου ότι συνεισφέρει στη βελτίωση της τιμολόγησης των υπό ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, που αναπόφευκτα χάνουν την αξία τους όσο αναβάλλεται η εκποίησή τους. Επιπρόσθετα, η βελτίωση των υποδομών με την ενίσχυση της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας του δικαστικού συστήματος θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα της Πολιτείας. Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, η επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών και, κατά συνέπεια, της άμεσης ρύθμισης των εν λόγω μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά στην ενίσχυση της τιμής των υπό ρευστοποίηση εμπράγματων εξασφαλίσεων και κατ’ επέκταση της εύρυθμης λειτουργίας και περαιτέρω ανάπτυξης της δευτερογενούς αγοράς δανείων.

    Ο τέταρτος άξονας, που προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος, αφορά νέες πρωτοβουλίες για συστημικές λύσεις.

    Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί αναμένεται να επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ ενός πιο εξωστρεφούς παραγωγικού υποδείγματος που θα βασίζεται στους τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Παράλληλα όμως απαιτείται και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Προϋπόθεση για αυτό είναι η αποτελεσματική όσο και έγκαιρη διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

    Με τις διοικητικές και νομοθετικές παρεμβάσεις στο πλαίσιο των τριών αξόνων που προαναφέρθηκαν, και με τις σημαντικές προσπάθειες των εποπτευόμενων τραπεζών, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, που αντανακλάται στη μείωση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Όπως προαναφέρθηκε, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) ανήλθαν στο τέλος Ιουνίου του 2018 σε 88,9 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 5,6 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017 και κατά περίπου 18,2 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 1/6) έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΑ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (3,3 δισεκ. ευρώ) και πωλήσεις (2,1 δισεκ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων παρέμεινε τον Ιούνιο του 2018 σε υψηλό επίπεδο (47,8%).

    Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή στη μείωση των ΜΕΑ αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, ούτως ώστε το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα μέχρι το 2021. Το ποσοστό αυτό όμως, παρότι σημαντικά χαμηλότερο του σημερινού, δεν παύει να είναι πολύ υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που σήμερα βρίσκεται κάτω από 4%.

    Έχουμε κατ’ επανάληψη στο παρελθόν τονίσει τη σημασία μιας συστημικής λύσης στο πρόβλημα του υψηλού αποθέματος δανείων σε καθυστέρηση, εφόσον κρίνεται επιθυμητή η ταχεία σύγκλιση του ποσοστού των ΜΕΑ στην Ελλάδα με αυτό του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η λύση αυτή, είτε έλθει με τη μορφή μιας εταιρίας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, είτε μέσω οποιασδήποτε εναλλακτικής πρότασης, θα πρόκειται αναμφίβολα για ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας δεν έχει τύχει των ευεργετημάτων μιας παρόμοιας συστημικής λύσης, σε αντίθεση με τους τραπεζικούς τομείς άλλων χωρών-μελών της ευρωζώνης, που έλαβαν τις σχετικές εγκρίσεις από τις ευρωπαϊκές αρχές.

    Στο πλαίσιο αυτό η ΤτΕ επεξεργάστηκε και παρουσίασε στις 22 Νοεμβρίου ένα φιλόδοξο σχέδιο ταχείας αποκλιμάκωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα. Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση (τα μισά, περίπου 40 δισεκ. ευρώ) μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTCs), που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς τους, σε μία Εταιρία Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle). Τα δάνεια θα μεταβιβασθούν στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβασθεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς. Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού από το Ελληνικό Δημόσιο με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος). Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, η Εταιρία Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσει σε έκδοση τιτλοποίησης. Εκτιμούμε, δε, ότι μπορεί να υπάρξει αξιόλογο επενδυτικό ενδιαφέρον για τις επί μέρους τάξεις ομολογιών.

    Είναι προφανές ότι μία τέτοια κίνηση συνεπάγεται την άμεση και δραστική μείωση του δείκτη των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση και επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη διαμόρφωση στόχων επίτευξης μονοψήφιων ποσοστών εντός 2-3 ετών. Παράλληλα, δημιουργείται ένα αποτελεσματικό πλαίσιο διαμόρφωσης οργανικής κερδοφορίας και εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου, λόγω αυτής ακριβώς της βελτίωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, αλλά και της ανθεκτικότητας στην απορρόφηση κλυδωνισμών από μελλοντική κρίση. Τέλος, διαμορφώνεται σαφές πλαίσιο επαναπροσδιορισμού του επιχειρησιακού μοντέλου των τραπεζών.

    Εάν οι στόχοι αυτοί επιτευχθούν, η δραστική μείωση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιδράσει καταλυτικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα, μέσω δύο διαύλων:

    (α) της αύξησης της προσφοράς τραπεζικών δανείων και
    (β) της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού τομέα.

    Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και στη βελτίωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.

    Όμως, πέραν αυτού, εκτιμάται ότι είναι δυνατόν να βελτιωθούν σε διατηρήσιμη βάση η οργανική κερδοφορία των τραπεζών και η εσωτερική δημιουργία εποπτικών κεφαλαίων. Είναι γεγονός ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια του έτους που διανύουμε, οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν κατά μέσο όρο να σχηματίζουν προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων 2% περίπου του σταθμισμένου ενεργητικού τους. Τα έξοδα αυτά δεν είναι δυνατόν να περιορισθούν όσο ο δείκτης ανοιγμάτων σε καθυστέρηση είναι γύρω στο 40%. Επιπρόσθετα, εάν αναλογισθούμε τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σύμφωνα με τους κανόνες του Πυλώνα 2, θα καταλήξουμε εύλογα στο συμπέρασμα ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν πρόκειται να υποχωρήσουν, εάν δεν προηγηθεί σημαντική βελτίωση στα προβλήματα αυτά.

    Εφόσον αντιστραφούν οι τάσεις που παρατηρούνται έως τις μέρες μας, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, αναμένεται μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών καθώς η οικονομία ανακάμπτει, με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους, λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Συνεπώς, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις σταδιακά καθίστανται πιο αξιόχρεα, επιτρέποντας την περαιτέρω τόνωση της επενδυτικής ζήτησης.

    Κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερωθούν παραγωγικοί πόροι, που, εφόσον αναδιανεμηθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας. Καίριας σημασίας είναι η διευκόλυνση της παροχής οικονομικής στήριξης σε νεοφυείς επιχειρήσεις (startups), οι οποίες παρουσιάζουν υψηλότερη δυναμικότητα, σε σύγκριση με τις ήδη εδραιωμένες, και δύνανται να συμβάλουν σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης.

    Εκκρεμούν ακόμη σημαντικές μεταρρυθμίσεις-η οικονομία χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ

    Ξεχωριστά ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος οικονομικής στήριξης της χώρας σηματοδότησε την ολοκλήρωση μιας μακράς περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής για την ελληνική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν γίνει αρκετές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ωστόσο, εκκρεμούν ακόμη σημαντικές, ενώ τα θετικά βήματα προόδου που έχουν σημειωθεί δεν θα πρέπει να αντιστραφούν.

    Η παρατεταμένη και βαθιά κρίση που βίωσε η χώρα την τελευταία δεκαετία επέφερε τρεις σημαντικές αλλαγές, αναφορικά με το αναπτυξιακό της πρότυπο. Πρώτον, ο τραπεζικός δανεισμός, που ήταν η κύρια πηγή χρηματοδότησης της δραστηριότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, μειώθηκε δραματικά. Δεύτερον, οι ιδιωτικές επενδύσεις συρρικνώθηκαν. Τρίτον, η εξωστρέφεια της παραγωγικής δομής ενισχύθηκε, αλλά αυτό έγινε σε περιβάλλον εγχώριας ύφεσης.

    Ξεκινώντας από τις αλλαγές στην πραγματική οικονομία, η μετάβαση σε ένα νέο, πιο εξωστρεφές, αναπτυξιακό πρότυπο έχει ήδη ξεκινήσει και αναμένεται να συνεχιστεί. Οι εξελίξεις, όμως, όσον αφορά την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων ως πηγής ανάπτυξης, είναι λιγότερο ενθαρρυντικές. Στον τομέα αυτό θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη πρόοδος.

    Το 2017, οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων, δηλαδή οι ακαθάριστες επενδύσεις μείον τις αποσβέσεις, ανέρχονταν σε -2,8 δισεκ. ευρώ ή -1,6% του ονομαστικού ΑΕΠ, ενώ η τάση αυτή ενισχύεται, καθώς το δεύτερο τρίμηνο του 2018 ανήλθαν σε -3,7 δισεκ. ευρώ ή 2,0% του ονομαστικού ΑΕΠ σε ετησιοποιημένη βάση.

    Όμως, για να αυξηθεί το απόθεμα κεφαλαίου και, συνεπώς, το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας, βασική προϋπόθεση είναι οι θετικές καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξηθούν κατά 50% περίπου τα επόμενα χρόνια. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ, με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υστέρησης του προϊόντος και να δοθεί ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στο μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.

    Σε ένα περιβάλλον έλλειψης εγχώριου τραπεζικού δανεισμού και αυστηρότερων πιστοδοτικών κριτηρίων, οι επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης στράφηκαν, πέρα των ιδίων πόρων τους, σε εναλλακτικές μορφές εξωτερικής χρηματοδότησης για την κάλυψη των χρηματοδοτικών τους αναγκών. Ταυτόχρονα, τα προβλήματα ρευστότητας του τραπεζικού τομέα ήταν έντονα, καθώς για σημαντικό χρονικό διάστημα δεν λάμβανε χρηματοδότηση μέσω των κύριων πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και σε μεγάλο βαθμό η χρηματοδότηση του τραπεζικού τομέα ήταν εφικτή μόνο από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος.

    Επιπρόσθετα, την περίοδο αυτή τα πιστωτικά ιδρύματα δέχθηκαν έντονες πιέσεις και στην κερδοφορία και την κεφαλαιακή τους βάση, υπό τη συνδυαστική επίδραση:

    (α) των συνεχών εκροών καταθέσεων,
    (β) των επιπτώσεων της ύφεσης, αλλά και της “στρατηγικής” επιλογής μη αποπληρωμής δανείων από ένα όχι και τόσο ασήμαντο ποσοστό των δανειοληπτών, στην ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων,
    (γ) της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους,
    (δ) της αδυναμίας πρόσβασης στις διεθνείς αγορές, και
    (ε) των επιπτώσεων από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων.

    Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν καθοριστικές για την ενίσχυση και αποκατάσταση της ομαλής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης έχει επιστρέψει σε θετικό πρόσημο εδώ και καιρό, ενώ στην Ελλάδα θα ήταν πολύ πιο αρνητικός, αν δεν είχαν γίνει αυτές οι παρεμβάσεις για την ενίσχυση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και της ρευστότητας.



    ΣΧΟΛΙΑ