Η Μαρία Κορίνα Ματσάδο είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες αλλά και εμβληματικές πολιτικές μορφές της σύγχρονης Βενεζουέλας. Για τους υποστηρικτές της, ενσαρκώνει την αδιάφθορη αντίσταση απέναντι στην αυταρχική διακυβέρνηση, μια γενναία ηγέτης έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα για τη δημοκρατία. Για τους επικριτές της, αποτελεί εκπρόσωπο της οικονομικής ελίτ, αποκομμένη από τις λαϊκές ανάγκες και υπέρμαχο ακραίων νεοφιλελεύθερων θέσεων. Παρ’ όλα αυτά, ένα γεγονός είναι αδιαμφισβήτητο: η ικανότητά της να διατηρεί τη φλόγα της αντιπολίτευσης ζωντανή ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές της χώρας της.

Η ανθεκτικότητά της απέναντι σε κρατικές διώξεις, η απόλυτη αφοσίωση στη δημοκρατία και η αδιάλλακτη αποφασιστικότητά της αναγνωρίστηκαν διεθνώς με την απονομή του Νόμπελ Ειρήνης 2025. Παράλληλα, το περιοδικό Time τη συμπεριέλαβε στη λίστα με τα 100 πιο επιδραστικά πρόσωπα του κόσμου τον ίδιο χρόνο. Η νορβηγική επιτροπή του Νόμπελ τόνισε: «Όταν οι αυταρχικοί καταλαμβάνουν την εξουσία, είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίζουμε τους θαρραλέους υπερασπιστές της ελευθερίας… Η ελευθερία δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται δεδομένη, αλλά να υπερασπίζεται με λόγια, θάρρος και αποφασιστικότητα».

1

Από την επιχειρηματική ελίτ στην πολιτική μάχη

Γεννημένη στις 7 Οκτωβρίου 1967, η Μαρία Κορίνα Ματσάδο Παρίσκα είναι πολιτικός και βιομηχανική μηχανικός. Προέρχεται από εύπορη οικογένεια της Βενεζουέλας, με επιχειρηματικό υπόβαθρο – γεγονός που συχνά χρησιμοποιούν οι αντίπαλοί της για να τη χαρακτηρίσουν «προνόμιο της ελίτ». Ωστόσο, η ίδια επέλεξε τον δημόσιο στίβο και όχι την οικονομική ασφάλεια.

Η πολιτική της δράση ξεκίνησε το 2002, εν μέσω μεγάλης πολιτικής κρίσης επί Ούγκο Τσάβες. Τότε ίδρυσε την οργάνωση Súmate, έναν φορέα παρακολούθησης εκλογών που προώθησε τη διαφάνεια και τη συμμετοχή των πολιτών, υποστηρίζοντας το δημοψήφισμα ανάκλησης του Τσάβες το 2004. Η κίνηση αυτή την έφερε στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής και ταυτόχρονα την έβαλε στο στόχαστρο του καθεστώτος, που την κατηγόρησε για ξένη χρηματοδότηση και συνωμοσία — κατηγορίες που η ίδια αρνήθηκε.

Η φωνή που δεν δίσταζε να συγκρουστεί

Το 2010 εξελέγη βουλευτής στην Εθνική Συνέλευση με το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων της περιφέρειάς της. Η θητεία της (2011-2014) χαρακτηρίστηκε από δυναμικούς λόγους, συνεχή καταγγελία για διαφθορά και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και άρνηση κάθε μορφής συμβιβασμού με το καθεστώς. Ο άμεσος και συγκρουσιακός της λόγος την ανέδειξε σε μία από τις πιο ισχυρές φωνές της αντιπολίτευσης.

Το 2012 διεκδίκησε το χρίσμα της αντιπολίτευσης για την προεδρία αλλά ηττήθηκε από τον Ενρίκε Καπρίλες. Το 2014 διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Το 2019, στη συνταγματική κρίση, δήλωσε πως θα έθετε εκ νέου υποψηφιότητα για την προεδρία εφόσον ο μεταβατικός πρόεδρος Χουάν Γκουαϊδό προκήρυσσε εκλογές – κάτι που τελικά δεν έγινε.

Η γέννηση του Vente Venezuela και η αδιάλλακτη στάση

Το 2013 ίδρυσε το Vente Venezuela, ένα φιλελεύθερο κόμμα που έδωσε πολιτική ταυτότητα στη ριζοσπαστική πτέρυγα της αντιπολίτευσης, η οποία αρνείται κάθε διάλογο με το καθεστώς Μαδούρο. Η ρητορική της, βασισμένη στην αδιαπραγμάτευτη δημοκρατία και την οικονομική ελευθερία, ενέπνευσε πολλούς αλλά προκάλεσε και έντονες αντιδράσεις.

Πολιτική απενεργοποίηση και ηγεσία χωρίς αξίωμα

Το 2023, το καθεστώς της απαγόρευσε να είναι υποψήφια για οποιοδήποτε αξίωμα για 15 χρόνια. Η απόφαση επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2024. Παρ’ όλα αυτά, κέρδισε τις προκριματικές της αντιπολίτευσης με πρωτοφανή ποσοστά, αποδεικνύοντας την τεράστια απήχησή της στη βάση.

Ο αποκλεισμός της από τις προεδρικές εκλογές του 2024 οδήγησε στην υποκατάσταση της από την Κορίνα Γιόρις, η οποία επίσης μπλοκαρίστηκε από το καθεστώς. Τελικά, την εκπροσώπησε προσωρινά ο Εδμούνδο Γκονθάλεθ Ουρούτια. Παρά την απουσία επίσημου αξιώματος, η Ματσάδο παρέμεινε ο ηθικός και στρατηγικός ηγέτης της αντιπολίτευσης.

Από το Κοινοβούλιο στην παρανομία

Την 1η Αυγούστου 2024, σε άρθρο της στη Wall Street Journal, αποκάλυψε ότι βρίσκεται στην παρανομία. «Κρύβομαι, φοβούμενη για τη ζωή, την ελευθερία μου και εκείνη των συμπολιτών μου, απέναντι στη δικτατορία του Νικολάς Μαδούρο», έγραψε, επιβεβαιώνοντας τη σκληρή πραγματικότητα της βενεζουελάνικης πολιτικής καταστολής.

H προσωπική ζωή

Η Ματσάδο ήταν παντρεμένη με τον επιχειρηματία Ρικάρντο Σόσα Μπράνγκερ από το 1990 έως το 2001, γάμος από τον οποίο γεννήθηκαν τρία παιδιά: η Άνα Κορίνα, ο Ρικάρντο και ο Ενρίκε. Εδώ και περίπου μια δεκαετία διατηρεί μια διακριτική σχέση με τον δικηγόρο Χεράρδο Φερνάντες, αν και έχει κρατήσει την προσωπική της ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, εστιάζοντας στην πολιτική της δράση.

Τα τρία παιδιά της ζουν σήμερα εκτός Βενεζουέλας για λόγους ασφαλείας, μια κατάσταση που αντικατοπτρίζει τις πολιτικές εντάσεις και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η οικογένεια λόγω της αντιπολιτευτικής της δράσης. Παρά την απόσταση, η Ματσάδο έχει εκφράσει δημόσια τον ισχυρό δεσμό που διατηρεί με τα παιδιά της.

Η συμβολική αναγνώριση ενός αγώνα

Η επίμονη δράση της ενοποίησε μια αντιπολίτευση που κάποτε ήταν βαθιά διχασμένη. Βρήκε κοινό έδαφος στην απαίτηση για ελεύθερες εκλογές και αντιπροσωπευτική κυβέρνηση. «Αυτό βρίσκεται στην καρδιά της δημοκρατίας: η κοινή μας βούληση να υπερασπιστούμε τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, ακόμη και αν διαφωνούμε», έχει δηλώσει.

Η ικανότητά της να κινητοποιεί εκατομμύρια πολίτες –ακόμα και τη διασπορά– απέδειξε την επιρροή της πέρα από κάθε θεσμικό περιορισμό.

Το Νόμπελ Ειρήνης 2025 δεν ήταν μόνο προσωπική δικαίωση, αλλά και συμβολική αναγνώριση του αγώνα εκατομμυρίων Βενεζουελάνων που αντιστέκονται στην καταπίεση. Η επιτροπή του Νόμπελ εξήρε το «πολιτικό θάρρος της να αντιστέκεται ειρηνικά υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες».

Το όνομά της πλέον δεν ανήκει μόνο στην πολιτική ιστορία της Βενεζουέλας, αλλά και σε ένα παγκόσμιο αφήγημα για τη μάχη υπέρ της ελευθερίας.