Θεσσαλονίκη 1949. Καλοκαίρι, μεσημέρι. Μία μπάντα να διασχίζει τη Βασιλίσσης Όλγας παίζοντας μουσική. Στο άκουσμα των ήχων, ο πεντάχρονος Διονύσης συγκινείται και ταυτόχρονα κοιτά με θαυμασμό τα μουσικά όργανα, που αστράφτουν στον ήλιο. Η μουσική της μπάντας διαχέεται παντού. «…γύρισα αμίλητος στο σπίτι, μπήκα στην κουζίνα χωρίς να χαιρετήσω τη μάνα μου, πήρα δύο καπάκια από κατσαρόλες και βγήκα, αμίλητος πάντα, πίσω, στην αυλή, όπου χτύπησα μαζί τα τεντζερέδια. Νόμιζα ότι, επαναλαμβάνοντας τη μεγαλόπρεπη κίνηση του μουσικού, θα ακουγόταν και ο ίδιος λαμπερός ήχος της μπάντας. Αλλ’ ακούστηκε ένας απαίσιος θόρυβος, αυτό που στη μουσική ονομάζουμε ”ψόφο”. Τότε συνειδητοποίησα πόσο μακριά είμαι από το θαύμα. Εκείνη τη στιγμή, βγήκε μία γειτόνισσα, με είδε και με ρώτησε: “Τι κάνεις Διονυσάκη;”. Τότε τραύλισα πρώτη φορά: ”Κάνω μου-μου-μουσική”, της είπα. Που ‘για μένα ήταν η προσπάθεια να ανταποκριθώ στο θαύμα. Και νομίζω ότι αυτό και παραμένει: η προσπάθεια  να ανταποκριθώ σ’ αυτό που δε μπορώ να φτάσω- αυτό είναι η μουσική μου».

Αυτό ήταν το έναυσμα για τον Διονύση Σαββόπουλο για να μπει σε αυτό το μουσικό ταξίδι ζωής, όπως είχε αφηγηθεί στον δημοσιογράφο Φώτη Απέργη το 1997 («Γίνεται παρεξήγηση και δίνουν την εξήγηση», εκδόσεις Άγκυρα, Αθήνα 2023). Γεννημένος το 1944 στη Θεσσαλονίκη με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη, άφησε τη Νομική Θεσσαλονίκης  για να προσπαθήσει να ανταποκριθεί σε αυτό που δε μπορούσε να φτάσει, στη μουσική του, που δεν την εγκατέλειψε ποτέ. «Ο πατέρας μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη, Φαναριώτης, είχε σπουδάσει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, ήταν κάπως λόγιος. Σου ζωγράφιζε στον αέρα λιθόστρωτα, τη μεγάλη οδό του Πέραν, τη γέφυρα του Γαλατά. Η μητέρα μου ήταν λαϊκότερης προέλευσης- από τη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας τώρα. Τότε λέγαμε της βόρειας Θράκης. Ο δικός της λόγος δεν είχε αναστοχασμό, ήταν πιο άμεσος και πιο χυμώδης. Νομίζω ότι πήρα και από τους δυο». (Απέργης, Φ. 2023: σ. 172).

1

Η «Συννεφούλα» του σήμερα

Κάθε τραγούδι του είναι ένα θραύσμα της ιστορίας του, από την ιδέα ενός νεανικού έρωτα μέχρι και την κοινωνικοπολιτική συγκυρία. Τραγούδια που αγαπήθηκαν από το κοινό και θα τραγουδιούνται στο διηνεκές. Ήταν δεν ήταν δεκαέξι χρονών όταν σκαρφίστηκε την ιδέα της Συννεφούλας. Ανάλαφρη και όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος ο Διονύσης Σαββόπουλος, η «ευτυχοδυστυχισμένη» του «Συννεφούλα», κρύβει μία ιστορία από την εφηβική του ηλικία. Από την ταινία του Φρανσουά Τρυφώ έως την τελική μορφή του τραγουδιού, ο αείμνηστος Νιόνιος, πριν από μερικά χρόνια είχε αφηγηθεί ο ίδιος πώς γεννήθηκε το τραγούδι που αγάπησαν γενιές.

Κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο Σπίτι με το Mega, ο Νιόνιος είχε αφηγηθεί:

«Όταν ήμουν έφηβος, είδα την ωραία ταινία του Τρυφώ ”Ζιλ και Ζιμ”, όπου έπαιζε έκπαγλη ομορφιά, η Ζαν Μορό. Τόσο ωραία! Μέσα στο έργο έπαιζε με δύο άντρες. Εγώ, με τον ρομαντισμό εκείνης της ηλικίας, 16-17 ετών. σκέφτηκα ότι όταν μία γυναίκα είναι τόσο αξιόλογη, τόσο όμορφη, δε μπορείς εσύ να έχεις το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσεώς της. Μέσα στην ταινία υπήρχε και ένα βαλσάκι, που το τραγουδούσε η ίδια η Ζαν Μορό κι εγώ την άκουγα σαν μωρό. Γυρίζω σπίτι επηρεασμένος από την ταινία και το βαλσάκι, αλλά και από μια τσαπερδόνα, που με ταλαιπωρούσε εκείνον τον καιρό και σκαρώνω το εξής:

Είχα μια αγάπη, αχ καρδούλα μου!
Σαν συννεφάκι, συννεφούλα μου
Σαν συννεφάκι έρχεται πάει
Μια μ’ αγαπάει, μια με ξεχνάει…

Πρωτόλειο! Τι περιμένατε σ’ εκείνη την ηλικία! Κράτησα όμως τους στίχους. Κράτησα την ιδέα και αργότερα έβαλα άλλη μουσική. Νομίζω πιο ταιριαστή, σε αυτούς τους ευτυχοδυστυχισμένους στίχους κι έγινε το εξής τραγουδάκι:

Είχα-είχα μια αγάπη, αχ καρδούλα μου
Που ‘μοιαζε συννεφάκι, συννεφούλα μου
Σαν συννεφά-, συννεφάκι φεύγει, ξαναγυρνάει
Μ’ αγαπά τη μια, την άλλη με ξεχνάει

Κι ένα βράδυ, κι ένα βράδυ, βράδυ, αχ καρδούλα μου
Διώχνω ξαφνικά τη συννεφούλα μου
Δεν αντέχω, δεν αντέχω άλλο πια να με γελάει
Μ’ αγαπάει τη μια, την άλλη με ξεχνάει

Κι έρχεται ο Απρίλης αχ καρδούλα μου
Να κι ο Μάης, ο Μάης, συννεφούλα μου
Δίχως-δίχως τραγούδι, δάκρυ και φιλί
Δεν είν’ ά-, δεν είν’ άνοιξη φέτος αυτή

Συννεφούλα, συννεφούλα να γυρίσεις σου ζητώ
και τριγύρνα μ’ όσους θέλεις κάθε βράδυ.
Δεν αντέχω, δεν αντέχω, άλλο να ΄μαι μοναχός
Μ’ αγαπάς τη μια κι ας με ξεχνάς την άλλη

Είχα-είχα μια αγάπη, αχ καρδούλα μου
Που ‘μοιαζε συννεφάκι, συννεφούλα μου
Σαν συννεφά-, συννεφάκι φεύγει, ξαναγυρνάει
Μ’ αγαπά τη μια, την άλλη με ξεχνάει».

Ερωτηθείς από τον κ. Απέργη για το πώς φανταζόταν σήμερα τη Συννεφούλα, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε πει «Η Συννεφούλα είναι μία ιδέα: συμβολίζει τη χαρούμενη διάθεση και την ελευθερία. Δεν έχει ηλικία αυτό. Αν ήταν γυναίκα; Ίσως θα ήταν μια ωραία ζωντοχήρα, πλαισιωμένη με τ’ ανίψια της και θα ψώνιζαν, κάθε Χριστούγεννα, βασιλόπιτα απ’ του Τερκενλή».

Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο

1967. Η δικτατορία δεν στέκεται εμπόδιο για τον Νιόνιο. Λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα της 21η Απριλίου, όπως είχε αφηγηθεί ο ίδιος αναγκάστηκε να φύγει από την μπουάτ που τραγουδούσε κάθε βράδυ, διότι οι ιδιοκτήτες, δεχόμενοι πιέσεις από την αστυνομία τον πίεσαν να αφαιρέσει από το πρόγραμμά του ορισμένα τραγούδια. «…Δε φτάνει πια η λογοκρισία, που μου κατασφάζει τους στίχους; η μπουάτ ήταν το τελευταίο μέρος όπου μπορούσα να λέω αυτά που λέω. Τι θα απογίνουμε; Μ’ όλη μου τη μελαγχολία, Διον. Σαββόπουλος», έγραφε μεταξύ άλλων σε ένα μονόστηλο στις 18 Απριλίου του 1967.

Όπως αφηγείται ο κ. Απέργης, λίγες ημέρες μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου  σε μια μυστική συνάθροιση, ο Σαββόπουλος τραγούδησε μερικά από τα τραγούδια του και δύο από τα τραγούδια του Λοϊζου, που ο ίδιος τα χαρακτήρισε προπολεμικά, ενώ οι παρευρισκόμενοι τον ηχογραφούσαν μυστικά.

Οι πολιτικές του απόψεις τον οδήγησαν δύο φορές στη φυλακή: τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967. «Έχω μείνει σε ένα κελί για πάρα πολύ καιρό… Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Το τραγούδι “Δημοσθένους λέξις” γράφτηκε εκεί», ενώ ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού ήταν «Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο».

«Ανακάτεψα εκ των υστέρων τον Δημοσθένη για να ξεγελάσω τη λογοκρισία. Τους δούλεψα κανονικά. Δεν με επηρέασε η στενότης ή ο περιορισμός, πετούσα μέσα μου. Πάντα έφερνα εκείνο που συνέβη τότε και το ζούσα στο τώρα. Δεν πήγαινα στο παρελθόν. Έφερνα το παρελθόν στον παρόντα χρόνο», ανέφερε μεταξύ άλλων εξιστορώντας όλα έζησε εκείνη την περίοδο.

«Στο κρατητήριο μπορώ να πω ήταν ωραία. Στην αρχή βέβαια τρομάζεις. Υπήρχε ένα ανοιχτό μέρος, χωρίς ταβάνι, ένα αίθριο. Εκεί ήταν οι πολιτικοί κρατούμενοι με κελιά γύρω γύρω και κάτω ήταν ένα υπόγειο, όπου κατεβαίναμε για να κοιμηθούμε. στο χώμα. Δεν είχε τίποτα. Η Άσπα μου έφερε μία κουβερτούλα. Ήμασταν όλοι μαζί. Παίζαμε παιχνίδια ερωτήσεων, τραγουδούσα…Πέρναγε η ώρα. Εκεί που δεν πέρναγε η ώρα ήταν η απομόνωση, όταν με έβαλαν μετά τη φάλαγγα και μάλιστα όταν με καταβάζανε με κουβέρτα γιατί δε μπορεί να περπατήσεις, λέω ”Ω μάλιστα, με κατεβάζουν στην πηγάδα, θα βρω τα παιδιά, τους φίλους μου σαν να γυρίζω στην πατρίδα μου”.

Και βλέπω σκοτάδι. Άδειο το μέρος. Θυμήθηκα ότι όταν κατεβάζανε κάποιον κάτω μετά από φάλαγγες ή ανάκριση, για να μη δουν οι άλλοι κρατούμενοι τι έπαθε, έλεγαν όλοι κάτω. Και κατέβαιναν κάτω στο υπόγειο για να δούμε ποιος δαρμένος περνάει. Και ήρθε η ώρα και για εμένα να ακουστεί αυτό το ”Όλοι κάτω”. Δηλαδή, πέρασα μέσα από μία άδεια αυλή, αισθανόμενος ότι τα βλέμματα των συντρόφων ήταν από κάτω και προσπαθούσαν να κοιτάξουν τι έγινε…», είχε αφηγηθεί κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στην τηλεόραση της ΕΡΤ και πρόσθεσε στη συνέχεια:

«Είναι παράσημα αυτά. Το να σε διαπομπεύσουν, να σε κράξουν. Το καθεστώς να σε συλλάβει. Με υπερηφάνεια τα φέρνω πάνω μου».

Ο «πολιτικός» Σαββόπουλος

Πάντοτε ευθύς και ειλικρινής, ο Διονύσης Σαββόπουλος δε μασούσε ποτέ τα λόγια του. Το 2000 είχε πει μεταξύ άλλων απαντώντας σε σχετικό ερώτημα σχολιάζοντας περί πολιτικής ότι η χώρα χρειάζεται «υδραυλικούς» και «λογιστές». «… Είμαστε μια χώρα οραμάτων, που, όμως, δεν ξέρει να χτίσει. Δεν ξέρει τα στοιχειώδη. Αυτή η άγνοια σε συνδυασμό με τα οράματα μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη, έως και καταστροφική. Μας χρειάζονται, λοιπόν, ”υδραυλικοί” και ”λογιστές”, που, τουλάχιστον, μπορούν να κάνουν τα απαραίτητα βήματα». 

Λίγους μήνες μετά το δημοψήφισμα του 2015, ο Φώτης Απέργης είχε ρωτήσει τον Σαββόπουλο σε μία συζήτησή τους «Και τι προσέφερε σήμερα στη Δεξιά την άνεση να αμφισβητεί;». Και εκείνος του απάντησε: «Η αποτυχία της Αριστεράς. Καθώς και το ότι το σύστημα της Δύσεως δε φαίνεται να μπορεί πια να ικανοποιήσει τον κόσμο. Οπότε, ή θα καταρρεύσει ή θα γίνει αυταρχικό. Και δεν μ’ ενδιαφέρει αν αυτός ο αυταρχισμός είναι αριστερός ή δεξιός. Οφείλουμε να μην τον δεχθούμε και να μη συμμορφωθούμε». (Απέργης, Φ.: 2023)

Ο Νιόνιος της Ελλάδας

Ο Διονύσης Σαββόπουλος εξέδωσε δισκογραφικά 14 κύκλους τραγουδιών του, όπως επίσης και ζωντανές ηχογραφήσεις έξι συναυλιών και παραστάσεών του. Είχε δικές του εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Ταξίδεψε και έδωσε συναυλίες στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στην Κύπρο, στην Αίγυπτο, στο Ισραήλ, στη Βόρεια Ευρώπη, στην Ιαπωνία, στον Καναδά και στις ΗΠΑ. Έγραψε μουσική για τα θέατρα της Αθήνας και την Επίδαυρο, και για τον κινηματογράφο. Έχουν κυκλοφορήσει πέντε βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και συνεντεύξεις του από τις εκδόσεις Ίκαρος, Ιθάκη και Πολύτροπον, και η συλλογή Η σούμα, η επιτομή του συνόλου των στίχων του, από τον Ιανό. Τριάντα τέσσερα τραγούδια του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά από τον καθηγητή David Connolly και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αιώρα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 2013 μετέφρασε, σκηνοθέτησε, για την Επίδαυρο, τον Πλούτο του Αριστοφάνη. Έγραψε επίσης τη μουσική και υποδύθηκε τον Κορυφαίο του Χορού. Το 2017 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Το 2018 αναβίωσε το ιστορικό «Άλσος» που βρίσκεται μέσα στο Πεδίον του Άρεως.

Ήταν συνθέτης, στιχουργός, ερμηνευτής, σύζυγος, πατέρας δύο παιδιών και παππούς 2 εγγονών. Ήταν ο καλλιτέχνης που συνομίλησε με το κοινό του για μυστικά τοπία, έρωτες, απογοητεύσεις, χαρές και λύπες. Ακόμα κι όταν του προτάθηκαν υπουργεία εκείνος, το αρνήθηκε γιατί «δεν είχε ταλέντο σ’ αυτό».

«Μοιράζομαι τον εαυτό μου μέσω της τέχνης. Και προσπαθώ επίσης να σηκώσω τις ευθύνες μου ως πολίτης». Διονύσης Σαββόπουλος, Θεσσαλονίκη 2 Δεκεμβρίου 1944 – Αθήνα 21 Οκτωβρίου 2025.

Σήμερα, Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025, η Ελλάδα λέει το τελευταία αντίο σε έναν καλλιτέχνη που άφησε το αποτύπωμά του στα πολιτιστικά δρώμενα για περισσότερα από 60 χρόνια και ταξιδεύει στην απέραντη θάλασσα των αναμνήσεων, όπως αυτά τα θραύσματα της ιστορίας του ταξιδεύουν σε αυτό το κείμενο.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη mononews (@mononews.gr)