• Άρθρα

    Όχι επιστροφή στα παλιά

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Η εμμονή της κυβέρνησης να διαθέσει μέρος (μάλλον σημαντικό) από τους πόρους του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης ως δάνεια για ιδιωτικές επενδύσεις είναι κατανοητή μεν αλλά προβληματίζει έντονα δε.

    Με δεδομένη την αδυναμία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να καλύψει τις υψηλές ανάγκες χρηματοδότησης που θα απαιτήσει η έξοδος από την πανδημία και η προσπάθεια να επιταχυνθεί η ανάκαμψη, είναι φυσικό να αναζητούνται λύσεις. Εξάλλου, ούτε η εγχώρια ιδιωτική αποταμίευση επαρκεί.

    Προτείνεται, έτσι, να καλύπτει το κράτος με δάνειο το 50% της επένδυσης, η τράπεζα το 30% και ο ιδιώτης το 20%.

    Δυστυχώς, όμως, η συγκεκριμένη λύση ενδέχεται να επιφέρει σειρά κινδύνων, διόλου ευκαταφρόνητων.

    Θέμα πρώτο. Στο παρελθόν αυτή η μέθοδος έδειξε ότι αφήνει τεράστια περιθώρια αδιαφάνειας και καταχρηστικής εκμετάλλευσης.

    Τα δεκάδες βιομηχανικά κουφάρια που στολίζουν την Βόρεια Ελλάδα, στο όνομα της περιφερειακής ανάπτυξης, το αποδεικνύουν. Η μικρή συμμετοχή του ιδιώτη καλύπτεται, π.χ., με υπερτιμολόγηση ή προσωρινά δάνεια που κατατίθενται στον εταιρικό λογαριασμό και αποσύρονται στην συνέχεια, για να αναφέρουμε δύο μόνο από τα γνωστά και μη εξαιρετέα κόλπα.

    Επειδή η τράπεζα θα πάρει κρατική εγγύηση για το δικό της δάνειο, το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά το ποσό της εγγύησης. Αν καταπέσει η εγγύηση, το δημόσιο χρέος αυξάνεται και κατά το ποσό του κρατικού δανείου. Θα πρέπει το δάνειο να αποσβεστεί πλήρως για να μην υπάρξει επίπτωση.

    Θέμα δεύτερο. Θεωρείται ότι θα υπάρξει αυστηρός έλεγχος των προτάσεων. Και, θεωρητικά, οι επενδυτικές προτάσεις θα αφορούν κατά 20% τον ψηφιακό μετασχηματισμό και κατά περίπου 40% την πράσινη ανάπτυξη.

    Ποιος θα κάνει τον έλεγχο; Το δημόσιο δεν μπορεί.

    Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τα δάνεια με την νοοτροπία και επιφύλαξη της δεκαετίας του 1980. Εξάλλου, έχουν καεί –και με δική τους ευθύνη – οπότε τώρα έχουν γίνει υπερβολικά προσεκτικές. Παράλληλα, όμως, η κρατική εγγύηση μπορεί να λειτουργήσει τελείως αντίθετα: να τις κάνει και πάλι απρόσεκτες.

    Απομένει η προσφυγή στις μεγάλες «λογιστικές» εταιρείες, που, όμως, τις αναβιβάζει σε ρόλο που δεν τους ανήκει—με πολιτικές διαστάσεις μάλιστα. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τους διάφορους ιδιωτικούς οργανισμούς που σήμερα παίζουν αυτόν τον ρόλο για τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις.

    Επιπλέον, με ποια κριτήρια θα γίνεται η επιλογή; Ποιος θα διασφαλίζει ότι θα αντιμετωπιστεί μία πιθανή υπερπροσφορά σε συγκεκριμένο τομέα;

    Διότι, τα ποσοστά που επιβάλλει η Ε.Ε. βασίζονται σε αναλογίες μέσου όρου και αυτό δεν είναι υποχρεωτικά ότι το καλύτερο για μία μικρή χώρα όπως η δική μας, όπου η τάση της υπερβολής της αγέλης είναι πιστοποιημένη: Όλοι μαζί στα ΑΠΕ, όλοι μαζί στην εστίαση, όλοι μαζί στις πολυκατοικίες, όλοι μαζί στις πιστωτικές κάρτες, κοκ.

    Θέμα τρίτο. Ορθά υποστηρίζεται ότι με την μέθοδο αυτή μειώνεται το κόστος δανεισμού, που για την Ελλάδα είναι υψηλό αν συγκριθεί με το αντίστοιχο που πληρώνουν οι ευρωπαϊκές εταιρείες. Γιατί, όμως, να μην επιδοτηθεί τότε απευθείας το επιτόκιο; Όπως επιδιώκουμε να πάρουμε την άδεια της Ε.Ε. για τα δάνεια, μπορούμε εναλλακτικά να ζητήσουμε την συγκατάθεση για το κόστος δανεισμού.

    Θέμα τέταρτο: Ένα διαχρονικό πρόβλημα της (κατ’ όνομα) βιομηχανικής πολιτικής που έχει ακολουθήσει το κράτος, αφορά την αδυναμία του να ορίσει τα όρια του ρόλου του. Είναι γνωστές οι παλινωδίες ανάμεσα στον έντονο κρατικό παρεμβατισμό – όπου το κράτος προσπαθεί να προσδιορίσει τους «εθνικούς πρωταθλητές»– και την σχεδόν πλήρη ασυδοσία – όπως με τα πάλε ποτέ δάνεια για την περιφερειακή ανάπτυξη, όπου η ΕΤΕ άνοιγε υποκαταστήματα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει την ζήτηση.

    Τώρα, το κράτος πάει και πάλι να εμπλακεί σε αδιέξοδες διαδικασίες.

    Αντίθετα, ο ρόλος του οφείλει να περιοριστεί σε δύο άξονες μόνο: (α) στην συμμόρφωση με τις κατανομές που ορίζει η Ε.Ε. και, (β) στην δημιουργία σύγχρονων υποδομών που είναι απαραίτητες για την βιομηχανία: δίκτυα κάθε μορφής (οδικά, ναυτικά, ηλεκτρικά, αερίου, κοκ) που να διευκολύνουν την επιχείρηση και όχι μόνο τον καταναλωτή.

    Από εκεί και πέρα, οι ιδιώτες οφείλουν να αναλάβουν το ρίσκο της επένδυσης σε συνδυασμό με τις εγγυήσεις που θα δοθούν από ευρωπαϊκούς φορείς.

    Ούτε το ελληνικό κράτος ούτε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σε θέση να αντέξουν τις παρεκτροπές που σίγουρα θα γίνουν όταν ένας ιδιώτης αναλαμβάνει μόλις το 20% του ρίσκου –κι αυτό αμφισβητούμενο ως προς το πραγματικό ύψος του.



    ΣΧΟΛΙΑ