• Οικονομία

    Η αγορά πετρελαίου θύμα του κορωνοϊού

    • Γράφει ο Χαράλαμπος Γκότσης, Καθηγητής Πανεπιστημίου, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
    Χαράλαμπος Γκότσης. πρώην Πρόεδρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

    Χαράλαμπος Γκότσης. πρώην Πρόεδρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς


    Καθημερινά διαπιστώνουμε τη μεγάλη ζημιά που προξένησε η υγειονομική κρίση, οριζόντια, σε σχεδόν σε όλους τους τομείς της πραγματικής οικονομίας. Αυτό όμως που συμβαίνει στην αγορά πετρελαίου ξεπερνάει τα όρια κάθε ευφάνταστου αναλυτή ή μελλοντολόγου.

    Βλέποντας στην αγορά τις τιμές να διολισθαίνουν στα τάρταρα, τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά και ο αμύητος πολίτης δυσκολεύεται να κατανοήσει πως για παράδειγμα είναι δυνατόν η τιμή ενός προϊόντος, όπως είναι το αμερικανικό πετρέλαιο, να έχει αρνητικό πρόσημο.  Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

    Το αργό πετρέλαιο είναι ένα προϊόν που διαπραγματεύεται στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Διατίθεται σε τρεις τύπους, το Brent της Βόρειας Θάλασσας, το West Texas Intermediate (WTI) και το πετρέλαιο του OPEC (basket). Το τελευταίο λειτουργεί ως δείκτης τιμής για τους δύο πρώτους τύπους, εκφραζόμενη πάντα σε δολάρια ΗΠΑ ανά βαρέλι. Παρότι όμως διαπραγματεύεται σε οργανωμένη αγορά, αποτελεί μια περίπτωση sui generis, αφού δεν είναι μόνο η προσφορά και η ζήτηση που καθορίζουν το ύψος της τιμής, αλλά δύο ακόμη παράγοντες. Πρόκειται για τις παρεμβάσεις του OPEC, του οποίου οι αποφάσεις για αυξομείωση της παραγόμενης ποσότητας επηρεάζουν την τιμή σχεδόν κατά βούληση, όπως επίσης και η διαπραγμάτευσή του στα χρηματιστήρια από το 2015, ως προϊόν του οποίου η τιμή καθορίζεται μέσω συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures contracts). Επειδή δε η ζήτηση πετρελαίου θεωρείται βραχυπρόθεσμα οιονεί ανελαστική, αφού περίπου το 65% της κατανάλωσης προορίζεται για τις μεταφορές, σε περιόδους ομαλής λειτουργίας της αγοράς, η τιμή επηρεάζεται περισσότερο από τους δύο άλλους παράγοντες παρά από την προσφορά και τη ζήτηση.

    Με κριτήριο συνεπώς τις αιτίες που την προκάλεσαν, η κρίση στην αγορά πετρελαίου τον τελευταίο καιρό εξελίχθηκε σε δύο φάσεις.

    Η πρώτη αφορά την περίοδο αμέσως μετά την εκδήλωση της επιδημίας, όταν ακόμη τον Ιανουάριο η τιμή του WTI βρισκόταν πάνω από 60 δολάρια. Η πρώτη αντίδραση ήλθε από τα νοικοκυριά αλλά και τις επιχειρήσεις, όταν άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι επέρχεται  ύφεση και συνεπώς πρέπει να περιορίσουν τη δραστηριότητά τους. Μετά ακολούθησαν οι αποφάσεις των κυβερνήσεων για υποχρεωτικό lockdown, το οποίο ακινητοποίησε τις μηχανές όλου του κόσμου. Αυτοκίνητα, αεροπλάνα, πλοία, μηχανές παραγωγής ξαφνικά σταμάτησαν να λειτουργούν, με αποτέλεσμα να μειωθεί δραματικά η παγκόσμια ζήτηση. Από την άλλη πλευρά οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες για μεγάλο χρονικό διάστημα αντί να συμφωνήσουν σε μείωση της παραγωγής, αποδόθηκαν σε ένα πόλεμο τιμών, οποίος οδήγησε τις τιμές γύρω στα 20 δολάρια. Όταν κατάφεραν να συμφωνήσουν  σε μείωση της παραγωγής, κατώτερη μάλιστα των περιστάσεων, ήταν πλέον αργά, αφού η παραγωγή για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη ζήτηση. Έτσι μπήκαμε στη δεύτερη φάση του προβλήματος.

    Αφού για μήνες η παραγωγή ήταν μεγαλύτερη από τη ζήτηση, ήταν επόμενο ότι σταδιακά θα εξαντλούντο  οι αποθηκευτικοί χώροι, κυρίως εκείνοι των ΗΠΑ. Η αντικειμενική αδυναμία αποθήκευσης του προϊόντος οδήγησε τους κερδοσκόπους που κατείχαν συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, που έληγαν τον Μάιο, σε αδιέξοδο. Όταν δε συνειδητοποίησαν ότι δεν υπάρχουν αποθήκες ελεύθερες για να παρκάρουν το πετρέλαιο που έπρεπε να παραλάβουν, βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Έτσι, βγήκαν ως πωλητές των συμβολαίων με ανοιχτές τιμές, με το ενδεχόμενο ακόμη και να πληρώσουν για να  το ξεφορτωθούν, αφού δεν είχαν τι να το κάνουν. Η τιμή για το WTI βυθίστηκε για έναν σημαντικό αριθμό συμβολαίων για δύο συνεδριάσεις σε αρνητικές τιμές, όταν οι έμποροι πλήρωσαν μέχρι 40 δολάρια το βαρέλι για να μην το παραλάβουν (20/4). Τις επόμενες μέρες επανήλθε μια σχετική ισορροπία όπου, για τα συμβόλαια πλέον του Ιουνίου, η τιμή βρέθηκε γύρω στα 20 δολάρια και το Brent στα 27 περίπου. Για να μη συμβεί όμως και με τα συμβόλαια του Ιουνίου το ίδιο φαινόμενο προς τα τέλη Μαΐου, θα πρέπει άμεσα να μειωθεί η παραγωγή στις ΗΠΑ, κάτι που δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί σε τόσο σύντομο χρόνο.

    Ποια θα είναι η εξέλιξη των τιμών τώρα είναι δύσκολο να το προβλέψει κανείς, αφού και το μέγεθος της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, κυρίως στις μεγάλες χώρες που είναι και οι βασικές καταναλώτριες, ακόμη είναι άγνωστο. Οι περισσότεροι ειδικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η αγορά πετρελαίου το 2020 θα αντιμετωπίσει μια πτώση της ζήτησης της τάξεως του 30%. Σ αυτή την περίπτωση οι τιμές θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, εκτός και αν υπάρξει μια περαιτέρω συμφωνία για γενναία μείωση της παραγωγής. Όμως, ακόμη και τότε παραμένει άγνωστο κατά πόσον οι συνθήκες μετακίνησης και εργασίας που βιώνουμε θα παγιωθούν σε κάποιο ποσοστό, πιέζοντας τη ζήτηση και τις τιμές προς τα κάτω. Εν τω μεταξύ οι επιπτώσεις σε εθνικές οικονομίες, σε επιχειρήσεις καθώς και στους καταναλωτές από την εξέλιξη, είναι πολύ σημαντικές.

    Οι μεγάλοι χαμένοι, χωρίς αμφιβολία, είναι οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Τα έσοδά τους από τις εξαγωγές που για χρόνια στήριζαν την οικονομία τους αλλά και την πολιτική τους ισχύ, όπως η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία καταρρέουν, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες τις Αμερικής βρίσκονται αντιμέτωπες με μια ολοκληρωτική εξαφάνιση της σχιστολιθικής τους βιομηχανίας. Οι πετρελαϊκές εταιρείες στις ΗΠΑ βλέπουν την κερδοφορία τους να περνάει στο κόκκινο, οι περισσότερες πηγές να βρίσκονται σε αναστολή λειτουργίας, ενώ είναι αμφίβολο αν θα ανοίξουν ξανά, με δεδομένο ότι το λειτουργικό κόστος ανά βαρέλι ανέρχεται στα 50 δολάρια. Έτσι, κάθε επενδυτική δραστηριότητα βρίσκεται στον αέρα.

    Ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα έχουν άλλες μικρότερες χώρες, οι οποίες έχουν σχεδόν ως μοναδικό έσοδο για τη στήριξη του προϋπολογισμού τους τις εξαγωγές πετρελαίου. Η Βενεζουέλα, το Ιράκ, η Νιγηρία, το Μεξικό, η Αργεντινή, η Αγκόλα κ.α. αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης με ότι αυτό συνεπάγεται για το λαό τους και το πολιτικό τους σύστημα. Σε διεθνές επίπεδο η μόνη χώρα που είναι βέβαιο ότι θα βγει κερδισμένη από την πτώση των τιμών, θα είναι η Κίνα, η οποία μαζί με τις ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής του πλανήτη.

    Στην Ελλάδα, η μεγάλη πτώση των τιμών δημιούργησε αρχικά κάποιες αναταράξεις, οι οποίες όμως, αν δει κανείς τη συνολική εικόνα, προβάλλοντάς την σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο, υπολείπονται του συνολικού οφέλους που θα έχει η εθνική μας οικονομία. Αρχικά, οι επενδύσεις, τα σχέδια και η προοπτική της εκμετάλλευσης των πιθανών κοιτασμάτων σε υδρογονάνθρακες σε Κρήτη, Ιόνιο αλλά και Κατάκολο, μπαίνουν στο ψυγείο. Οι ξένες εταιρείες που συμμετέχουν έχουν προχωρήσει σε περικοπές των επενδυτικών προγραμμάτων, κάτι που αφορά και την Ελλάδα. Επίσης προβληματική  εξακολουθεί να είναι και η συνέχιση της εξόρυξης στο κοίτασμα του Πρίνου. Ίσως υπό το φως των νέων δεδομένων, θα ήταν αναγκαίο να ανοίξει μια συζήτηση για αναθεώρηση των αρχικών σχεδίων για συνέχιση των ερευνών στο Αιγαίο, το οποίο αποτελεί τον πολυτιμότερο τουριστικό προορισμό για τη χώρα μας, συμβάλλοντας σημαντικά στην ενίσχυση του ΑΕΠ.

    Σε ό,τι αφορά στα ελληνικά διυλιστήρια, οι επιπτώσεις της τιμής αλλά και η πρωτοφανής συρρίκνωση της ζήτησης, είναι θέματα που επηρεάζουν τόσο τα αποτελέσματα όσο και τους σχεδιασμούς τους. Στα θετικά στοιχεία προσμετρώνται η μείωση των απαιτούμενων κεφαλαίων κίνησης για την προμήθεια αργού, η αποθήκευση μεγάλου όγκου σε χαμηλές τιμές, ενώ από την άλλη η αποτίμηση των υπαρχόντων αποθεμάτων, όπως και η πτώση της ζήτησης από το εξωτερικό, θα επηρεάσει αρνητικά του ισολογισμούς τους. Στους κερδισμένους, τουλάχιστον σε ότι αφορά το κομμάτι αυτό, ανήκουν και οι ναυτιλιακές εταιρείες, που διαθέτουν υπερδεξαμενόπλοια για αποθήκευση αργού με αυξημένες μάλιστα  χρεώσεις και ίσως με αυτόν τον τρόπο αντισταθμίσουν τις απώλειες από την πτώση των ναύλων. Επίσης οι καταναλωτές βλέπουν τη βενζίνη να μειώνεται από τα 1,70 Ευρώ πριν την κρίση στο 1,25, χωρίς όμως να μπορούν, προς το παρόν τουλάχιστον να εκμεταλλευτούν αυτήν την πτώση, αφού δεν μετακινούνται λόγω των μέτρων περιορισμού. Έτσι ζημιώνονται τόσο οι καταναλωτές όσο και τα πρατήρια που βλέπουν τις πωλήσεις να βρίσκονται 70% κάτω από τις φυσιολογικές, ενώ τα έσοδα του κράτους, που συμμετέχουν  με τη φορολογία στο 70% της τιμής πώλησης, μειώνονται δραματικά, με  αποτέλεσμα να δημιουργείται πρόσθετο πρόβλημα στην εκτέλεση του προϋπολογισμού.

    Συμπερασματικά, για την ελληνική οικονομία στο σύνολό της μπορούμε να υποθέσουμε ότι παρά τα προβλήματα που δημιουργεί η απότομη πτώση των τιμών, θα αποβεί θετική. Η ελληνική οικονομία, λόγω της υψηλής εξάρτησής της από τις εισαγωγές πετρελαίου, θα αποκομίσει σημαντικό όφελος, το μέγεθος του οποίου θα εξαρτηθεί από τη χρονική διάρκεια της περιόδου των χαμηλών τιμών. Το βέβαιον είναι ότι θα υπάρξει σημαντική βελτίωση στο εμπορικό μας ισοζύγιο με θετική συνεισφορά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και στον πληθωρισμό. Οι επιχειρήσεις από την άλλη θα έχουν ένα όφελος από την πτώση του ενεργειακού κόστους με ταυτόχρονη μείωση των αναγκών τους σε κεφάλαια κίνησης, όμως σε ότι αφορά την ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές και συνεπώς τις επιπτώσεις στις εξαγωγές, επειδή τις χαμηλότερες τιμές απολαμβάνουν και οι ανταγωνιστές τους, στο βαθμό βέβαια που έχουν τον ίδιο βαθμό εξάρτησης από το πετρέλαιο. Χωρίς αμφιβολία όμως, η μείωση του ενεργειακού κόστους θα διευκολύνει πολλές εταιρείες στην προσπάθειά τους για επανεκκίνηση.



    ΣΧΟΛΙΑ