Η ιστορία με τον ντόρο που προκάλεσε η απόσυρση της χρηματοδότησης του ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΙ για τη «17 Νοέμβρη» δεν έχει ως σημείο εκκίνησης την έρευνα του Αλέξη Παπαχελά για την αρχή και το τέλος της πιο γνωστής τρομοκρατικής οργάνωσης στην Ελλάδα. Ούτε ξεκινά με το αν ο Δημήτρης Κουφοντίνας δίνει συνέντευξη στον Παπαχελά. Σε καμία περίπτωση η ιστορία δεν ξετυλίγει το κουβάρι της από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας (ΕΚΚΟΜΕΔ). Αρχίζει πολύ νωρίτερα, σε έναν χώρο λιγότερο φορτισμένο συναισθηματικά, αλλά εξίσου εκρηκτικό πολιτικά: Στον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κράτος μοιράζει το χρήμα στην ιδιωτική και δημόσια τηλεόραση.
Επί 10 χρόνια, το λεγόμενο cash rebate – δηλαδή ο μηχανισμός επιστροφής μέρους των επιλέξιμων δαπανών για οπτικοακουστικές παραγωγές– λειτουργούσε με έναν τρόπο που, αν και θεσμικά ουδέτερος, στην πράξη παρήγαγε ξεκάθαρους νικητές και άλλο τόσο πρόδηλα χαμένους. Οι νικητές ήταν τα κανάλια και οι όμιλοι που επένδυαν βαριά στη Μυθοπλασία: Περίβλεπτες σειρές υψηλού κόστους, φαραωνικές παραγωγές, πολυετή πρότζεκτ με σταθερό γύρισμα και προβλέψιμο οικονομικό αποτύπωμα. Οι losers; Όσοι είχαν χτίσει την ταυτότητά τους αλλού: Στην ενημέρωση, την έρευνα, στο ντοκιμαντέρ.
Ο ΣΚΑΪ ανήκε ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία.
Ο Γιάννης Αλαφούζος δεν έκρυψε ποτέ τη δυσαρέσκειά του για αυτή την ανισορροπία. Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, σε επαφές με κυβερνητικά στελέχη, αλλά και δημόσια, επαναλάμβανε ότι το σύστημα επιδοτούσε κατ’ ουσίαν τους ίδιους παίκτες, τους ίδιους ομίλους, τις ίδιες παραγωγικές λογικές. Κυριακού, Μαρινάκης, Βαρδινογιάννης έπαιρναν χρήμα για τη μυθοπλασία τους – και το έπαιρναν νόμιμα. Ο ΣΚΑΪ, όμως, που είχε επενδύσει συστηματικά σε ντοκιμαντέρ, σε ιστορικές σειρές, σε έρευνα, έμενε εκτός κάδρου.
Αυτό το παράπονο δεν ήταν συναισθηματικό. Ήταν στρατηγικό. Ο Αλαφούζος θεωρούσε ότι το κράτος, άθελά του ή όχι, διαμόρφωνε τον τηλεοπτικό χάρτη χρηματοδοτώντας συγκεκριμένο είδος περιεχομένου και αφήνοντας άλλα είδη χωρίς στήριξη. Και κυρίως, ότι δημιουργούσε μια αγορά δύο ταχυτήτων: Από τη μια τα λουσάτα σίριαλ, από την άλλη τα λιγότερο δημοφιλή αλλά σαφέστατα πιο χρήσιμα και υψηλού κύρους ντοκιμαντέρ που έπρεπε να γίνονται σχεδόν με ιδιωτική αυτοχρηματοδότηση.
Αυτή η πίεση απέδωσε. Σταδιακά, και μέσα από νομοθετικές παρεμβάσεις, η «βεντάλια» των επιλέξιμων οπτικοακουστικών προϊόντων άνοιξε. Το cash rebate δεν αφορούσε πια αποκλειστικά τη Μυθοπλασία. Άρχισε να περιλαμβάνει και τεκμηριωτικά έργα, σειρές ιστορικού περιεχομένου, δημοσιογραφικά ντοκιμαντέρ. Για πρώτη φορά, ο ΣΚΑΪ έβλεπε μπροστά του έναν θεσμικό δρόμο που δεν ήταν αδιέξοδο.
Η υπόθεση Γαβρά ως προηγούμενο – και ως μήνυμα
Το 2019, το τότε ΕΚΟΜΕ εγκρίνει την υπαγωγή της ταινίας του σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά για τη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με την τρόικα. Το ποσό της επιστροφής –περίπου 630.000 ευρώ– γίνεται αμέσως πολιτικό ζήτημα. Οι άσπονδοι εχθροί του ΣΥΡΙΖΑ και των νέων κλάδων που φύονταν με τη διάσπαση, μιλούν για κρατική χρηματοδότηση πολιτικού αφηγήματος και για washing του πρώην υπουργού Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη η επανεκκίνηση του οποίου (Μέρα25) συνέπεσε σχεδόν με το λανσάρισμα της ταινίας. Ο τότε πρόεδρος του ΕΚΟΜΕ, Πάνος Κουάνης δέχθηκε τα πυρά και απάντησε τότε ότι το ΕΚΟΜΕ δεν χρηματοδοτεί ιδέες, αλλά δαπάνες.

Η φράση που ειπώθηκε τότε –«δεν εγκρίνουμε περιεχόμενο, εγκρίνουμε επενδυτικά σχέδια»– χαράχτηκε βαθιά στον θεσμικό λόγο. Για τον ΣΚΑΪ και τον Αλαφούζο, εκείνη η υπόθεση λειτούργησε ως προηγούμενο: Αν το κράτος μπορεί να χρηματοδοτεί μια ταινία που αγγίζει τον πυρήνα της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας, τότε μπορεί –και οφείλει– να χρηματοδοτεί και ιστορικά ντοκιμαντέρ για άλλα, εξίσου δύσκολα θέματα.
Οι αιτήσεις του ΣΚΑΪ – όχι μια, αλλά ένα πακέτο
Όταν, τον Σεπτέμβριο, ο ΣΚΑΪ καταθέτει αιτήσεις στο πλέον συγχωνευμένο ΕΚΚΟΜΕΔ (μετά τη συνένωση ΕΚΟΜΕ και Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου), δεν το κάνει αποσπασματικά. Καταθέτει ένα πακέτο αιτήσεων, αξιοποιώντας ακριβώς τη διεύρυνση του θεσμικού πλαισίου για την οποία είχε πιέσει τα προηγούμενα χρόνια.
Στο πακέτο αυτό περιλαμβάνονται:
– η σειρά ντοκιμαντέρ του Αλέξη Παπαχελά για τη «17 Νοέμβρη»
– το ντοκιμαντέρ «Η Μεγάλη Μπλόφα», βασισμένο στο βιβλίο της Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτώριας Δενδρινού για το παρασκήνιο του 2015 και το δημοψήφισμα του Αλέξη Τσίπρα
– αλλά και αιτήσεις για άλλα 4 τηλεοπτικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων ενημερωτικές και σατιρικές εκπομπές.
Ένα το κρατούμενο λοιπόν: Ο ΣΚΑΪ δεν «απευθύνθηκε» στο ΕΚΚΟΜΕΔ μόνο για το ντοκιμαντέρ για τη 17Ν. Πήγε συνολικά.
Η ανεξάρτητη τριμελής επιτροπή αξιολόγησης, συναπαρτιζόμενη από διάφορα στελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα εξετάζει τους φακέλους με τα προβλεπόμενα κριτήρια. Οικονομικά στοιχεία, επιλέξιμες δαπάνες, ελληνικό αποτύπωμα. Για τα δύο ντοκιμαντέρ εγκρίνεται υπαγωγή ύψους 140.000 ευρώ το καθένα, ποσό που αντιστοιχεί στο 40% των επιλέξιμων δαπανών.
Η διαδικασία είναι απολύτως τυπική. Δεν υπάρχει πολιτική κρίση. Δεν υπάρχει συζήτηση περιεχομένου. Η έγκριση περνά σχεδόν απαρατήρητη.
Και τότε, κάτι διαρρέει.
Η πληροφορία που αλλάζει τα πάντα
Η πληροφορία ότι στο ντοκιμαντέρ της «17 Νοέμβρη» υπάρχει συνέντευξη του Δημήτρη Κουφοντίνα δεν προκύπτει μέσα από επίσημη ανακοίνωση. Κυκλοφορεί. Φτάνει στους συγγενείς των θυμάτων. Και εκεί, για πρώτη φορά, η υπόθεση παύει να είναι απλώς διοικητική.
Από εδώ και πέρα, η ιστορία αλλάζει ταχύτητα, αλλά και βάρος. Δεν αφορά πια μόνο χρήμα και διαδικασίες. Αφορά μνήμη, τραύμα και δημόσιο λόγο.
Ο Αλέξης Παπαχελάς, το ντοκιμαντέρ και η στιγμή που η Ιστορία έγινε προσωπική υπόθεση
Ο Αλέξης Παπαχελάς δεν μπήκε σε αυτή την ιστορία ως «σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ». Μπήκε ως δημοσιογράφος με βαρύ παρελθόν στο συγκεκριμένο πεδίο. Για όσους τον παρακολουθούν εδώ και δεκαετίες, το θέμα της τρομοκρατίας δεν είναι απλώς ένα ακόμη αντικείμενο έρευνας στο βιογραφικό του. Είναι κομμάτι της επαγγελματικής του διαδρομής και, σε αρκετές στιγμές, κομμάτι της προσωπικής του εμπειρίας.

Ήταν από τους πρώτους δημοσιογράφους που, σε μια εποχή που η τρομοκρατία περιβαλλόταν ακόμη από ένα ιδιότυπο πέπλο ανοχής και σιωπής, έδωσαν δημόσιο βήμα στους συγγενείς των θυμάτων. Το έκανε όταν αυτό είχε κόστος. Όταν η κοινωνία δεν είχε ακόμη συμφωνήσει ότι τα θύματα έπρεπε να μιλήσουν. Όταν η λέξη «17 Νοέμβρη» προκαλούσε φόβο, αμηχανία ή και ιδεολογικές υπεκφυγές.
Αυτό το παρελθόν επικαλέστηκε ο ίδιος όταν ξέσπασε η σύγκρουση. Όχι ως ασπίδα, αλλά ως στοιχείο ταυτότητας. «Έχω δώσει αυτές τις μάχες», είπε. Και για όσους γνωρίζουν, δεν ήταν υπερβολή.
Το ντοκιμαντέρ: φιλοδοξία και δομή
Το «17 Νοέμβρη – Άνοδος και Πτώση» σχεδιάστηκε ως μια σειρά έξι επεισοδίων. Όχι ως μονοθεματική αφήγηση, αλλά ως χρονική διαδρομή. Από τη μεταπολίτευση και το πολιτικό κλίμα της εποχής, στην ένοπλη δράση, στις δολοφονίες, στις αποτυχημένες έρευνες, στην εξάρθρωση της οργάνωσης, και τέλος στο κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα που άφησε πίσω της.
Η φιλοδοξία του έργου ήταν να συγκεντρώσει όλες τις πλευρές: πολιτικούς που έζησαν την περίοδο, αξιωματικούς της Αντιτρομοκρατικής, δημοσιογράφους που κάλυψαν τα γεγονότα, συγγενείς θυμάτων – και, σε αυτό το σημείο, μέλη της ίδιας της οργάνωσης. Όχι για να τους δικαιώσει, αλλά για να καταγραφεί ο λόγος τους μέσα σε ένα ελεγχόμενο, ιστορικό πλαίσιο.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε και η απόφαση να καταγραφεί συνέντευξη του Δημήτρη Κουφοντίνα. Όχι ως τηλεοπτικό γεγονός, όχι ως «επιστροφή», αλλά ως κομμάτι ενός ιστορικού αρχείου. Για τον Παπαχελά, αυτό δεν ήταν εκτροπή από τη δημοσιογραφική δεοντολογία, αλλά εφαρμογή της διεθνούς πρακτικής, όπως κάνουν μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα όπως το BBC ή το CNN. Το επανέλαβε δημόσια: Στα ιστορικά ντοκιμαντέρ, μιλούν και οι εγκληματίες. Όχι για να εξαγνιστούν, αλλά για να καταγραφούν.
Η στιγμή της αποκάλυψης
Οι σύλλογοι «Θάνος Αξαρλιάν» και «Ως Εδώ» κινήθηκαν θεσμικά. Απευθύνθηκαν γραπτώς τόσο στο ΕΚΚΟΜΕΔ όσο και στον Αλέξη Παπαχελά, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, εκφράζοντας την έντονη αντίθεσή τους στο ενδεχόμενο να δοθεί δημόσιο βήμα στους τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη.
Στην ανακοίνωσή τους, που ακολούθησε, ξεκαθάρισαν κάτι κρίσιμο: Δεν αμφισβητούν τη δημοσιογραφική έρευνα. Δεν ζητούν να απαγορευτεί το ντοκιμαντέρ. Αυτό που καταθέτουν είναι ότι δεν μπορούν να αποδεχτούν την κρατική χρηματοδότηση της δημόσιας παρουσίας ενός ανθρώπου που, όπως επισημαίνουν, δηλώνει μέχρι σήμερα αμετανόητος και συνεχίζει να δικαιολογεί τις δολοφονίες.
Η διατύπωση είναι βαριά αλλά προσεκτική. Μιλούν για ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Μιλούν για εξίσωση θυτών και θυμάτων. Μιλούν για το αδιανόητο ενδεχόμενο να «ξαναμιλήσει» ο δολοφόνος, αυτή τη φορά με χρήματα του κράτους.
Η απόσυρση: το σημείο χωρίς επιστροφή
Η κρίσιμη κίνηση δεν ήταν η διαμαρτυρία. Ήταν η απόσυρση.
Οι σύλλογοι ανακοίνωσαν ότι αποσύρουν κάθε συμμετοχή τους στο ντοκιμαντέρ. Νέες συνεντεύξεις. Παλαιότερες μαρτυρίες. Αρχειακό υλικό. Όλα. Και το έκαναν εμφατικά, δηλώνοντας ότι δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν σε «έναν άτυπο διάλογο εξίσωσης θυτών και θυμάτων».
Από εκείνη τη στιγμή, το έργο που είχε εγκριθεί από την τριμελή επιτροπή δεν ήταν πια το ίδιο έργο. Όχι ως προς την πρόθεση του δημιουργού, αλλά ως προς τη σύνθεσή του. Ένα ντοκιμαντέρ για τη 17 Νοέμβρη χωρίς τις φωνές των συγγενών, αλλά με τη φωνή ενός εκ των δραστών, αποκτούσε άλλη βαρύτητα, άλλο ισοζύγιο.
Αυτό το στοιχείο είναι καθοριστικό για να κατανοηθεί τι ακολούθησε.
Η δημόσια τοποθέτηση Παπαχελά
Όταν το θέμα βγήκε στο φως, ο Αλέξης Παπαχελάς μίλησε δημόσια από το δελτίο του ΣΚΑΪ. Δεν απέφυγε το βάρος. Δήλωσε ότι κατανοεί πλήρως τον πόνο και την ευαισθησία των συγγενών. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στη μητέρα του Θάνου Αξαρλιάν, με την οποία, όπως είπε, έχει βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο.
Υπενθύμισε ότι υπήρξε από τους πρώτους δημοσιογράφους που έσπασαν τη σιωπή γύρω από τα θύματα, όταν αυτό είχε κόστος. «Έχουμε δώσει τις μάχες μας», είπε, επιχειρώντας να καταστήσει σαφές ότι δεν βρίσκεται απέναντι από τα θύματα.
Ταυτόχρονα, όμως, υπερασπίστηκε με επιμονή τη λογική του ντοκιμαντέρ. Επανέλαβε ότι σε κάθε ιστορική έρευνα, είτε γίνεται από το BBC είτε από το CNN είτε από ελληνικό μέσο, καταγράφονται όλοι οι πρωταγωνιστές. Δήλωσε ότι από την πρώτη στιγμή ήταν ξεκάθαρο πως θα υπάρξουν συνεντεύξεις και με τρομοκράτες. Και χαρακτήρισε ανεξήγητο το ενδεχόμενο να αναστέλλεται χρηματοδότηση με βάση εκτιμήσεις για το περιεχόμενο.
Στο τέλος, άφησε ανοιχτή μια πόρτα: ζήτησε διάλογο με τους συγγενείς, μακριά από κάμερες, μακριά από την τοξικότητα των κοινωνικών δικτύων.
Η σκληρή απόφαση του ΕΚΚΟΜΕΔ, η λάβρα επιστολή Αλαφούζου, η ηχηρή απουσία της Κοσιώνη, η θεσμική σιωπή της Μενδώνη και το ανοιχτό τέλος
Όταν η υπόθεση περνά στο ΕΚΚΟΜΕΔ, παύει οριστικά να είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο έναν τηλεοπτικό σταθμό και έναν δημιουργό. Από εκείνο το σημείο και μετά, κάθε κίνηση αποκτά διοικητικό βάρος και πολιτική σκιά. Όχι επειδή κάποιος το επιδιώκει, αλλά επειδή αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν το κράτος καλείται να βάλει –ή να μη βάλει– την υπογραφή του.
Μετά τις επιστολές και τις δημόσιες παρεμβάσεις των συγγενών των θυμάτων, το ΕΚΚΟΜΕΔ βρίσκεται μπροστά σε ένα δεδομένο που δεν υπήρχε τη στιγμή της αρχικής έγκρισης: οι βασικές μαρτυρίες των θυμάτων αποσύρονται, ενώ παραμένει η συμμετοχή ενός καταδικασμένου τρομοκράτη. Το έργο, διοικητικά, δεν είναι πια το ίδιο με εκείνο που είχε εγκριθεί.
Ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΚΚΟΜΕΔ, Λεωνίδας Χριστόπουλος, δεν προχωρά σε ακύρωση. Υπογράφει προσωρινή παύση της υπαγωγής και αναθέτει την υπόθεση σε νέα επιτροπή. Η λέξη έχει σημασία: παύση, όχι απόσυρση. Η διαδικασία επανεξέτασης ενεργοποιείται βάσει των κανόνων του Συντάγματος περί ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των γενικών αρχών της διοικητικής λειτουργίας αλλά και του Κανονισμού Λειτουργίας του ΕΚΚΟΜΕΔ.
Σε αυτό το σημείο, το ΕΚΚΟΜΕΔ δεν αξιολογεί περιεχόμενο. Εξετάζει αν μπορεί να συνεχίσει να χρηματοδοτεί υπό τις νέες συνθήκες. Η υπόθεση δεν τελειώνει. Μπαίνει σε αναμονή.
Η Λίνα Μενδώνη, ως πολιτική προϊσταμένη του φορέα, που υπάγεται στο Υπ. Πολιτισμού είναι ενήμερη για τη διαδικασία. Δεν υπάρχει δημόσια παρέμβασή της. Δεν υπάρχει δήλωση. Το ΕΚΚΟΜΕΔ λειτουργεί εντός του θεσμικού πλαισίου που εποπτεύεται από το υπουργείο Πολιτισμού, χωρίς πολιτική οδηγία που να έχει καταγραφεί δημοσίως.
Η απόφαση της παύσης, ωστόσο, πυροδοτεί άμεση αντίδραση από τον Γιάννη Αλαφούζο.
Η επιστολή του προς τη διοίκηση του ΕΚΚΟΜΕΔ δεν είναι απλή καταγραφή διαφωνίας. Είναι κείμενο σύγκρουσης. Ο Αλαφούζος επισημαίνει ότι η αρχική έγκριση είχε δοθεί με πλήρη γνώση του περιεχομένου και των συνεντεύξεων. Θέτει ευθέως το ερώτημα πώς είναι δυνατόν ένα έργο να εγκρίνεται και στη συνέχεια να παγώνει για τον ίδιο λόγο. Κάνει λόγο για προσβλητική συμπεριφορά απέναντι στον σταθμό και στον δημιουργό, ενώ χρησιμοποιεί τον όρο «προληπτική λογοκρισία» για να περιγράψει την παύση.
Στην ίδια επιστολή, ο Αλαφούζος υπερασπίζεται προσωπικά τον Αλέξη Παπαχελά, υπενθυμίζοντας τη διαδρομή του στη δημοσιογραφική κάλυψη της τρομοκρατίας και τη στάση του υπέρ των θυμάτων. Και εκεί ακριβώς τραβά τη γραμμή: δηλώνει ότι ο ΣΚΑΪ αποσύρει το αίτημα χρηματοδότησης όχι μόνο για το ντοκιμαντέρ της «17 Νοέμβρη», αλλά και για το δεύτερο έργο, τη «Μεγάλη Μπλόφα», βασισμένη στο βιβλίο της Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτώριας Δενδρινού.
Η επιλογή αυτή δεν αφορά το συγκεκριμένο έργο. Η «Μεγάλη Μπλόφα» δεν είχε προκαλέσει καμία αντίδραση, ούτε συνδέεται με το ζήτημα της τρομοκρατίας. Η απόσυρσή της λειτουργεί ως πολιτικό μήνυμα: ο ΣΚΑΪ δεν διαχωρίζει τις υποθέσεις, αλλά αντιμετωπίζει τη στάση του ΕΚΚΟΜΕΔ συνολικά. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι άλλες αιτήσεις του σταθμού παραμένουν τυπικά ανοιχτές καθώς δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής (έως την Παρασκευή 19/12 το μεσημέρι) κάποια αίτηση απόσυρσης των αιτήσεων.
Όταν η Σία Κοσιώνη έλαμψε δια της απουσίας της
Την ίδια στιγμή, το θέμα περνά αναπόφευκτα και μέσα από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ. Την ημέρα που η σύγκρουση κορυφώνεται (Δευτέρα 15/12), η Σία Κοσιώνη δεν παρουσιάζει το δελτίο και αναλαμβάνει η Χριστίνα Βίδου. Δεν εκδίδεται ανακοίνωση. Η απουσία της καταγράφεται ως γεγονός, λόγω της συγγενικής της σχέσης με την οικογένεια Μπακογιάννη καθώς είναι νύφη του δολοφονηθέντος δημοσιογράφου και συγγραφέα Παύλου Μπακογιάννη από τη «17 Νοέμβρη». Και ο Μπακογιάννης (Κωστής) μαζί με την αδελφή του Αλεξία είναι ενεργά μέλη των Συλλόγων των Συγγενών Θυμάτων της 17Ν.
Την επόμενη ημέρα, η Κοσιώνη επιστρέφει στο δελτίο και παίρνει συνέντευξη από τον Αλέξη Παπαχελά. Η κίνηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής κάλυψης του θέματος, χωρίς να υπάρξει δημόσια εξήγηση για την προηγούμενη απουσία. Το γεγονός, ωστόσο, προστίθεται στη συνολική εικόνα μιας υπόθεσης που έχει πλέον περάσει από το διοικητικό στο ανθρώπινο και από το ανθρώπινο στο πολιτικό επίπεδο.

Παράλληλα, επαγγελματικοί φορείς παρεμβαίνουν. O Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικών Εργων (Σ.Α.Π.Ο.Ε), σε ανακοίνωση που εξέδωσε εκφράζει την έκπληξή του, την αγανάκτησή του και την ανησυχία του για το μέλλον αναφορικά με λογοκριτικές πρακτικές του Ε.Κ.Κ.Ο.ΜΕ.Δ. Α.Ε. σε βάρος της ανεξάρτητης έρευνας και της δημιουργίας ταινιών τεκμηρίωσης στη Χώρα. «Η απόφαση αυτή παραβιάζει το Σύνταγμα, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθότι συνιστά λογοκριτική ενέργεια που δεν μπορεί να έχει έρεισμα σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου. Επιπλέον η απόφαση παραβιάζει το ίδιο το νομικό καθεστώς για το cash rebate, το οποίο θεσπίζει ο νόμος 5105/2024 και το οποίο εμπεριέχει ρητές διατάξεις για τα έργα που δεν μπορούν να ενταχθούν από την φύση τους».
Παρόμοια θέση παίρνει η Ένωση Ελληνικού Ντοκιμαντέρ και η Ένωση Παραγωγών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης. Από την άλλη πλευρά, οι σύλλογοι των συγγενών επαναλαμβάνουν ότι η ανάκληση χρηματοδότησης δεν συνιστά λογοκρισία, αλλά άρνηση κρατικής νομιμοποίησης.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης δηλώνει ότι δεν τίθεται θέμα απαγόρευσης του έργου, αλλά απόφασης χρηματοδότησης, η οποία επανεξετάστηκε μετά την επιστολή των συγγενών των θυμάτων.
Σήμερα τα δεδομένα έχουν ως εξής: Tο ντοκιμαντέρ δεν έχει απαγορευτεί.
-Η χρηματοδότηση δεν έχει τελεσιδικήσει.
-Η διαδικασία στο ΕΚΚΟΜΕΔ παραμένει ανοιχτή.
-Οι συγγενείς έχουν αποσύρει τις μαρτυρίες τους αλλά δεν είναι σίγουρο αν θα συνεχίσει να τους ενοχλεί αν θα βρίσκονται στο ίδιο αφήγημα με τον Κουφοντίνα ή αν θα χρηματοδοτηθεί ένα ντοκιμαντέρ με χρήματα των Ελλήνων (ενώ δίνεται φωνή στον τρομοκράτη και εκτελεστή των συγγενών τους).
Ο ΣΚΑΪ έχει δηλώσει ότι μπορεί να χρηματοδοτήσει μόνος του το έργο. Και καλά θα κάνει, άλλωστε υπάρχει μερίδα ανθρώπων που υποστηρίζουν: Γιατί να πληρώνουν οι Έλληνες φορολογούμενοι για σήριαλ όπως το «Σόι σου», ή το «maestro» ή το «Άγιος έρωτας» ή για ντοκιμαντέρ για τη 17Ν; Σεβαστές όλες οι απόψεις.
Η υπόθεση παραμένει σε εξέλιξη, με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να έχουν καταθέσει δημόσια τη θέση τους και το τελικό διοικητικό αποτέλεσμα να μην έχει ακόμη κριθεί.
Ό,τι άλλο έχει γραφτεί είναι απλώς μια μόνο πλευρά της ιστορίας. Που ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη…
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Πέγκυ Κλιάφα: Επιδιώκω ανανοηματοδότηση της πραγματικότητας
- Οι μεγάλοι «παίκτες» της αγοράς στη μάχη των οδικών έργων – Ποιοι διεκδικούν συμβάσεις άνω του 1 δισ. ευρώ
- Fast Food: Ένα νέο «Ελντοράντο» για επενδύσεις στην εγχώρια αγορά εστίασης
- BofA και Morgan Stanley «βλέπουν» Ελλάδα και ελληνικές μετοχές στο επίκεντρο για το 2026