• LIFE&STYLE

    Χαρίλαος Τρικούπης: ένας πολιτικός σαν ήρωας μυθιστορήματος και μια διαφορετική ιστορία αγάπης…


    Ακίνητη, κυκλωτική, επικίνδυνη, η λιμνοθάλασσα αγκαλιάζει το Μεσολόγγι με μια στάθμη νερών, πιο ψηλή, πιο περήφανη, έτοιμη να το πνίξει. Μέσα στο τοίχος του φρουρίου, η πόλη, κρατά το νεοκλασικό της χαρακτήρα, με μικρά λιθόστρωτα δρομάκια, να οδηγούν κάποια στιγμή στην παραλία και στο αρχοντικό σπίτι των Τρικούπηδων.
    Ο χρόνος αυτοκαταργείται στη μεγάλη καγκελόπορτα του σπιτιού και όλα είναι  19ος  αιώνας. Ξανά. Ένα κράτος γεννιέται. Κόσμοι συναντιούνται, συντίθεται το μέλλον, αυτοκτονούν αυτοκρατορίες.
    Ο Χαρίλαος Τρικούπης είναι ο απόλυτος άνθρωπος της εποχής του. Ένας κοσμοπολίτης, ευρωπαϊκής παιδείας, ευπατρίδης, ευγενικών προθέσεων, οραματιστής, που ζει ανάμεσα σ’ ανθρώπους, οι οποίοι ακόμα φορούν φουστανέλες και τσαρούχια…

    Μεσολόγγι – Λονδίνο – Αθήνα, πάντα χορεύοντας!

    Είναι γιος του Σπυρίδωνος Τρικούπη, του πρώτου πρωθυπουργού της ολοκαίνουργιας –του κουτιού- χώρας και αρχηγού του Αγγλικού κόμματος. Μητέρα του ήταν η Αικατερίνη Μαυροκορδάτου, αδελφή του λόγιου Αλέξανδρου, το γένος Καρατζά, απ’ την ιστορική οικογένεια του Βυζαντίου, την ταγμένη στο να διατρανώνει την αίγλη της αυτοκρατορίας, στην Μολδοβλαχία.
    Ο Χαρίλαος Τρικούπης θα φέρει ύστερα από πολλούς τσακωμούς τον σιδηρόδρομο στην Ελλάδα, θα επιτύχει το τεράστιο έργο της διάνοιξης του Ισθμού της Κορίνθου, πράξεις που οι σύγχρονοι του θεωρούσαν ολέθριες για το έθνος! Τα έργα υποδομής, ανάμεσα σε άλλες πολιτικές μεταρρυθμίσεις που έκανε, έδωσαν την δυνατότητα στην Ελλάδα να φιλοξενήσει τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες.
    Εκσυγχρονιστής λοιπόν, ο πολιτικός Τρικούπης, αλλά και σαν μυθιστορηματικός ήρωας, όπως σκιαγραφήθηκε στο βιογραφικό βιβλίο της Λύντια Τρίχα. Μεγαλώνει στην Αγγλία, όπου ο πατέρας του υπηρετεί ως πρέσβης της Ελλάδας. Σπουδάζει Νομική στην Αθήνα, αλλά κάνει μεταπτυχιακά στο Παρίσι, πάνω στην προίκα, θεσμό που φυσικά θεωρεί αναχρονιστικό. Πίσω στο Λονδίνο αφήνεται σε μια κοσμοπολίτικη ζωή, εντελώς βρετανικού ύφους.
    Πίνει τσάι, ντύνεται υπέρκομψα τηρώντας κάθε κανόνα του στιλ, δεν πίνει και δεν καπνίζει, πιστεύοντας πως το κάπνισμα και η καλλιέργεια καπνού, παρ’ ότι βοηθούν την οικονομία δεν είναι καθόλου καλά για την υγεία των Ελλήνων.
    Είναι πνευματώδης συζήτησης και ενημερώνεται για όλα τα θέματα της επικαιρότητας. Μπορεί να μιλήσει για γυναικεία μόδα αλλά και για τα εγγλέζικα αθλήματα όπως το κρίκετ. Ήταν μάλιστα ιδρυτικό στέλεχος στο ελιτίστικου St. Jaims Club. Θαυμάζει τον Δαρβίνο τις θεωρίες του  οποίου υποστηρίζει θερμά στα κοσμικά σαλόνια που συχνάζει, αλλά έχει άποψη και για τον «καταραμένο» της εποχής Εμιλ Ζολά.
    Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε αίθουσες χορού, κάτω από φωτεινούς πολυελαίους, όπου υπέρκομψες Αγγλίδες, ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας, συνωστίζονται γύρω από τον καλύτερο χορευτή, που στροβιλίζεται αρμονικότητα κρατώντας τες ανάλαφρα απ’ την μέση. Θροΐσματα μεταξιού, μεγάλες ορχήστρες, έξωμες καλλονές, αριστοκρατία και ο Χαρίλαος Τρικούπης να χορεύει και να ξεχνιέται πάντα στο κέντρο της σάλας.
    Η φήμη του Χαρίλαου Τρικούπη ως εξαισίου χορευτή τον ακολουθούσε παντού. Και στην Ελλάδα. Μόνο που εδώ ήταν ο «Άγγλος», ειρωνικά ο «μυλόρδος» και εκεί ο «Έλληνας». Όμως και στην Αθήνα, δεν χάνει χορό για χορό, πάντα μα πάντα πολιορκημένος από κυρίες. Λέγεται πως μόνο σε έναν χορό δεν παραβρέθηκε, κάποιον του Ανδρέα Συγγρού, θέλοντας να τονίσει την δυσαρέσκεια του που δεν είχε ταχθεί μαζί του στη Βουλή Των Ελλήνων. Δεν κοιμόταν σχεδόν ποτέ. Από παιδί διάβαζε τις νύχτες και έσβηνε την λάμπα μόλις άκουγε τα βήματα των γονιών. Το ίδιο συνέχισε να κάνει και μεγάλος. Λειτουργούσε, ξενυχτώντας. Αυτός ο αγαπημένος των κυρίων, κάποτε, ερωτεύτηκε…

    Ο μεγάλος καταδικασμένος έρωτας με παντρεμένη βαρόνη …

    …Ήταν ένας έρωτας απαγορευμένος, παθιασμένος, απ’ αυτούς μιας άλλης εποχής, που έχουν χρώμα σέπια και μυρίζουν ελαφρά λεβάντα και φρεσκοπλυμένο βαμβακερό ύφασμα.
    Είναι πια 50 χρονών και πρωθυπουργός επί δεκαετίες της χώρας. Εκείνη είναι μόλις 25. Μια ξανθιά, λεπτή αλλά πανύψηλη καλλονή, με μάτια στο χρώμα παγωμένων θαλασσών που μαγεύουν τον πρωθυπουργό. Ο έρωτας είναι καταδικασμένος. Η βαρόνη φον Τράουντεμπεργκ είναι παντρεμένη! Είναι παντρεμένη με τον πρέσβη της Αυστρίας στην Ελλάδα, ένα πρόσωπο ιδιαίτερα σημαντικό για τις πολιτικές ισορροπίες της εποχής.
    Η σχέση αυτή, στις σκιές, στο περιθώριο της ιστορίας, θα κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής του Τρικούπη. Ο Σουρής, πάντα καυστικός και στο στόχαστρο όσων ψάχνουν τα όρια της σάτιρας –διότι από τότε υπήρχαν!- σημειώνει στην εφημερίδα του «Ο Ρωμιός», πως «επιθυμώ να δω και τον Τρικούπη που του χει γίνει ο έρωτας κουνούπι».
    Ο Τρικούπης ήταν τόσο συνεπαρμένος από την βαρόνη που ενώ ο σύζυγος της είχε μετατεθεί σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, την καλεί τα καλοκαίρια στην Ελλάδα διαθέτοντας της ένα μικρό στρατιωτικό πλοιάριο, ώστε να κάνει κρουαζιέρες στα ελληνικά νησιά. Σκάνδαλο;

    Ο έρωτας της αδελφής του με τον μεγάλο του αντίπαλο, Δεληγιάννη

    Μα όσο υπάρχουν άνθρωποι, φυσικά υπάρχουν σκάνδαλα, μόνο που τότε οι άνθρωποι χαμήλωναν τη φωνή για να τα συζητήσουν και δεν τα βροντοφώναζαν. Έτσι ψιθυριστά στην αριστοκρατική Αθήνα συζητούσαν και για τη φημολογούμενη σχέση της αδελφής του Τρικούπη, Σοφίας με τον ορκισμένο, παθιασμένο αντίπαλο του τον Θόδωρο Δεληγιάννη.
    Ο Χαρίλαος Τρικούπης ζούσε πάντα με την αδελφή του, τη Σοφία. Μια αυστηρή, πολύ προσκολλημένη στις αξίες της και στην ηθική της εποχής, γυναίκα. Όταν η Σοφία ήταν κοπελίτσα ο Δεληγιάννης ήταν επιστήθιος φίλος με τον αδελφό της. Λέγεται πως υπήρξε κάποιο αίσθημα ανάμεσα στην Σοφία και τον Δεληγιάννη και πως αυτό δεν έβρισκε σύμφωνο τον Χαρίλαο Τρικούπη. Η Σοφία έμεινε ανύπαντρη, πάντα αφανής πίσω απ’ την σκιά του μεγάλου αδελφού, κρατώντας το σπίτι τους στην οδό Ακαδημίας τους χειμώνες, το εξοχικό τους στην Αίγινα και το πατρικό τους στο Μεσολόγγι.
    Ο Δεληγιάννης γίνεται όχι μονό πολιτικός αντίπαλος, αλλά ορκισμένος εχθρός. Είναι «λαϊκιστής», επιθυμεί να διατηρούν τα πράγματα ως έχουν, εκπροσωπεί τα «παλιά τζάκια» και θεωρεί τον Τρικούπη εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Ο Τρικούπης πάλι εκλέγεται επτά φόρες πρωθυπουργός και αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο σημαντικούς ηγέτες της μεταπολεμικής Ελλάδας.
    Παρότι είχε εκπαιδευτεί πολύ στο αγγλικό ύφος και στις βρετανικές συμπεριφορές δείχνοντας πάντα αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία, γελούσε τόσο δυνατά και το ευχαριστιόταν. Δεν του άρεσαν οι σωματικοί εναγκαλισμοί και οι χειραψίες. Όταν ήταν αναγκασμένος να χαιρετίσει κάποιον σηκωνόταν πάντα όρθιος και έσφιγγε πολύ δυνατά το χέρι του αλλού. 
    Υπήρξε καθοριστικός για την μετάβαση της χώρας στον 20ο  αιώνα. Ένας ευγενής, ρομαντικός οραματιστής, που ζούσε στην εποχή του, αλλά κοίταζε στο μέλλον. Είχε μάλιστα σκεφτεί ακόμη και την ζεύξη των όχθεων του Ρίου και του Αντιρρίου, που χρειάστηκε ένα ολόκληρο αιώνα για πραγματοποιηθεί, να γίνει η γέφυρα και να πάρει τελικά το όνομα του. Τα κακά οικονομικά της χώρας και ο συντηρητισμός της εποχής έβαλαν τροχοπέδη σε πολλά εκσυγχρονιστικά σχέδια του.

    Ο Δεληγιάννης αρνείται τιμή στον νεκρό Τρικούπη

    Στις εκλογές της 16ης Απριλίου του 1895 το κόμμα του παθαίνει –για τα κακά οικονομικά της χώρας- πανωλεθρία, ενώ ο ίδιος αποτυγχάνει να βγει βουλευτής στην πατρίδα του Αιτωλοκαρνανία, για τέσσερις μόλις ψήφους! Εκλέγεται ο μέχρι πριν λίγο ανύπαρκτος στο πολιτικό τοπίο Γουλιμής.
    Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ο πάντα, βρετανικά, ψύχραιμος Τρικούπης λέει την ιστορική πλέον φράση: «Ανθ’ ημών Γουλιμής. Καληνύχτα σας». Περισσότερο πικραμένος από όσο αφήνει να φανεί, αναχωρεί για ένα ταξίδι στην Ευρώπη, συντροφιά πάντα με την νεαρή βαρόνη αλλά και… τον σύζυγο της.
    Θα αποχαιρετίσει την αδελφή του χωρίς να την αγκαλιάσει, με μια όρθια χειραψία, κατά τις συνήθειες του. Σε έναν σταθμό στις Κάννες θα αρρωστήσει βαριά. Θα αφήσει την τελευταία του πνοή, στην αγκαλιά της βαρόνης, στις 17 Μαρτίου του 1896.
    Απελπισμένη, ρημαγμένη, μόνη της πια η Σοφία, πίσω στην Αθήνα, σπεύδει στον παλιό αγαπημένο της, τον Θεόδωρο Δεληγιάννη. Τον παρακαλεί να στείλει ένα πολεμικό σκάφος να παραλάβει την σωρό του αδελφού της, αυτού που υπήρξε για επτά φορές πρωθυπουργός της χώρας. Ο Δεληγιάννης δεν ξεχνά. Δεν συγχωρεί. Δεν δείχνει μεγαλοψυχία. Ούτε ο θάνατος δεν απαλύνει την έχθρα, δεν λειαίνει τις γωνίες του μίσους, δεν γεννά μεγαλοσύνη.
    «Τα πολεμικά πλοία της χώρας δεν προορίζονται για τις μεταφορές νεκρών» απαντά. Ο Ανδρέας Συγγρός και άλλοι φίλοι του Τρικούπη, αναλαμβάνουν τα έξοδα. Ο πρωθυπουργός επιστρέφει για τελευταία φορά στη χώρα του. Νεκρός…

     

    Μια πολυπληθής κηδεία, μια αυστηρή αδελφή και η αγαπημένη που χάθηκε στη σκιά της Ιστορίας

    Περιμένοντάς τον η Σοφία, ανησυχεί για την υστεροφημία του. Ανοίγει την προσωπική του αλληλογραφία. Δεν καταστρέφει τα δεκάδες γράμματα του, μετά από περίπου 17 χρόνια, με την αγαπημένη του βαρόνη. Δεν τολμά. Παίρνει όμως ένα μικρό ψαλίδι και κλείνεται στο γραφείο του αδελφού της.
    Νυχθημερόν, με επιμονή, με προσήλωση, με τελειομανία, κόβει με το ψαλίδι της, κάθε φράση, όποια παράγραφο, οτιδήποτε μπορεί να προδώσει συνθήματα, λεπτομέρειες, αισθήματα, πάθος. Οι επιστολές, γίνονται χαρτιά κολοβωμένα, ανάπηρα λόγια, σημεία στίξης αποδυναμωμένα, νεκρωμένα από καθετί προσωπικό και ανθρώπινο. Κάνει το χρέος στην εποχή, στην ηθική, στις δικές της αξίες.
    Κάπου εκεί, υποσυνείδητα, μέσα στους δαίδαλους της ψυχής, ίσως, ξανά να συναντιέται με τον παλιό αγαπημένο, Δεληγιάννη. Ο,τι επιλέγουν θα ξεχαστεί. Θα ελέγξουν, θα χειριστούν την ιστορία. Θα μείνουν προσκολλημένοι σε ένα καταδικασμένο παρελθόν. Θα εγκλωβιστούν στην προσωπική τους μνήμη. Και θα στερήσουν από έναν άνθρωπο που και οι δυο αγάπησαν, κάτι μεγάλο: την αλήθεια του.
    Στην κηδεία μαζεύονται χιλιάδες κόσμου, τόσοι όσο η Αθήνα πρώτη φορά βλέπει. Η Σοφία έχει ρυθμίσει τις λεπτομέρειες, όλα γίνονται καθώς πρέπει και όπως απαιτεί το πρωτόκολλο. Αλύγιστη, τυλιγμένη στο μαύρο κρεπ, ξέρει πως η οικογένεια της τελειώνει με εκείνη την ταφή. Αναγνωρίζει την μοναξιά, που την περιμένει στο τέλος της μέρας. Δεν δίνει το χέρι της στην βαρόνη Μαρία Φον Τράουντμπεργκ, ποτέ. Ούτε για αντίο, ούτε για συλλυπητήρια.
    Αμέσως μετά, εκείνη θα εξαφανιστεί στην απεραντοσύνη της Ευρώπης και στη σκιά της ιστορίας.
    Η Σοφία μένει για λίγο ακόμα. Συνεχίζει να πηγαίνει στην Αίγινα το καλοκαίρι, στο Μεσολόγγι την άνοιξη. Τα σπίτια γερνάνε μαζί της. Σιγά σιγά ο κόσμος όλος γερνάει μαζί της. Παραμένει θησαυροφύλακας ή απλώς σκευοφύλακας για καθετί που αφορούσε στον αδελφό της, ώσπου μην έχοντας πια κανέναν να προσέχει, πεθαίνει.
    Μπορεί ο άλλος κόσμος να είναι όπως τον περιγράφουν τα βιβλία των θρησκευτικών, αλλά πόσο πιο όμορφη θα ήταν μια εικόνα αιθερικής αντάμωσης ψυχών στην νιότη τους, μέσα σε κατάφωτες αίθουσες χορού, με αναμμένους όλους του κρυστάλλινους πολυελαίους, όπου ένας νεαρός αριστοκράτης δεν σκοτίζεται με πολιτική, έχθρες, αντιπάλους, καταδικασμένους έρωτες, ηθικολογίες, αλλά στροβιλίζεται αιωνίως σε ένα περιπαθές βαλς, κρατώντας στην αγκαλιά του μια βαρόνη, μια Μαρία, την κατάδική του αγαπημένη!

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Ειρήνη Παππά: Η γυναίκα – Ελλάδα



    ΣΧΟΛΙΑ