• ΥΓΕΙΑ

    Έρευνα: Η “φτωχή” διατροφή βλάπτει την ψυχική υγεία

    • NewsRoom


    Τα άτομα που δεν ακολουθούν μια πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία διατροφή είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν ψυχική δυσφορία, σύμφωνα με νέα μελέτη που διεξήχθη στον Καναδά.

    Αναλύοντας στοιχεία 25.834 ανδρών και γυναικών, ηλικίας 45-85 ετών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι δείκτες  ελλιπούς διατροφής που σχετίζονται με την ψυχική δυσφορία περιλάμβαναν τη χαμηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών και τα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης σοκολάτας.

    «Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν με εκείνα άλλων ερευνών που έχουν καταδείξει σχέση μεταξύ της διατροφής χαμηλής ποιότητας και της κατάθλιψης, της διπολικής διαταραχής και της ψυχικής δυσφορίας», αναφέρει η Dr. Karen Davison, μέλος της Σχολής Επιστημών Υγείας στο Πολυτεχνικό Πανεπιστήμιο Kwantlen, στο Σάρρεϋ της Βρετανικής Κολομβίας. «Συλλογικά, δείχνουν ότι η διατροφή μπορεί να αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα όσον αφορά στη φροντίδα της ψυχικής υγείας».

    Δεδομένου ότι η μειωμένη δύναμη λαβής αναγνωρίζεται ως ένας δείκτης κακής διατροφής, οι επιστήμονες διερεύνησαν επίσης τη σχέση της με την ψυχική υγεία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι άντρες με τη χαμηλότερη δύναμη είχαν 57% υψηλότερες πιθανότητες για ψυχική δυσφορία.

    “Αυτό το συμπέρασμα είναι σύμφωνο με προηγούμενες μελέτες που υποδηλώνουν ότι τα ψυχολογικά προβλήματα, όπως η κατάθλιψη, συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο σωματικής αδυναμίας”, τονίζει ο Shen (Lamson) Lin, ένας εκ των συντακτών της μελέτης.

    Άλλοι παράγοντες κινδύνου

    Εκτός από τη διατροφή, άλλοι παράγοντες που συσχετίστηκαν στη μελέτη με την ψυχική δυσφορία περιλαμβάνουν τον χρόνιο πόνο, τα πολλαπλά προβλήματα σωματικής υγείας, τη φτώχεια και τη μετανάστευση.

    Ένας στους πέντε ηλικιωμένους ενήλικες με τρία ή περισσότερα χρόνια προβλήματα υγείας αντιμετώπιζε δυσφορία έναντι του ενός στους 17 που δεν έπασχαν από χρόνιες παθήσεις. Όπως εξηγούν οι ερευνητές, το ένα τρίτο των γυναικών και το ένα τέταρτο των ανδρών που πάσχουν από χρόνιο πόνο διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο.

    Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο επιπολασμός της δυσφορίας ήταν υψηλότερος και μεταξύ των ατόμων χαμηλού οικονομικού επιπέδου. Ειδικότερα, ένας στους τρεις ηλικιωμένους ενήλικες που είχαν εισόδημα νοικοκυριού κάτω των 20.000 δολαρίων ετησίως βρισκόταν σε κίνδυνο.

    Η μελέτη διαπίστωσε, επίσης, ότι οι μετανάστριες που ζουν στον Καναδά για λιγότερο από 20 χρόνια, διέτρεχαν υψηλότερο κίνδυνο από τις γυναίκες που ήταν κάτοικοι της χώρας (21% έναντι 14%).

    Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Journal of Affective Disorders.



    ΣΧΟΛΙΑ