• ΥΓΕΙΑ

    ECDC: Ασυνήθη, αλλά δύσκολα ανιχνεύσιμα τα κρούσματα στα σχολεία – Τι αναφέρει σχετική έκθεση

    • Έφη Τσιβίκα


    Η μετάδοση του νέου κορονοϊού (SARS-CoV-2) από παιδί σε παιδί στα σχολεία και στις δομές φροντίδας είναι ασυνήθιστη και όχι η κύρια αιτία της COVID-19 σε παιδιά, και ιδιαίτερα σε αυτά προσχολικής ηλικίας και Δημοτικού. Εντούτοις, είναι σύνηθες τα παιδιά να μην εμφανίζουν συμπτώματα, καθιστώντας δύσκολη την ανίχνευση των κρουσμάτων σε αυτές τις εγκαταστάσεις.

    Μάλιστα, φαίνεται ότι η μετάδοση μεταξύ των παιδιών στα σχολεία είναι μικρότερη για τον SARS-CoV-2 από ότι για άλλους αναπνευστικούς ιούς, όπως η γρίπη. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία βασίζονται στην ανίχνευση συμπτωματικών περιπτώσεων μόνο και επομένως δεν συμπεριλαμβάνουν τον αριθμό των μολυσμένων, ασυμπτωματικών και δυνητικά μολυσματικών παιδιών.

    Τα διαθέσιμα στοιχεία μέχρι σήμερα δείχνουν ότι τα παιδιά πιθανότατα προσβάλλονται από τον ιό στα σπίτια τους ή μέσω επαφής με μολυσμένα μέλη της οικογένειας, ιδίως σε χώρες όπου έχει εφαρμοστεί το κλείσιμο του σχολείου και η αυστηρή τήρηση φυσικής απόστασης. Εντούτοις, ο ρόλος των παιδιών στη μετάδοση της λοίμωξης παραμένει ασαφής, ειδικά στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

    Τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται σε πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC ), η οποία παρέχει μια επισκόπηση της επιδημιολογίας και των χαρακτηριστικών της νόσου COVID-19 στα παιδιά (0-18 ετών) σε χώρες της ΕΕ / ΕΟΧ και στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) καθώς και μια αξιολόγηση του ρόλου  των δομών παιδικής φροντίδας και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη μετάδοση της COVID-19.

    «Ενώ έχουν τεκμηριωθεί πολύ λίγα κρούσματα COVID-19 στα σχολεία, συμβαίνουν και μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπιστούν, λόγω της σχετικής έλλειψης συμπτωμάτων στα παιδιά», αναφέρει η έκθεση.

    Παράλληλα, τονίζει ότι εάν τα μέτρα φυσικής απόστασης και υγιεινής εφαρμόζονται σωστά, τα σχολεία είναι απίθανο να είναι πιο σημαντικά περιβάλλοντα διάδοσης του ιού από άλλους εργασιακούς ή ψυχαγωγικούς χώρους με παρόμοιες πυκνότητες ανθρώπων.

    Σχετικά με τον αντίκτυπο του κλεισίματος / νέου ανοίγματος των σχολείων στα επίπεδα μετάδοσης του ιού στην κοινότητα, σύμφωνα με την έκθεση, υπάρχουν αντικρουόμενα δημοσιευμένα στοιχεία αν και τα στοιχεία από την ανίχνευση επαφών στα σχολεία και τα δεδομένα παρατήρησης από ορισμένες χώρες της ΕΕ υποδηλώνουν ότι το άνοιγμα των σχολείων δεν έχει συσχετιστεί με σημαντικές αυξήσεις.

    Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν, επίσης, ότι το κλείσιμο των δομών φροντίδας παιδιού και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι απίθανο να είναι ένα αποτελεσματικό ενιαίο μέτρο ελέγχου για την μετάδοση της COVID-19 στην κοινότητα και θα ήταν απίθανο να παρέχει σημαντική πρόσθετη προστασία της υγείας των παιδιών, καθώς τα περισσότερα αναπτύσσουν μία πολύ ήπια μορφή της λοίμωξης, εάν εκδηλώσουν συμπτώματα.

    “Μετά τον χαρακτηρισμό της COVID-19 ως μια “παγκόσμια πανδημία” στις αρχές Μαρτίου, πολλές χώρες της ΕΕ / ΕΟΧ και το Ηνωμένο Βασίλειο άρχισαν να κλείνουν τα σχολεία προκειμένου να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού, παρά τα περιορισμένα στοιχεία σχετικά με το εάν οι χώροι αυτοί διαδραματίζουν ρόλο στη μετάδοση του SARS-CoV-2. Αυτές οι αποφάσεις βασίστηκαν σε ό, τι είναι γνωστό για τον αντίκτυπο της προληπτικής διακοπής των σχολείων στη μετάδοση της πανδημικής γρίπης. Τους τελευταίους μήνες, τα κράτη μέλη έχουν προσαρμόσει τις πολιτικές για τα σχολεία, καθώς η πανδημία έχει προχωρήσει”, αναφέρει το ECDC.

    Ορισμένοι οργανισμοί, όπως ENOC, UNICEF και UNESCO, έχουν εντοπίσει διάφορες αρνητικές επιπτώσεις στην ευημερία, τις ευκαιρίες μάθησης και την ασφάλεια των παιδιών, που προκαλούνται από το κλείσιμο του σχολείου. Αυτές κυμαίνονται από τη διακοπή της μάθησης και την επιδείνωση των ανισοτήτων και των προβλημάτων ψυχικής υγείας έως την αύξηση του κινδύνου ενδοοικογενειακής βίας.

    Σε γενικές γραμμές, τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνονται και από τη Σουηδία, όπου σε αντίθεση με άλλα κράτη-μέλη, οι προσχολικές δομές φροντίδας και τα Δημοτικά (0-15 ετών) παρέμειναν εν λειτουργία, με τις Αρχές της χώρας να συνιστούν άλλα μέτρα -όπως η φυσική απόσταση, η υγιεινή των χεριών και η παραμονή στο σπίτι σε περίπτωση εμφάνισης ήπιων συμπτωμάτων- για τη μείωση του κινδύνου μόλυνσης.

    Σοβαρή COVID-19 στα παιδιά

    Σύμφωνα με το  ECDC  ένα μικρό μόνο ποσοστό (<5%) των συνολικών περιπτώσεων COVID-19 που αναφέρθηκαν στην ΕΕ / ΕΟΧ και το Ηνωμένο Βασίλειο αφορά στα παιδιά (18 ετών και κάτω). Τα παιδιά έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να νοσηλευτούν ή να χάσουν τη ζωή τους, απ’ ό,τι οι ενήλικες, ενώ είναι πιο πιθανό να έχουν ήπια ή ασυμπτωματική λοίμωξη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να μην εντοπιστεί ή να μην διαγνωστεί.

    Όταν είναι συμπτωματικά, μεταδίδουν τον ιό σε παρόμοιες ποσότητες σε ενήλικες και μπορούν να μολύνουν τους άλλους με παρόμοιο τρόπο με τους ενήλικες. Ωστόσο, παραμένει άγνωστο το πόσο μολυσματικά είναι τα ασυμπτωματικά παιδιά.

    Στο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την COVID ‐ 19 (TESSy), το ποσοστό των περιπτώσεων νοσηλείας μεταξύ των παιδιών ήταν χαμηλότερο στις ομάδες 5-11 ετών και 12-18 ετών (3% και 4% αντίστοιχα) και υψηλότερο μεταξύ των παιδιών 0-4 ετών (10%). Μεταξύ των ενηλίκων, το ποσοστό των κρουσμάτων που χρειάστηκαν νοσηλεία αυξήθηκε με την ηλικία και ήταν υψηλότερο μεταξύ των ηλικιών 70-79 και 80-89 ετών (39% και 35% αντίστοιχα). Οι θάνατοι σε περιπτώσεις κάτω των 18 ετών ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστοι (0,03%).

    Σοβαρή ή κρίσιμη ασθένεια έχει αναφερθεί στο 2,5% – 5% των παιδιατρικών περιπτώσεων από την Κίνα και πιο πρόσφατα, σε συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση 4857 και 2855 παιδιών, αντίστοιχα, στο 4% των περιπτώσεων.

    Σε πρόσφατες βιβλιογραφικές κριτικές, τα βρέφη και τα νεογνά περιγράφηκαν ως πιο ευάλωτα σε σοβαρή νόσηση από τον κορονοϊό, σε σχέση με άλλες παιδιατρικές ομάδες , αν και στις περισσότερες περιπτώσεις ένα χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας (0,006%) αναφέρθηκε για αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Όπως και στους ενήλικες, τα προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας έχουν προταθεί ως παράγοντες κινδύνου για σοβαρή λοίμωξη και εισαγωγή σε ΜΕΘ σε παιδιά και εφήβους.

    Αρκετές χώρες που επλήγησαν από την πανδημία COVID-19 ανέφεραν περιπτώσεις παιδιών που νοσηλεύτηκαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας λόγω ενός “σπάνιου παιδιατρικού φλεγμονώδους πολυσυστηματικού συνδόμου”, που χαρακτηρίζεται από συστηματική νόσο, με επίμονο πυρετό, φλεγμονή και δυσλειτουργία οργάνων μετά την έκθεση στο SARS-CoV-2. Παιδιατρικοί ασθενείς έχουν επίσης αναφερθεί με μυοκαρδίτιδα, καθώς και νεφρική δυσλειτουργία.

     

     



    ΣΧΟΛΙΑ