• ESG Today

    ΣΕΒ: Προκλήσεις για την ανταγωνιστικότητα δημιουργεί ο στόχος για κλιματική ουδετερότητα -Προτάσεις για Βιώσιμη Ανάπτυξη

    ΕΛΠΕ

    Ανδρέας Σιάμισιης-Πρόεδρος του Συμβουλίου του ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη


    Ο στόχος για κλιματική ουδετερότητα το 2050 δημιουργεί μεγάλες προκλήσεις για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την ειδική Έκθεση του ΣΕΒ.

    Όπως αναφέρει, η επιχειρηματικότητα στηρίζει τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα. Όμως οι επιλογές που θα ακολουθήσει η Ε.Ε. θα πρέπει να διασφαλίζουν ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων εντός και εκτός Ευρώπης, ενώ ειδική μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί για τις εξαγωγές. Η διαρροή επενδύσεων από την Ε.Ε. είναι μια πραγματικότητα με οικονομικές αλλά και περιβαλλοντικές συνέπειες, αφού η παραγωγή μεταφέρεται σε χώρες με μεγαλύτερο ανθρακικό αποτύπωμα. Όμως η αποανθρακοποίηση της οικονομίας είναι μια μακρά, τεχνικά σύνθετη και ακριβή διαδικασία, η οποία πρέπει να διενεργηθεί με τρόπο που να διασφαλίζει την οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητά της. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι στόχοι και οι πολιτικές για το κλίμα είναι αναγκαίο να συνοδεύονται από αναλυτικές αξιολογήσεις κόστους, οφέλους και επιπτώσεων στην οικονομία, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία.

    Τονίζει, ότι η  αναθεώρηση του πλαισίου πολιτικών της Ε.Ε. για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δημιουργεί μια σειρά κρίσιμων προκλήσεων, από την εφαρμογή της κυκλικής οικονομίας και την παραγωγικότητα των πόρων, μέχρι την οικολογική καινοτομία και τη διαχείριση αποβλήτων, που αλλάζουν ριζικά τον τρόπο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται οι κίνδυνοι απώλειας της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

    Η χώρα έχει υιοθετήσει σειρά στρατηγικών και σχεδίων δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η ψήφιση του Νόμου 4936/2022 με στόχο την κλιματική ουδετερότητα το 2050 και ενδιάμεσες μειώσεις εκπομπών θα αποτελέσει τη βάση διαμόρφωσης μελλοντικών πολιτικών και στρατηγικών και θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις μέσω ιδιωτικών και δημόσιων κεφαλαίων.

    Σημειώνεται ότι με την ψήφιση του Νόμου 4819/2021 η Ελλάδα έχει αναθεωρήσει το ρυθμιστικό πλαίσιο διαχείρισης αποβλήτων, ώστε να συμβαδίζει με τις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για την Κυκλική Οικονομία και να υποστηρίξει τους φιλόδοξους στόχους του Εθνικού Σχεδίου για τη Διαχείριση Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) που υιοθετήθηκε το 2020.

    Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, όμως, το 80% περίπου των αστικών αποβλήτων καταλήγει σε ταφή (Δ4), ποσοστό που αποτελεί την τρίτη χειρότερη επίδοση σε επίπεδο Ε.Ε. και απέχει πολύ από τον στόχο του 10% υγειονομική ταφή μέχρι το 2030. Η επιβολή του θεσμοθετημένου τέλους υγειονομικής ταφής, όπως ισχύει σε 23 χώρες στην Ε.Ε., πρέπει να εφαρμοστεί σύμφωνα με τις προβλέψεις του Νόμου 4819/2021, με στόχο να συμβάλλει στο να καταστεί η ταφή ακριβότερη της επεξεργασίας – διαχείρισης. Σημειώνεται, ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στη διαχείριση αστικών αποβλήτων και όχι στην παραγωγή τους (Δ5).

    Η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα

    Η Ευρώπη είναι η πρώτη ήπειρος που θεσπίζει σταδιακά ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο για την μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα το 2050, εστιάζοντας μεταξύ άλλων στην ενεργειακή μετάβαση, τη μείωση εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου, την προώθηση της κυκλικής οικονομίας, τη μείωση της ρύπανσης και την προστασία της φύσης. Από το 2016, η Επιτροπή έχει δεσμευθεί να υποβάλλει τακτικά, εκθέσεις για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στην Ε.Ε. (Environmental Implementation Review – EIR). Στις εκθέσεις αυτές αποτυπώνεται η πρόοδος των κρατών-μελών, και εντοπίζονται τυχόν καθυστερήσεις και οι κυριότερες αιτίες για την ελλιπή εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

    Στην τελευταία έκθεσή της για την Ελλάδα, (Σεπτέμβριος 2022), διαπιστώνεται μεταξύ άλλων ότι η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα όσον αφορά τη διαχείριση των αποβλήτων, την πρόοδο της κυκλικής οικονομίας, την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών περιβαλλοντικών ελέγχων, καθώς επίσης και ελλείψεις στο χρηματοδοτικό πλαίσιο. Ταυτόχρονα, η έκθεση σημειώνει ότι, αν και το δίκτυο Natura 2000 είναι πλήρες, δεν έχουν ακόμα προσδιοριστεί οι ειδικοί ανά τόπο στόχοι και τα μέτρα διατήρησης.

    Οι  προτάσεις του Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη είναι οι ακόλουθες:

    • Να δοθεί προτεραιότητα στο σχεδιασμό δράσεων εθνικού χαρακτήρα, όπως: εθνικό σχέδιο για τη βιομηχανική συμβίωση, εθνικό σχέδιο για τη μείωση της σπατάλης τροφίμων.
    • Διαμόρφωση και λειτουργία ολοκληρωμένου πλαισίου καταγραφής των μεγεθών της κυκλικής οικονομίας (σύσταση Παρατηρητηρίου) για την παρακολούθηση της πορείας μετάβασης και τον έγκαιρο εντοπισμό αδυναμιών και καθυστερήσεων.
    • Εφαρμογή του θεσμοθετημένου τέλους υγειονομικής ταφής, όπως ισχύει σε 23 χώρες της Ε.Ε., σύμφωνα με τις προβλέψεις του Νόμου 4819/2021, με στόχο να καταστεί η ταφή ακριβότερη της επεξεργασίας – διαχείρισης.
    • Επάρκεια υποδομών σε εγκαταστάσεις χωριστής συλλογής, επεξεργασίας, αξιοποίησης, με στόχο την ανάκτηση δευτερογενών υλικών (σε ικανές ποσότητες και με κατάλληλη ποιότητα).
    • Εφαρμογή του σχεδίου δράσης για τις Πράσινες Δημόσιες Συμβάσεις (ΠΔΣ), προτεραιότητα στη δημιουργία πλαισίου παρακολούθησης και διεύρυνση των υποχρεωτικών πράσινων κριτηρίων και σε άλλες κατηγορίες ΠΔΣ, όπως περί σχεδιασμού/κατασκευής οδοποιίας και έργων υποδομών και σχεδιασμού/κατασκευής κτιριακών υποδομών
    • Ανάπτυξη προτύπων για δευτερογενή υλικά και καύσιμα.
    • Ενίσχυση των ελέγχων εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας μέσω ενεργοποίησης του θεσμού των ιδιωτών επιθεωρητών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση φαινομένων αθέμιτου ανταγωνισμού στη νέα, κυκλική, οικονομία.
    • Έκδοση προεδρικών διαταγμάτων για τις επιτρεπόμενες χρήσεις γης και πλήρη εναρμόνιση με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές αλλά και διεθνείς πρακτικές προστασίας, ώστε να καταστεί εφικτή η ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε συμφωνία με τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής.
    • Επιτάχυνση των διαδικασιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης με την άμεση λειτουργία των μητρώων αξιολογητών ΜΠΕ, αλλά και των ελέγχων εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας με ενεργοποίηση του θεσμού των ιδιωτών επιθεωρητών.

    Από το 1990 έως το 2020, οι συνολικές εκπομπές ΑτΘ στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 30%

    Κατά την τρέχουσα περίοδο, η αναθεώρηση του πλαισίου πολιτικών της Ευρώπης για τον μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δημιουργεί μια σειρά κρίσιμων προκλήσεων. Μεταξύ αυτών, το πακέτο μέτρων Fit for 55 και ειδικότερα η αναθεώρηση του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) και η πρόταση εφαρμογής του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα, αποτελούν επιλογές που αλλάζουν ριζικά τον τρόπο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής στην Ε.Ε., ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται οι κίνδυνοι απώλειας της ανταγωνιστικότητας. Στη βάση αυτή, οι επιλογές που θα ακολουθήσει η Ε.Ε. θα πρέπει να διασφαλίζουν ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων εντός και εκτός Ευρώπης, ενώ ειδική μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί για τις εξαγωγές[1].

    Σύμφωνα την Eurostat, από το 1990 έως το 2020, οι συνολικές εκπομπές ΑτΘ στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 30% (πολύ κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε., Δ8), ενώ οι εκπομπές που καλύπτονται από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) της Ε.Ε. μειώθηκαν κατά 53% (έναντι μείωσης 26% στην Ε.Ε., Δ9). ‘?Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται έως έναν βαθμό και με τη μεγάλη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής κατά την περίοδο 2007 – 2014 (-29% στην Ελλάδα έναντι -7,9% στην Ε.Ε.).

    Για τις εκπομπές που δεν καλύπτονται από το ΣΕΔΕ (εκπομπές που εμπίπτουν στον Κανονισμό για τον Επιμερισμό των Προσπαθειών), σύμφωνα με την επισκόπηση της Ε.Ε. για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής 2022, η Ελλάδα εκτιμάται ότι υπερέβη σε μεγάλο βαθμό τον τρέχοντα στόχο της για το 2030.

    Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ε.Ε., η Ελλάδα έχει ως στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στους τομείς εκτός ΣΕΔΕ (κτίρια, οδικές και εγχώριες θαλάσσιες μεταφορές, γεωργία, απόβλητα και μικρές βιομηχανίες) κατά 4% έως το 2020 και κατά 16% έως το 2030, σε σύγκριση με το 2005. Με βάση τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις της Ε.Ε. οι εκπομπές αυτών των τομέων μειώθηκαν κατά 33% το 2020 και αναμένεται να μειωθούν κατά 27% το 2030, υπερκαλύπτοντας τους στόχους που έχουν τεθεί (Δ10).



    ΣΧΟΛΙΑ