• Business

    Στα 5 δισ. ανεβάζει τον «λογαριασμό» για τον ελληνικό ξενοδοχειακό κλάδο η PwC


    Επενδύσεις 5 δισ. ευρώ χρειάζεται ο ξενοδοχειακός κλάδος της Ελλάδας, προκειμένου ο τουρισμός να «εκμεταλλευτεί» την τάση που τον φέρνει ψηλά στις προτιμήσεις των ξένων τουριστών, και παράλληλα να καλύψει το κενό σε ποιητικά έσοδα που έχασε στα χρόνια της κρίσης. Αυτή είναι η πρόταση της PwC για το αύριο του ελληνικού τουρισμού.

    Ο οίκος στη μελέτη του -που έδωσε χθες στη δημοσιότητα- διαπιστώνει ότι για την περίοδο μέχρι το 2022 για την κατασκευή, αναβάθμιση, συντήρηση των ξενοδοχειακών μονάδων της χώρας χρειάζονται επενδύσεις της τάξης των 4,8 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, όμως, σημειώνει πως θα πρέπει να υπάρξει καλύτερη διασπορά των μονάδων ανά την Επικράτεια, καθώς το μεγάλο στοίχημα είναι η επιμήκυνση της περιόδου και προϊόν 365 μέρες το χρόνο.

    Ακόμα διαπιστώνει πως θα πρέπει να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για greenfield επενδύσεις τύπου «Atalanti Hills».

    Μάλιστα ο κ. Κώστας Μητρόπουλος, εντεταλμένος σύμβουλος της PwC στην Ελλάδα, σημείωσε χαρακτηριστικά πως: Χρειάστηκαν 13 χρόνια για να πάρει το Atalanti Hills την έγκριση και μάλιστα με  αστερίσκους, από το ΣτΕ. Και συμπλήρωσε ότι σήμερα υπάρχουν άλλες 10 αντίστοιχες περιπτώσεις που βρίσκονται σε εκκρεμότητα.

    Υπενθυμίζουμε ότι η επένδυση «Atalanti Hills», στην περιοχή Εξαρχος Φωκίδας, είναι ύψους 1,5 δισ. ευρώ και προβλέπει τη δημιουργία ξενοδοχείων 5 αστέρων, δυναμικότητας 9.000 κλινών, συνεδριακό κέντρο, spa, ιαματικές πηγές, και τρία γήπεδα γκολφ.

    Σύμφωνα με την PwC, μέχρι το 2022 χρειάζονται 45 χιλιάδες νέες κλίνες, σε προορισμούς που εμφανίζουν υψηλή ζήτηση και συγκεκριμένα 35 χιλιάδες στην Κρήτη, 7 χιλιάδες στα Ιόνια νησιά και 3.000 στα νησιά του Νότιου Αιγαίου. Υπολογίζει ότι απαιτούνται 1,7δισ ευρώ για νέες κλίνες, άλλα 2,3δισ ευρώ για την αναβάθμιση των υφιστάμενων ξενοδοχείων και 800 εκατ ευρώ για τη συντήρηση των υποδομών των ξενοδοχείων.

    Σύμφωνα με την PwC θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις επενδύσεις τουριστικής υποδομής, δηλαδή σε εκείνες τις παροχές και υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη των περιοχών υποδοχής τουριστών (διατροφή, μεταφορές, μουσεία και αξιοθέατα).

    Ταυτόχρονα οι ενέργειες μάρκετινγκ θα πρέπει να έχουν στόχο την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και την ανάπτυξη δευτερευόντων προορισμών, ενώ τα φορολογικά και θεσμικά κίνητρα για την αύξηση του μεγέθους των τουριστικών επιχειρήσεων και την επέκταση ή αναβάθμιση ξενοδοχειακών μονάδων είναι απαραίτητα.

    Στη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία αναφέρεται και η Eurobank στο τεύχος «7 Ημέρες Οικονομία» και όπως διαπιστώνουν οι αναλυτές της τράπεζας:

    Τα τελευταία 7 χρόνια οι ταξιδιωτικές εισπράξεις διπλασιάστηκαν από το 4,3% του ΑΕΠ το 2010 στο 8,2% το 2017.

    Ενώ όμως οι αφίξεις αυξήθηκαν, η δαπάνη ανά ταξίδι ήταν καθοδική παρουσιάζοντας σωρευτική πτώση -24,3% . Και αυτό επειδή περιορίστηκε η μέση διάρκεια παραμονής.

    Τέλος οι αναλυτές σημειώνουν πως: η διαρκής αύξηση των ταξιδιωτικών εσόδων τουλάχιστον σε ότι αφορά τη μακροχρόνια περίοδο μπορεί να προέλθει μόνο από τις συνιστώσες της δαπάνης ανά ταξίδι και της δαπάνης ανά διανυκτέρευση. Δηλαδή σε πρώτη φάση θα πρέπει να ενισχυθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης των ομολογουμένως υψηλών δυνατοτήτων επέκτασης της τουριστικής βιομηχανίας σε όρους χώρου, π.χ. περισσότερες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις κ.α., και χρόνου π.χ. επέκταση της τουριστικής περιόδου κ.α., ωστόσο αυτό θα πρέπει να γίνει με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για διαρκή αύξηση της δαπάνης ανά επισκέπτη στη μακροχρόνια περίοδο. Το τελευταίο στοιχείο αποτελεί μακροπρόθεσμη πρόκληση για το ελληνικό τουριστικό προϊόν. Σημειώνουμε ότι όσο τα κατά κεφαλήν εισοδήματα παγκοσμίως ακολουθούν τη μακροχρόνια τάση τους (ανοδική), η συνιστώσα της δαπάνης ανά επισκέπτη δεν υπόκειται σε κάποιον φυσικό περιορισμό.

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: ΣτΕ για «Atalanti Hills»: «Ναι» (με «αστερίσκο») στην επένδυση του 1,5 δισ. ευρώ



    ΣΧΟΛΙΑ