• Ναυτιλία

    Maersk: Ο ναυτιλιακός κολοσσός προβλέπει έντονη ανάκαμψη μετά τον κοροναϊό

    • Bloomberg

    Soren Skou, CEO Maersk


    Η Moller-Maersk A/S, η μεγαλύτερη εταιρεία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων παγκοσμίως, προετοιμάζεται για μία ισχυρή ανάκαμψη στους επόμενους δύο μήνες, βασιζόμενη στις προσδοκίες ότι το πλήγμα του κοροναϊού στο παγκόσμιο εμπόριο μπορεί σύντομα να κορυφωθεί.

    “Τις τελευταίες δυόμισι εβδομάδες έχουμε παρατηρήσει μια σταθερή μείωση στον αριθμό των νέων περιστατικών” και “αυτό είναι θετικό”, δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Soren Skou σε συνέντευξή του στον Matthew Miller της Bloomberg TV την Πέμπτη, μετά την ανακοίνωση των, κατώτερων από τα αναμενόμενα, αποτελεσμάτων τέταρτου τριμήνου.

    “Αυτό σημαίνει, ότι θα μπορούσαμε να φθάσουμε στην κορυφή μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες”, είπε. “Αν αυτό συνέβαινε, τότε αναμένουμε έναν πολύ αδύναμο Μάρτιο και μια απότομη ανάκαμψη τον Απρίλιο”, είπε. “Αλλά υπάρχουν ακόμα πολλές αβεβαιότητες εκεί έξω”.

    Τα σχόλια του επικεφαλής της εταιρείας έγιναν μετά από την ανακοίνωση μίας σειρά αποτελεσμάτων που υστερούσαν των εκτιμήσεων των αναλυτών και η Maersk προειδοποίησε τους επενδυτές ότι οι προοπτικές του 2020 επισκιάζονται από τις “σημαντικές αβεβαιότητες” λόγω του ξεσπάσματος του ιού.

    Η ναυτιλιακή, με έδρα την Κοπεγχάγη, εκτιμά ότι το λειτουργικό της κέρδος, ή EBITDA, θα ανέλθει περίπου στα 5,5 δισ. δολάρια φέτος, λιγότερο από τα 5,94 δισ. δολάρια που εκτιμούν οι αναλυτές. Η Maersk επισήμανε ότι προβλέπει μια “αδύναμη αρχή για το νέο έτος”.

    Η μετοχή της εταιρείας κινήθηκε χαμηλότερα στο ξεκίνημα της συνεδρίασης και στη συνέχεια σημείωσε άλμα 4%, όταν οι επενδυτές κατανόησαν τη συνολική εικόνα.

    ναυτιλία ναυλαγορά

    Ο Skou δήλωσε ότι η Maersk έχει ήδη αναγκαστεί να ακυρώσει περισσότερες από 50 αναχωρήσεις πλοίων από την Κίνα τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Κοιτάζοντας μπροστά, λέει ότι “πολλά θα εξαρτηθούν από το θα συμβεί με τον ιό τις επόμενες εβδομάδες”.

    Ο Frode Morkedal, επικεφαλής ανάλυσης μετοχών στην Clarksons Platou Securities AS, δήλωσε ότι “ενώ τα νούμερα και οι κατευθυντήριες γραμμές είναι ελαφρώς χαμηλότερες από τις προσδοκίες, πιστεύουμε ότι υπάρχει αυξημένος φόβος πως οι εξαγωγές εμπορευματοκιβωτίων από την Κίνα ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρόβλημα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, επομένως η πρόβλεψη θα μπορούσε να θεωρηθεί σχετικά αισιόδοξη.”

    Το 2019, τα EBITDA της εταιρείας, ανήλθαν στα 5,71 δισ. δολάρια έναντι προβλέψεων των αναλυτών για 5,78 δισ. δολάρια.

    Ο κοροναϊός προστίθεται σε μια σειρά προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο κλάδος μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, ο οποίος αντιμετωπίζει τις συνέπειες των εμπορικών εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας καθώς και την επίμονη υπερπροσφορά.

    Από το ξέσπασμα του ιού και έπειτα, έχουν διαταραχτεί οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και έχουν πληγεί οι εφοπλιστές, καθώς η Κίνα έχει εξελιχθεί στην κύρια πηγή της ναυτιλιακής βιομηχανίας με το 90% του συνόλου του παγκόσμιου εμπορίου να κινείται δια θαλάσσης.

    Η Maersk δήλωσε ότι αναμένει αύξηση της παγκόσμιας θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων κατά 1-3% το 2020 σε σύγκριση με 1,4% το 2019. Η εταιρεία αναμένει ότι ο δικός της ρυθμός ανάπτυξης θα ευθυγραμμιστεί “ή θα είναι ελαφρώς χαμηλότερος” από το σύνολο της αγοράς.

    Η ναυτιλιακή ανέφερε επίσης ότι και τα νέα καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο, τα οποία ο κλάδος έχει αναγκαστεί να χρησιμοποιεί από τον περασμένο μήνα, επιτείνουν την αβεβαιότητα, αφού οι τιμές τους μπορούν να επηρεάσουν και τις τιμές των ναύλων μεταφοράς εμπορευμάτων το 2020. Επισήμανε ακόμη τις “ασθενέστερες μακροοικονομικές συνθήκες” ως παράγοντα εξωτερικής αβεβαιότητας.

    Η Maersk, η οποία κατέχει το 1/5  του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, προσπάθησε τα τελευταία χρόνια να μειώσει την εξάρτησή της από τη θαλάσσια ναυτιλία.

    Την Τετάρτη, η εταιρεία δήλωσε ότι συμφώνησε να εξαγοράσει την αμερικανική εταιρεία αποθήκευσης και διανομής Performance Team, στο πλαίσιο της στρατηγικής της για την επέκταση της στις υπηρεσίες χερσαίων μεταφορών. Το τίμημα της συμφωνίας εκτιμάται στα 545 εκατομμύρια δολάρια.



    ΣΧΟΛΙΑ