• Ναυτιλία

    Οι Έλληνες εφοπλιστές αύξησαν την χωρητικότητα του στόλου τους κατά 50% μέσα σε 10 χρόνια


    H Ελλάδα παραμένει η μεγαλύτερη ναυτιλιακή χώρα στον κόσμο, καθώς ο ελληνικός εφοπλισμός ελέγχει το 21% της παγκόσμιας χωρητικότητας, με στόλο 5.520 πλοίων. Αναλυτικότερα, οι Έλληνες εφοπλιστές ελέγχουν το 80% του ευρωπαϊκού κοινοτικού στόλου πλοίων μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου, το 73% των πετρελαιοφόρων, το 85% των πλοίων μεταφοράς LNG και το 17% των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.

    Ανάλογη είναι η συνεισφορά και στο εξωτερικό εμπόριο της Ε.Ε., όπου η συμβολή του στόλου αγγίζει το 72%. Η ελληνική ναυτιλία ήταν, είναι και παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής ενεργειακής -και όχι μόνο- ασφάλειας.

    Η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη ναυτιλιακή χώρα στον κόσμο, καθώς οι Έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν το 21% του παγκόσμιου εμπορικού στόλου σε όρους dwt.

    Τα τελευταία δέκα χρόνια η συνολική χωρητικότητα του ελληνικού εμπορικού στόλου, που αποτελείται από 5.520 πλοία, έχει αυξηθεί κατά 50%.

    Το μέσο μέγεθος των ελληνόκτητων πλοίων αυξήθηκε σημαντικά και διαμορφώνεται σήμερα στα 81.395 dwt, ενώ ο παγκόσμιος μέσος όρος παραμένει πολύ χαμηλότερος, στα 45.337 dwt.

    Η ελληνική ναυτιλία είναι βασικός πυλώνας της μεταφοράς αναγκαίων αγαθών, καθώς αντιπροσωπεύει (σε όρους dwt):

    • 31,27% του παγκόσμιου στόλου πετρελαιοφόρων

    • 25,32% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου

    • 22,65% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG)

    • 15,79% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χημικών και προϊόντων πετρελαίου

    • 11,46% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς υγραερίου (LPG) • 8,92% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.

    Ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος είναι ο μεγαλύτερος cross-trader στον κόσμο, μεταφέροντας φορτία μεταξύ τρίτων χωρών σε ποσοστό άνω του 98% της μεταφορικής του ικανότητας.

    Οι Έλληνες πλοιοκτήτες δραστηριοποιούνται κυρίως στην bulk/tramp ναυτιλία, τον τομέα που ειδικεύεται στη μεταφορά βασικών προϊόντων, όπως σιτηρά και άλλα γεωργικά προϊόντα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, σιδηρομετάλλευμα, χημικά προϊόντα, άνθρακα, λιπάσματα και δασικά προϊόντα.

    Η bulk/tramp ναυτιλία έχει τα χαρακτηριστικά μιας σχεδόν απόλυτα ανταγωνιστικής αγοράς, όπου η πλοιοκτησία δε μπορεί να επηρεάσει τις τιμές της ναυλαγοράς. Η ναυτιλιακή δραστηριότητα παρέχει μεταφορές με τον πιο οικονομικά αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο.

    Για παράδειγμα, μέσω των συνεχώς αυξανόμενων οικονομιών κλίμακας, το κόστος μεταφοράς διατηρείται εντυπωσιακά χαμηλά προς όφελος του τελικού καταναλωτή. Η ελληνική ναυτιλία είναι πρωτοπόρος και σε αυτό τον τομέα.

    Ο μέσος όρος χωρητικότητας ενός ελληνόκτητου πλοίου είναι σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τον μέσο όρο σε παγκόσμιο επίπεδο.

    Ειδικότερα, κατά την προηγούμενη δεκαετία, το μέσο μέγεθος των ελληνόκτητων πλοίων αυξήθηκε σημαντικά και διαμορφώνεται σήμερα στα 81.395 dwt, ενώ ο παγκόσμιος μέσος όρος παραμένει πολύ χαμηλότερος, στα 45.337 dwt. Πράγματι, η ανάπτυξη του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου τις τελευταίες δεκαετίες δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση του κόστους μεταφοράς, συμβάλοντας έτσι στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου παγκοσμίως.

    Οι Έλληνες πλοιοκτήτες συνεχίζουν να αξιοποιούν σημαντικές οικονομίες κλίμακας και να κάνουν μεγάλες επενδύσεις σε νεότευκτα πλοία και εξοπλισμό με υψηλή περιβαλλοντική απόδοση.

    Οι ελληνικές παραγγελίες νεότευκτων πλοίων ανέρχονται (Απρίλιος 2023) σε 241 πλοία, που αντιστοιχούν σε 19 εκατομμύρια dwt. Αυτός ο αριθμός αντιπροσωπεύει μια σημαντική αύξηση 40% σε σύγκριση με τις παραγγελίες του προηγούμενου έτους (173 πλοία), αποδεικνύοντας ότι η ελληνική πλοιοκτησία πρωτοστατεί στην ανανέωση του στόλου της.

    Υπολογίζεται ότι πάνω από το 40% των πετρελαιοφόρων και σχεδόν ένα στα 6 πλοία μεταφοράς LNG που κατασκευάζονται σήμερα θα παραδοθούν σε Έλληνες πλοιοκτήτες. Επιπλέον, ο μέσος όρος ηλικίας του ελληνόκτητου στόλου (περίπου 10 χρόνια), είναι χαμηλότερος από τον παγκόσμιο μέσο όρο (σχεδόν 11 χρόνια).

    Η ναυτιλία μεταφέρει περισσότερο από το 72% του εξωτερικού εμπορίου της ΕΕ.

    Για πολλές κατηγορίες βασικών προϊόντων διατροφής, ενέργειας και πρώτων υλών, περισσότερο από το 80% του συνολικού όγκου του εξωτερικού εμπορίου της ΕΕ μεταφέρεται δια θαλάσσης – όπως ρύζι (90%), δημητριακά (86%), λιπάσματα (86%), καφές, τσάι και μπαχαρικά (83%), ζωικά ή φυτικά λίπη και έλαια (83%), τεχνητά υφάσματα (83%), ενώ για ορισμένα μεταλλεύματα (νικέλιο, αλουμίνιο και χαλκός), περισσότερο από το 97% των φορτίων μεταφέρεται δια θαλάσσης.

    Όπως συμβαίνει και με το παγκόσμιο εμπόριο, τα προϊόντα που μεταφέρονται από τον τομέα της bulk/tramp ναυτιλίας αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των φορτίων που διακινούνται στους λιμένες της ΕΕ, διασφαλίζοντας τον εφοδιασμό της EE με βασικά αγαθά και κρίσιμα υλικά.

    Ειδικότερα, οι Έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν το 80% των πλοίων μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου που ελέγχονται από την ΕΕ, το 73% των πετρελαιοφόρων, το 85% των πλοίων μεταφοράς LNG και το 17% των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Περισσότερο από το 1/3 του ελληνόκτητου στόλου φέρει σημαία Κράτους Mέλους της ΕΕ, ενισχύοντας περαιτέρω την προστιθέμενη αξία του τομέα για την ευρωπαϊκή οικονομία.

    Η ελληνική ναυτιλία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής ναυτιλίας, καθώς αντιπροσωπεύει το 60% του στόλου που ελέγχεται από την ΕΕ. Στους τύπους πλοίων στρατηγικής σημασίας, οι Έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν πάνω από το 70% της συνολικής χωρητικότητας του στόλου της ΕΕ.

    Η ελληνική ναυτιλία παίζει καθοριστικό ρόλο στη διασφάλιση του αδιάλειπτου εφοδιασμού των ευρωπαϊκών χωρών με ενεργειακά προϊόντα.

    Τα Κράτη Μέλη της ΕΕ βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε εισαγωγές για την κάλυψη των αναγκών τους σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

    Συγκεκριμένα, η ΕΕ εισάγει το 91,7% των αναγκών της σε πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου5 , το 83,4% των αναγκών της σε φυσικό αέριο και το 37,5% των αναγκών της σε στερεά ορυκτά καύσιμα, με το μεγαλύτερο μέρος των ποσοτήτων αυτών να μεταφέρεται δια θαλάσσης (Figure 11).

    Η εισαγόμενη ενέργεια δια θαλάσσης αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, καθώς η πολιτική της ΕΕ (π.χ. RePowerEU / Green Deal Industrial Plan) επιδιώκει, λόγω γεωπολιτικών εξελίξεων, να διευρύνει τις επιλογές της σε σχέση με τις χώρες από τις οποίες εισάγεται ενέργεια.

    Διαβάστε επίσης:

    Έλληνες εφοπλιστές: Η αξία των δεξαμενοπλοίων ανέρχεται σε 56,2 δισ. δολάρια και των LNG σε 29,1 δισ. δολάρια



    ΣΧΟΛΙΑ