Μέσα στο Nobu Hotel στη Ρώμη, που άνοιξε πρόσφατα τις πύλες του, οι επισκέπτες απολαμβάνουν ήδη την χαρακτηριστική μιναλιμαλιστική αισθητική του κορυφαίου brand. Πρόκειται για μία από τις πολλές νέες ιδιοκτησίες που σηματοδοτούν τη μεγαλύτερη παγκόσμια επέκταση του διάσημου σεφ Nobu Matsuhisa μέχρι σήμερα.
Στα 76 του χρόνια, περνά μεγάλο μέρος της ζωής του ταξιδεύοντας — ανάμεσα σε δοκιμές γεύσεων και επισκέψεις σε διάφορες χώρες — για να χτίσει αυτό που έχει εξελιχθεί αθόρυβα σε μία από τις πιο αναγνωρίσιμες αυτοκρατορίες πολυτελούς φιλοξενίας παγκοσμίως.
Η εταιρεία που ίδρυσε μαζί με τον ηθοποιό Robert De Niro και τον παραγωγό Meir Teper αριθμεί πλέον πάνω από 58 εστιατόρια και 18 ξενοδοχεία σε πέντε ηπείρους.
Και η ανάπτυξη συνεχίζεται. Στα σχέδια τους περιλαμβάνονται νέες ιδιοκτησίες σε Αμπού Ντάμπι, Μαυροβούνιο και Νάσβιλ, στο πλαίσιο μιας επιθετικής παγκόσμιας επέκτασης που έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα επιφυλακτικότητας που επικρατεί σε μεγάλο μέρος του κλάδου της εστίασης και της ξενοδοχειακής βιομηχανίας.
Η αποτίμηση των 900 εκατ. δολ.
Την ώρα που ορισμένοι ανταγωνιστές έχουν επιβραδύνει την ανάπτυξή τους ή έχουν στραφεί σε πιο οικονομικές επιλογές, η Nobu Hospitality LLC επενδύει ακόμα περισσότερο στην πολυτέλεια. Η ιδιωτική εταιρεία — που αποτιμήθηκε περίπου στα 900 εκατ. δολ. μετά από την πώληση μετοχών πέρυσι — έχει τουλάχιστον δώδεκα νέα έργα σε εξέλιξη έως το 2026.
Παρά την προβλεπόμενη άνθηση στα ταξίδια πολυτελείας, η χρονική στιγμή μπορεί να φαίνεται τολμηρή. Ο κλάδος της φιλοξενίας εξακολουθεί να ανακάμπτει από τα πλήγματα της πανδημίας, που ανέτρεψε τα ταξιδιωτικά πρότυπα και τις καταναλωτικές συνήθειες.
Ο πληθωρισμός έχει αυξήσει το κόστος τροφίμων και εργασίας, ενώ τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα συνεχίζουν να δοκιμάζουν τους επιχειρηματίες του χώρου. Οι ταξιδιώτες έχουν επιστρέψει, αλλά οι δαπάνες τους είναι απρόβλεπτες και η πίστη προς τα brands είναι πιο δύσκολο να εξασφαλιστεί.
Στοίχημα υψηλού ρίσκου
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επέκταση της Nobu μοιάζει με ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου: ότι οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να αποζητούν —και να πληρώνουν για— εμπειρίες που συνδυάζουν την οικειότητα με τη φιλοδοξία, και ότι ο διακριτικός συνδυασμός του brand από φαγητό, design και κύρος λόγω διασημοτήτων, μπορεί να συνεχίσει να προσελκύει το κοινό.
Ο Nobuyuki Matsuhisa μίλησε με τη Haslinda Amin του Bloomberg Television στο εστιατόριό του στο Τόκιο, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του τον Μάρτιο. Την προηγούμενη εβδομάδα βρισκόταν στις Φιλιππίνες. Προσπαθεί να περνά δύο με τρεις ημέρες τον χρόνο σε κάθε τοποθεσία, παρά το γεγονός ότι η αυτοκρατορία του συνεχίζει να επεκτείνεται.
Έχοντας επεκταθεί από εστιατόρια σε ξενοδοχεία και τώρα σε πολυτελή διαμερίσματα, εξήγησε πώς καταφέρνει να διασφαλίζει τη συνέπεια για τους γευσιγνώστες σε όλο τον κόσμο. «Μαγείρεψε με την καρδιά σου», είπε ο σεφ σε αποκλειστική συνέντευξη. «Αυτό θα κάνει τους ανθρώπους να χαμογελούν.»
Αυτός ο συνδυασμός συναισθήματος και ακρίβειας έχει καθορίσει την καριέρα του Matsuhisa. Γεννημένος στη Σαϊτάμα, έξω από το Τόκιο, έχασε τον πατέρα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα όταν ήταν οκτώ ετών. Ως γιος αρχιτέκτονα, σε οικογένεια αρχιτεκτόνων, αναμενόταν να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Αν και τελικά γράφτηκε σε σχολή αρχιτεκτονικής, δεν του άρεσε.
Αντ’ αυτού, ξεκίνησε την καριέρα του σε ένα εστιατόριο σούσι στη συνοικία Σιντζούκου του Τόκιο, αν και η αγάπη του για το φαγητό είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Ως παιδί, το δωμάτιό του βρισκόταν δίπλα στην κουζίνα, όπου παρακολουθούσε τη μητέρα και τη γιαγιά του να ετοιμάζουν τα γεύματα.
«Ξυπνούσα με τους ήχους της κουζίνας, με τις μυρωδιές», θυμάται. «Δεν μαγείρευα ποτέ, αλλά πάντα παρακολουθούσα.»
Το πρώτο εστιατόριο
Ο Nobu έμαθε να μαγειρεύει παραδοσιακά ιαπωνικά πιάτα, αλλά το 1972 ήταν έτοιμος να χαράξει την δική του πορεία, ανοίγοντας ένα εστιατόριο στη Λίμα με έναν Περουβιανό-Ιάπωνα πελάτη που είχε γνωρίσει στο Τόκιο. Η περιορισμένη πρόσβαση σε ιαπωνικά υλικά τον ανάγκασε να αυτοσχεδιάσει, συνδυάζοντας σόγια με τσίλι και σασίμι με κόλιανδρο. Ωστόσο, αντιμετώπισε δυσκολίες μέχρι να καθιερωθεί ως εστιάτορας.
Το Περού ήταν από τις πρώτες δυτικές χώρες που καλωσόρισαν τους Ιάπωνες μετανάστες, και με την πάροδο του χρόνου, η ανάμειξη τοπικών υλικών με ιαπωνικές τεχνικές οδήγησε στη δημιουργία της κουζίνας που σήμερα είναι γνωστή με την ονομασία Nikkei.
Η παραμονή του Nobu στη Λίμα αποδείχθηκε καθοριστική, διαμορφώνοντας το στιλ και την αισθητική που θα χαρακτήριζαν αργότερα την καριέρα του. Ωστόσο, οι πρώτες του επιχειρήσεις σημαδεύτηκαν τόσο από δυσκολίες όσο και από ανακαλύψεις.
Αφού ήρθε σε ρήξη με τον συνεργάτη του στο Περού, εργάστηκε για λίγο στην Αργεντινή, επέστρεψε στην Ιαπωνία και τελικά συνεργάστηκε με έναν Ιάπωνα ηθοποιό που σχεδίαζε ένα εστιατόριο στο Άνκορατζ της Αλάσκας. Ο Nobu ήταν ενθουσιασμένος με την ευκαιρία και το μαγαζί σημείωσε γρήγορα επιτυχία μόλις άνοιξε τις πόρτες του το 1977.
Πενήντα ημέρες αργότερα, το εστιατόριο κάηκε ολοσχερώς. Ήταν η χειρότερη στιγμή στη ζωή του Nobu, ο οποίος σκέφτηκε ακόμη και να αυτοκτονήσει. Ωστόσο, αυτό τον ώθησε να συνεχίσει.
«Η Αλάσκα ήταν η χειρότερη εμπειρία μου», είπε. «Αλλά αν δεν είχα περάσει αυτή την εμπειρία, ίσως να μην ήμουν εδώ. Έμαθα από αυτήν.»
Το σήμα κατατεθέν του Nobu
Για πολλούς λάτρεις του φαγητού, η εκλεπτυσμένη, προσωπική προσέγγιση του Nobu στη Nikkei κουζίνα αποτέλεσε την πρώτη τους γνωριμία με το είδος αυτό.
Το 1987, έκανε ένα ακόμη ρίσκο, ανοίγοντας το Matsuhisa στο Λος Άντζελες — ένα μικρό εστιατόριο που σιωπηλά θα επαναπροσδιόριζε τη fusion κουζίνα. Εκεί, άρχισε να μαρινάρει τοπικό μπακαλιάρο σε ένα μείγμα σάκε και μίσο, μετατρέποντας ένα φτηνό και σε αφθονία ψάρι σε ένα πιάτο «ήσυχης» τελειότητας. Ο μαύρος μπακαλιάρος με μίσο έγινε σήμα κατατεθέν του Nobu — και μια παγκόσμια τάση.
Οι Καλιφορνέζοι πελάτες το λάτρεψαν, ανάμεσά τους και ένας τακτικός πελάτης, ονόματι Bob, ο οποίος τελικά άρχισε να πιέζει τον Nobu να φέρει τη μαγειρική του στη Νέα Υόρκη. «Δεν ήξερα τι έκανε. Δεν έβλεπα ποτέ ταινίες», είπε ο Nobu. «Είπα ‘Ευχαριστώ, Bob, αλλά όχι’».
Η συνεργασία με τον Robert De Niro
Αλλά ο Robert De Niro ήταν επίμονος. Η φιλία του και η επιχειρηματική του διορατικότητα αποδείχθηκαν καθοριστικές.
Το 1994, το δίδυμο — μαζί με τον παραγωγό ταινιών Meir Teper — άνοιξε το πρώτο εστιατόριο Nobu στη συνοικία Tribeca της Νέας Υόρκης. Έγινε αμέσως επιτυχία.
Αυτό που ξεκίνησε ως μια απλή συνεργασία σύντομα εξελίχθηκε σε ένα παγκόσμιο brand. Η επέκταση στον ξενοδοχειακό τομέα ήταν ιδέα του De Niro και, τρεις δεκαετίες αργότερα, το όνομα Nobu κοσμεί ακίνητα και εστιατόρια σε όλο τον κόσμο.
Η ιστοσελίδα της εταιρείας περιλαμβάνει δεκάδες μελλοντικά ξενοδοχεία και εστιατόρια σε όλο τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, το brand επεκτείνει επίσης το αποτύπωμα του στον τομέα του lifestyle — πιο πρόσφατα μέσω μιας συνεργασίας στον τομέα της ευεξίας στο Nobu Ryokan στο Μαλιμπού, συμπεριλαμβάνοντας υπηρεσίες ολιστικής υγείας και μακροζωίας στο μοντέλο φιλοξενίας της.
Ο χρόνος συμπίπτει με τις προβλέψεις της McKinsey ότι η παγκόσμια δαπάνη για πολυτελή φιλοξενία θα ξεπεράσει τα 390 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2028, από 239 δισεκατομμύρια το 2023.
Κάθε εστιατόριο, κάθε ξενοδοχείο, και τώρα κάθε κατοικία — όλα ξεκινούν από την ίδια βασική ιδέα, λέει ο Nobu. Γι’ αυτό ταξιδεύει τόσο συχνά, για να βεβαιωθεί ότι όλα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο.
«Όλα τα κάνουμε με τον ίδιο τρόπο», λέει ο σεφ. «Η φιλοσοφία Nobu: με καρδιά.»
Διαβάστε επίσης:
Louis Vuitton x Murakami: Με χταπόδια και μανιτάρια οι ψυχεδελικές τσάντες πλημμύρισαν την Art Basel
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Ρύθμιση δανείου και ευθύνη του εγγυητή: Πότε η τράπεζα μπορεί να στραφεί εναντίον του για ολόκληρο το χρέος
- Forbes 2025: Οι σταρ που συνεχίζουν να βγάζουν εκατομμύρια μετά θάνατον
- Χρίστος Δήμας στο mononews: Αυτά τα έργα θα αποσυμφορήσουν την Αττική – Τι θα γίνει με τον ΒΟΑΚ
- Sinsay: Τι τζιράρει στην Ελλάδα η «πολωνική Zara» που ανοίγει ένα κατάστημα τον μήνα