• Business

    Κίνα: Πέθανε ο Zong Qinghou, ο μεγιστάνας που κέρδισε τη Danone και έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος στη χώρα

    • Bloomberg
    Zong Qinghou

    Zong Qinghou


    Την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 79 ετών, άφησε στην Κίνα ο Zong Qinghou, ιδρυτής και πρόεδρος του ομίλου Wahaha ο οποίος μέχρι το 2012 κατείχε τον τίτλο του πλουσιότερου ανθρώπου της Κίνας, χάρη στην νίκη του απέναντι στην πολυεθνική  εταιρεία τροφίμων Danone στη μάχη για τον έλεγχο της κορυφαίας μάρκας ποτών της χώρας.

    Ο Zong  πέθανε καταβεβλημένος από ασθένεια, νοσηλευόμενος σε νοσοκομείο, στις 10:30 το πρωί της Κυριακής, σύμφωνα με δήλωση που δεν παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες για την αιτία θανάτου ή την τοποθεσία του νοσοκομείου.  Ο όμιλος είχε προηγουμένως ανέφερε πως στις 22 Φεβρουαρίου ο Zong νοσηλεύτηκε για θεραπεία και ήταν σε σταθερή κατάσταση.

    Γεννημένος πριν πάρει την εξουσία το Κομμουνιστικό Κόμμα, η ζωή του Zong ήταν παράλληλη με τη μετατροπή της Κίνας από μια φτωχή και κυρίως αγροτική χώρα στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Η περιουσία του, η οποία ξεκίνησε με ένα οικογενειακό δάνειο αξίας 22.000 δολαρίων, αυξήθηκε σε δισεκατομμύρια δολάρια καθώς οι Κινέζοι έγιναν όλο και πιο αδηφάγοι καταναλωτές.

    Ο Zong, ο οποίος δεν φοίτησε ποτέ στο γυμνάσιο, αναγκάστηκε να ζήσει σε μια αγροτική κοινότητα το 1964, κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο Τσε Τουνγκ. Έφυγε από εκεί το 1978, τη χρονιά που ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ — έχοντας εδραιώσει την εξουσία ως ο κορυφαίος ηγέτης της σύγχρονης Κίνας — άρχισε να εισάγει ιδιωτικές επιχειρήσεις και ξένες επενδύσεις στη χώρα, ελευθερώνοντας μια γενιά επιχειρηματιών όπως ο Zong να ασχοληθεί με τομείς του καπιταλισμού.

    Αφού εργάστηκε ως πωλητής καταναλωτικών αγαθών για αρκετά χρόνια, ο Zong ανέλαβε ένα μικρό κατάστημα σε ένα δημοτικό σχολείο στην ανατολική πόλη Hangzhou, το 1987. Εκεί, δημιούργησε τη Wahaha, τη μάρκα ποτών που θα τον έκανε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Κίνας.

    Ο Zong έγινε γνωστός στην παγκόσμια σκηνή όταν ήρθε σε ρήξη με τον γίγαντα των τροφίμων Danone, καθώς οι δυο τους διέλυσαν μια δεκαετή συνεργασία έπειτα από μια «καταιγίδα» αγωγών αλλά και κυβερνητικής παρέμβασης.

    Το «έπος» της μάχης Wahaha και Danone  ξεκίνησε το 1996, όταν ο Zong δημιούργησε πολλές κοινοπραξίες στην Κίνα με τον ιδιοκτήτη του Evian water, με έδρα το Παρίσι. Οι όροι της συμφωνίας τους περιελάμβαναν τη μεταφορά της επωνυμίας Wahaha, που σημαίνει «γελαστό παιδί» στα κινέζικα, σε επιχειρήσεις που ανήκαν κατά 51% στη Danone.

    Αυτή η συνεργασία οδήγησε σε ρεκόρ πωλήσεων ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Κίνα, πριν τελικά ο Zong κατηγορήσει τη Danone, το 2007, ότι προσπάθησε να αποκτήσει τη Wahaha σε αδικαιολόγητα χαμηλή τιμή.

    Η Danone απάντησε ότι ο Zong είχε παραβιάσει τη σύμβασή τους, εγκαθιστώντας εταιρείες με επωνυμία «Wahaha».

    Στο επίκεντρο της μάχης βρέθηκε το ζήτημα για το ποιος ήταν πραγματικά ιδιοκτήτης της επωνυμίας Wahaha – η Danone πίστευε ότι το έκανε σύμφωνα με τους όρους της αρχικής συμφωνίας, ενώ ο Zong ισχυρίστηκε ότι η κινεζική κυβέρνηση είχε μπλοκάρει την μεταφορά επωνυμίας, πράγμα που σημαίνει ότι εξακολουθούσε να την ελέγχει.

    Τελικά, η Danone συνθηκολόγησε, συμφωνώντας να πουλήσει το μερίδιό της στον Zong στα τέλη του 2009, σε μια συμφωνία για την οποία μεσολάβησαν η κινεζική και η γαλλική κυβέρνηση. Έχοντας το 80% του έλεγχου της Wahaha, ο Zong έγινε τότε ο πλουσιότερος άνθρωπος της Κίνας, παραμένοντας σε αυτή τη θέση μέχρι το 2012. Η προσωπική του περιουσία  έφτασε τα 20,1 δισεκατομμύρια δολάρια.

    Η καλή τύχη της Wahaha δεν κράτησε, πάντως. Τα έσοδα άρχισαν να πέφτουν καθώς η εταιρεία άργησε να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες γευστικές απαιτήσεις των Κινέζων καταναλωτών, και την στροφή τους από τα αναψυκτικά σε πιο υγιεινά προϊόντα, όπως οι χυμοί και το γιαούρτι. Αντίπαλοι του όπως η Inner Mongolia Yili Industrial Group και η China Mengniu Dairy Co. ξεπέρασαν την Wahaha, χάρη στην προώθηση των προϊόντων τους από διασημότητες της χώρας αλλά και την τοποθέτησή τους σε ταινίες του Χόλιγουντ, ενώ οι προσπάθειες εξαγοράς άλλων εταιρειών από την κόρη του Zong και επιλεγμένη διάδοχο του, Zong Fuli «Kelly», ήταν ως επί το πλείστον, άκαρπες.

    Η ακμάζουσα βιομηχανία του Διαδικτύου της Κίνας ώθησε επίσης σύντομα επιχειρηματίες της ψηφιακής οικονομίας, όπως ο Jack Ma της Alibaba Group Holdings Ltd., ο Pony Ma της Tencent Holdings Ltd. και ο Richard Liu της JD.com Inc. σε περιουσίες που επισκίασαν τη Zong.

    Καθώς τα μαγαζιά της Wahaha έχασαν τις πωλήσεις τους από τις διαδικτυακές αγορές, ο Zong έγινε επικριτής της βιομηχανίας του ηλεκτρονικού εμπορίου, κατηγορώντας τον ότι πνίγει το λιανικό εμπόριο και ότι κατέστρεψε περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες δημιούργησε. Χρησιμοποίησε μάλιστα τη συμμετοχή του στο νομοθετικό σώμα της Κίνας, το Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο, για να στηρίξει περισσότερες κυβερνητικές πολιτικές που υποστήριζαν αυτό που ονόμασε «πραγματική οικονομία» έναντι της «οικονομίας του Διαδικτύου».

    Λιτή ζωή

    Παρά τον πλούτο και τις θέσεις που κατείχε, ο Zong έζησε λιτά. Ντυνόταν απλά και δεν αγόραζε καινούργια παπούτσια μέχρι να φθαρεί το ζευγάρι που φορούσε. Ο επί μακρόν εκπρόσωπος της Wahaha, Shan Qining, άρεσε να αφηγείται μια ιστορία για πωλητές σε  μια έκθεση γιοτ, οι οποίοι αγνοούσαν τον Zong και αιφνιδιάστηκαν όταν έμαθαν πως μόλις είχαν σνομπάρει έναν από τους πλουσιότερους άνδρες της Κίνας.

    Από τα λίγα που ήταν γνωστά για τις προτιμήσεις του, περιλαμβάνοντας τα τσιγάρα Davidoff και ένα ρολόι Vacheron Constantin αξίας 48.000 δολαρίων, που αγόρασε για να αντικαταστήσει ένα Rolex – επειδή είχε ακούσει ότι τα Rolex επιλέγονται από τους «νεόπλουτους». Δεν θεωρούσε τον εαυτό του έναν από αυτούς, καθώς η περιουσία του προερχόταν από «ένα γιουάν κάθε φορά», όπως είχε πει σε συνέντευξή του στο Bloomberg το 2012.

    «Για πολύ καιρό, δεν μπορούσα να αντέξω οικονομικά, ούτε για φαγητό και ρούχα», είπε ο Zong. «Ανέβηκα από το κάτω μέρος της κοινωνίας».



    ΣΧΟΛΙΑ