Ο Γιάννης Παράσχης πρόεδος του  Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), αναφέρθηκε στις 7 μεγαλύτερες προκλήσεις του ελληνικου τουρισμού, από το βήμα της κλειστής συνεδρίασης στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου. Αναλυτικότερα, Ο πρόεδρος ανέφερε: Από το βήμα της κλειστής συνεδρίασης στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου ξεκινώντας από τις πολύ θετικές επιδόσεις του κλάδου ως νέο σημείο αναφοράς το 2024 και την συγκρατημένη αισιοδοξία για την εφετινή χρονιά με «προσοχή πάντα στις εκτιμήσεις μας». 

Πρώτη πρόκληση σύμφωνα με τον κ. Παράσχη η ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος. «Ίσως το σημαντικότερο διαρθρωτικό ζήτημα που παραμένει σε εκκρεμότητα και επηρεάζει επενδύσεις και ανταγωνιστικότητα είναι το χωροταξικό. Ο χωροταξικός σχεδιασμός είναι θεμέλιο για βιώσιμη ανάπτυξη και ασφάλεια δικαίου.

1

Η θεσμοθέτηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου Τουρισμού η οποία παραμένει σε εκκρεμότητα είναι απολύτως αναγκαία για να υπάρξει ένα σαφές και σταθερό πλαίσιο για τις τουριστικές επενδύσεις. Παράλληλα, απαιτείται εναρμόνιση με τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια για αποφυγή αντιφάσεων και αυθαίρετων ερμηνειών που δημιουργούν ανασφάλεια και στρεβλώσεις. Χωρίς ασφάλεια δικαίου, σοβαρές επενδύσεις δεν θα υλοποιηθούν και η φέρουσα ικανότητα των προορισμών θα κινδυνεύσει».

Αναφορικά με το ζήτημα των βραχυχρόνιων μισθώσεων, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ ανέφερε ότι η βραχυχρόνια μίσθωση αποτελεί πλέον μια παγκόσμια τάση που ανταγωνίζεται την κλασσική ξενοδοχεία. Στη χώρα μας μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ ο αριθμός των κλινών βραχυχρόνιας μίσθωσης πιθανότατα ξεπερνά την περίοδο αιχμής αυτόν των ξενοδοχείων.

Η ανεξέλεγκτη αυτή ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης σε αρκετές περιοχές της χώρας έχει προκαλέσει στρεβλώσεις τόσο στην τουριστική εμπειρία όσο και στην καθημερινότητα των κατοίκων. «Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και ειδικότερα του Υπουργείου Τουρισμού στο ζήτημα αυτό τα τελευταία χρόνια είναι αξιοσημείωτες.

Όμως ο ΣΕΤΕ έχει σταθερή θέση υπέρ ενός στιβαρού κανονιστικού πλαισίου που διαχωρίζει την επαγγελματική από την ιδιωτική δραστηριότητα, διασφαλίζει τη φορολογική ισοδυναμία, προάγει την αποτελεσματική εκμετάλλευση της αξιοποιήσιμης γης και προστατεύει την κατοικία και την κοινωνική συνοχή.

Έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες θέσεις για τα ζητήματα προδιαγραφών, φορολογίας και των απαραίτητων ελέγχων των καταλυμάτων που προσφέρονται από ψηφιακές πλατφόρμες».

Τρίτη πρόκληση, η επιβολή και οι διαδοχικές αυξήσεις του τέλους ανθεκτικότητας, η αύξηση του τέλους περεπιδημούντων χωρίς τη δυνατότητα ουσιαστικής διαβούλευσης και χωρίς σαφή ανταποδοτικότητα, «ανέδειξε ένα βαθύτερο πρόβλημα: την ανάγκη μιας πιο προβλέψιμης, δίκαιης και συμμετοχικής φορολογικής πολιτικής για τον τουρισμό.

Ο ΣΕΤΕ ζητά ανασχεδιασμό των σχετικών πολιτικών, ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε μέτρο επιβάρυνσης, επιστρέφει σε σημαντικό βαθμό στις τοπικές κοινωνίες ενισχύοντας τις τοπικές υποδομές στις περιοχές που υποδέχονται τους επισκέπτες.

Το διάστημα αυτό εκπονούμε με το ΙΝΣΕΤΕ και την PWC μελέτη για να τεκμηριώσουμε και να αναδείξουμε το έλλειμα ανταγωνιστικότητας που προκύπτει από την συνολική φορολόγηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας στην Μεσόγειο.

Ζητούμε έναν επανασχεδιασμό της φορολογίας και των επιβαρύνσεων με στόχο τον εξορθολογισμό και την αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στην δίκαιη και κατ’ αναλογία συμμετοχή του τουρισμού στα δημοσιονομικά βάρη και στην χρηματοδότηση ενεργειών που συνδέονται με την προσαρμογή στην κλιματική κρίση χωρίς όμως να διακυβεύεται η ανταγωνιστικότητα του τομέα», ανέφερε ο κ. Παράσχης.

Επιπλέον όπως έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ο ΣΕΤΕ και συγκεκριμένα προτείνει με την Μελέτη Ελληνικός Τουρισμός 2030- η αναβάθμιση των υποδομών είναι καθοριστική για την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος. «Ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις τρέχουν, στο θέμα της αναβάθμισης των δημόσιων υποδομών καθυστερούμε.

Χρειαζόμαστε στοχευμένες παρεμβάσεις σε λιμάνια, μαρίνες οδικά δίκτυα, ύδρευση, αποχέτευση, διαχείριση απορριμμάτων και ενέργειας. Η ανταποδοτικότητα των τελών πρέπει να διασφαλίζει ότι οι σχετικοί πόροι επιστρέφουν σε έργα και υπηρεσίες που ενισχύουν την ποιότητα των τουριστικών προορισμών».

Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ ανέφερε τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:

-Την ανάγκη αναβάθμισης των λιμενικών και λοιπών υποδομών που τόσο αναδείχθηκε φέτος στο παγκόσμιο brand της Σαντορίνης,

-Την επείγουσα ανάγκη για εκθεσιακές και συνεδριακές υποδομές «στο επίπεδο των ανταγωνιστών μας τουλάχιστον σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη αν θέλουμε να πρωταγωνιστήσουμε στον υψηλής απόδοσης τομέα του MICE».

-Αλλά και τον εξαιρετικά κρίσιμο τομέα των υπηρεσιών αεροναυτιλίας ο οποίος χρειάζεται αναβάθμιση συστημάτων, πρόσθετο στελεχιακό δυναμικό αλλά και σαφή διασφάλιση των επιπέδων παραγωγικότητας για να αποφεύγονται οι δυσλειτουργίες και οι καθυστερήσεις που επηρεάζουν τα δύο τρίτα του εισερχόμενου τουρισμού που ταξιδεύει αεροπορικά.

Βιωσιμότητα και εργασία

Μεγάλη βαρύτητα για τον ΣΕΤΕ έχουν και τα ζητήματα που αφορούν τη βιωσιμότητα. Η πράσινη μετάβαση του κλάδου απαιτεί άμεση ενεργοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων που θα στηρίξουν τις τουριστικές επιχειρήσεις στην υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών και τεχνολογιών. «Σε αυτό το πεδίο δίνουμε μεγάλη βαρύτητα, επιδιώκοντας τόσο τη θεσμική ενσωμάτωση της βιωσιμότητας στις πολιτικές για τον τουρισμό, όσο και την πρακτική στήριξη των επιχειρήσεων μέσα από την πρωτοβουλία αυτορρύθμισης METRON Sustainable Tourism.

Σε αυτή τη διαδρομή, το METRON δίνει στις τουριστικές επιχειρήσεις τα απαραίτητα εργαλεία για να μετρούν, να βελτιώνουν και να ενισχύουν την πρόοδό τους στους δείκτες βιωσιμότητας. Καλούμε όλο τον τομέα, περισσότερες επιχειρήσεις κάθε μεγέθους και δραστηριότητας, να συμμετάσχουν ενεργά. Γιατί η πράσινη και κοινωνικά υπεύθυνη μετάβαση του τουρισμού είναι κοινός στόχος και επιτακτική ανάγκη».

Εξαιρετικά κρίσιμο θέμα είναι και το θέμα της αγοράς εργασίας για τους τουριστικούς φορείς: «Όπως πολλές φορές έχουμε τονίσει, το μεγάλο κεφάλαιο του ελληνικού τουρισμού, είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Ως υπεύθυνος κοινωνικός εταίρος στηρίζουμε κάθε προσπάθεια της πολιτείας που διασφαλίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων και προάγει τις υγιείς εργασιακές σχέσεις στον τουρισμό.

Στο πλαίσιο αυτό στηρίζουμε και την κάρτα εργασίας. Ζητούμε όμως η εφαρμογή της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες ανάγκες του κλάδου, διασφαλίζοντας τα δικαιώματα των εργαζομένων χωρίς να υπονομεύει τη λειτουργικότητα των επιχειρήσεων.

Χρειαζόμαστε εκσυγχρονισμό και προσαρμογές σε εργασιακές ρυθμίσεις όπως σπαστά ωράρια, χρόνοι προετοιμασίας, αναπαύσεις κλπ, σε συνδυασμό με στοχευμένα προγράμματα reskilling και upskilling, αλλά και αποτελεσματικότερη διαχείριση της διαδικασίας των μετακλήσεων, ώστε να καλυφθούν οι σοβαρές ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού.

Ο ΣΕΤΕ, πάντα σε στενή και ιδιαίτερα εποικοδομητική συνεργασία με την ΠΟΞ, παρενέβη συστηματικά και τεκμηριωμένα σε όλα τα κρίσιμα εργασιακά ζητήματα».

Το κεφάλαιο των προτεραιοτήτων και διεκδικήσεων του κλάδου κλείνει με το ζήτημα των χρηματοδοτήσεων. «Η ραχοκοκαλιά του ελληνικού τουρισμού είναι οι χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις σε όλη την χώρα.

Η ελλιπής πρόσβαση σε χρηματοδότηση παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις αυτές. Στις προηγούμενες προκηρύξεις του Αναπτυξιακού Νόμου αλλά και των προγραμμάτων ΕΣΠΑ η πλειονότητα των τουριστικών αιτήσεων έμεινε χωρίς χρηματοδότηση, δημιουργώντας σημαντικό απόθεμα ώριμων επενδυτικών σχεδίων που δεν έχουν προχωρήσει.

Με τον πρόσφατο ψηφισμένο νέο Αναπτυξιακό Νόμο, είναι όμως κρίσιμο να διασφαλιστεί ότι οι νέοι πόροι και τα κίνητρα θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του τουριστικού τομέα.

Στόχος μας είναι να δούμε ένα Αναπτυξιακό Νόμο πραγματικά φιλικό προς την τουριστική επένδυση τόσο για μεγάλες αλλά κυρίως για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις», ανέφερε ο κ. Παράσχης.

Συγκεκριμένα, οι θέσεις του κλάδου περιλαμβάνουν:

αυξημένα ποσοστά ενίσχυσης για μικρές και πολύ μικρές τουριστικές μονάδες, ιδιαίτερα σε νησιωτικές και ορεινές περιοχές,

ειδικά καθεστώτα ενίσχυσης για θεματικό και βιώσιμο τουρισμό,

κίνητρα για την πράσινη μετάβαση και την ψηφιακή αναβάθμιση των τουριστικών επιχειρήσεων,

ευελιξία στις επιλέξιμες δαπάνες και προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες του κλάδου,

ενίσχυση επενδύσεων που επιμηκύνουν την τουριστική περίοδο,

καθώς και ταχύτερη αξιολόγηση και εκταμίευση ενισχύσεων.

«Είναι σημαντικό να το τονίσουμε, ο τουρισμός δεν μπορεί και δεν πρέπει — να απουσιάζει από τον κεντρικό σχεδιασμό για τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Στον νέο Αναπτυξιακό Νόμο, έστω και συμβολικά, απουσιάζει στο προοίμιο η ρητή αναφορά στον τουρισμό.

Για έναν τομέα που συμβάλλει τόσο σημαντικά στην ελληνική οικονομία, η αναγνώριση του ρόλου του και στο επίπεδο του αφηγήματος για το παραγωγικό μοντέλο παραμένει, κατά τη γνώμη μας, απολύτως αναγκαία. Με τεκμηρίωση, συνέχεια και αίσθηση ευθύνης, διεκδικούμε ένα θεσμικό περιβάλλον που θα αναγνωρίζει τον τουρισμό όχι ως ευκαιριακό πυλώνα ανάπτυξης, αλλά ως θεμέλιο της παραγωγικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας», κατέληξε ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.

Διαβάστε επίσης: