«Μασάζ» στους επενδυτές τους κάνουν οι τράπεζες, επιδιώκοντας να κρατήσουν το ενδιαφέρον μέχρι την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Η παράταση της αβεβαιότητας δεν διευκολύνει το έργο των στελεχών, που έχουν την επαφή με τους ξένους επενδυτές καθώς προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί από τον Ιανουάριο οπότε, σύμφωνα με το επενδυτικό στόρυ του κλάδου, θα τελείωνε την αξιολόγηση, θα φθάναμε στα μέσα Απριλίου με το καλύτερο σενάριο να κάνει λόγο για ολοκλήρωση πριν το Πάσχα.

Κακό σενάριο, δηλαδή παράταση πέραν αυτού του ορίου, δεν διανοούνται να αναφέρουν οι έλληνες τραπεζίτες αφού θα σήμαινε πλήρη ανατροπή του σχεδιασμού, για κερδοφορία το 2016.

Ψήφο εμπιστοσύνης πάντως φαίνεται να δείχνουν επενδυτές όπως η Blackrock  που αυξάνει σταθερά τη συμμετοχή της στην Alpha Bank, έχοντας ήδη υπερβεί το 5%.

Αυτό που επιδιώκουν οι τραπεζίτες είναι να καθησυχάσουν  τους επενδυτές ότι ο σχεδιασμός βρίσκεται εντός τροχιάς και ότι οι παραδοχές για κόκκινα δάνεια, έστω και μικρή άνοδο των εσόδων και μείωση των δαπανών ισχύουν και θα οδηγήσουν σε κερδοφορία φέτος.

Οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν υψηλότερα οικονομικά ρίσκα από τους περισσότερους τραπεζικούς τομείς σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμά σε έκθεση της η S&P.

Ο οίκος αξιολόγησης επισημαίνει, πως οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας παραμένουν εξαιρετικά αβέβαιες, με την επιστροφή στην ανάπτυξη να αναμένεται στο δεύτερο τρίμηνο του 2016.

Η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών θα ανακάμψει με αργό ρυθμό μετά από τις δύο αναδιαρθρώσεις και την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων.

Η S&P προβλέπει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα καταγράψουν υψηλές ζημίες από τα δάνεια το 2016 και το 2017, παρά τις μεγάλες προβλέψεις που έχουν εγγράψει τα τελευταία πέντε χρόνια.

Υψηλά χαρακτηρίζει ο οίκος αξιολόγησης και τα ρίσκα για τον τραπεζικό κλάδο συνολικά, λόγω των πολύ χαμηλών προοπτικών κερδοφορίας και της ασταθούς θέσης χρηματοδότησης.

«Αναμένουμε πως οι ελληνικές τράπεζες θα παραμείνουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την χρηματοδότηση των κεντρικών τραπεζών – η οποία αυτήν την στιγμή καλύπτει το 35% των χρηματοδοτικών τους αναγκών – καθώς υπέφεραν από μεγάλες εκροές καταθέσεων και περιορισμένη πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης στις αγορές κεφαλαίου» σημειώνεται στην έκθεση.

Όπως επισημαίνεται, από το τέλος Νοεμβρίου του 2014 ως το τέλος Νοεμβρίου του 2015, οι ελληνικές τράπεζες υπολογίζεται ότι έχασαν περίπου 47 δισ. ευρώ καταθέσεων ή 26% του ΑΕΠ. Η S&P δεν αναμένεται ότι οι τράπεζες θα ανακτήσουν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση μειωμένης εξασφάλισης, ενώ οι προοπτικές για τις καταθέσεις παραμένουν αβέβαιες.

Ωστόσο, εκτιμά πως η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στο τέλος του 2015 και η δέσμευση της κυβέρνησης να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις θα ενισχύσουν τελικά την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσουν σε πιο σταθερή ανταγωνιστική συμπεριφορά.

Οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς

Σταθερή βλέπει ο οίκος αξιολόγησης την τάση των οικονομικών ρίσκων στην Ελλάδα. «Κατά την εκτίμηση μας, η πολιτική εικόνα είναι κάπως πιο φωτεινή από ότι το 2015, καθώς πιστεύουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση συμμορφώνεται σε γενικές γραμμές με τους όρους του προγράμματος οικονομικής στήριξης των 86 δισ. ευρώ που χρηματοδοτείται από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας» αναφέρουν οι αναλυτές που συνέταξαν την έκθεση.

«Ειδικότερα, ως το τέλος του Απριλίου αναμένουμε ότι η κυβέρνηση θα καταλήξει σε συμβιβασμό για την μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Κατά την γνώμη μας, η συμφωνία αυτή θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος προσαρμογής της Ελλάδας με το Eurogroup» υποστηρίζουν.

Πιο πολύπλοκο φαίνεται το ζήτημα της συμφωνίας ενός νέου προγράμματος με το ΔΝΤ, καθώς παραμένουν οι διαφωνίες για την δημοσιονομική προσπάθεια που απαιτείται από το 2017 και 2018.

Η S&P θεωρεί την άρση των κεφαλαιακών ελέγχων ως ένα σημαντικό βήμα προς την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα και την σταδιακή σταθεροποίηση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών.