• Big Story

    Ποινική δίωξη για υπερκοστολογήσεις 25,4 εκ. ευρώ στις προμήθειες δύο δημόσιων νοσοκομείων


    Σε ένα πάρτι κερδοσκοπίας και οικονομικής εξόντωσης του ΕΣΥ κατέληξε ακόμα μία εισαγγελική έρευνα για «χρυσές» προμήθειες ιατρικού υλικού σε δημόσια νοσοκομεία. Το «καπέλο» που φέρονται να «φόρεσαν» δύο ελληνικές φαρμακευτικές εταιρίες σε δύο μεγάλα νοσοκομεία της Αττικής αγγίζει τα 25,4 εκατομμύρια ευρώ. Κυρίως βηματοδότες τα προϊόντα που πουλούσαν μέσω παρένθετων εταιριών και οι χρυσοφόρες δουλειές φέρονται να απέφεραν τα κέρδη των εκατομμυρίων (με αντίστοιχη ζημία των νοσοκομείων, δηλαδή του ελληνικού Δημοσίου) μόνο μέσα σε μία 5ετία. 

    Το πέρας της έρευνας της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς φέρνει σε θέση κατηγορουμένου τους νομίμους εκπροσώπους των δύο προμηθευτριών εταιριών. Σε βάρος τους ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη κατ’ εξακολούθηση, με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα. Αδίκημα που επισείει ποινή ακόμα και ισόβιας κάθειρξης.

    Ποινικές ευθύνες για τους διοικούντες των δημοσίων νοσοκομείων δεν προέκυψαν, κατά τους διενεργούντες την προκαταρκτική εξέταση. Κρίθηκε ότι εκείνοι εξαπατήθηκαν από τους προμηθευτές.

    Οι «τριγωνικές» συναλλαγές

    Οι εισαγγελείς Διαφθοράς Αντώνης Ελευθεριάνος και Γιάννης Σέβης άρχισαν να διερευνούν την υπόθεση μετά από δημοσιεύματα στον Τύπο για μεγάλη οικονομική απάτη στις προμήθειες ιατρικών υλικών σε δύο δημόσια νοσοκομεία της Αττικής.

    Στο «μικροσκόπιο» μπήκαν οι συμβάσεις των νοσοκομείων με δύο –μικρής εμβέλειας- φαρμακευτικές εταιρίες. Για την πρώτη εταιρία η περίοδος συνεργασίας της ήταν από το 2005 έως το 2009 και για τη δεύτερη από το 2006 και το 2007.

    Στα πρώτα στάδια της έρευνας διαπιστώθηκε ότι οι ελεγχόμενες εταιρείες αγόραζαν τα προϊόντα από συνδεδεμένες αλλοδαπές εταιρίες με έδρα την Κύπρο, για τις οποίες τα στοιχεία δεν «έδειξαν» άλλα πεδία δράσης της.

    Στη συνέχεια, από την έρευνα φέρεται να προέκυψε ότι σχεδόν όλες οι συναλλαγές ήταν «τριγωνικές». Δηλαδή, τα εμπορεύματα έφταναν κατευθείαν από τους κατασκευαστές στις εγκαταστάσεις της ελληνικής προμηθεύτριας εταιρίας με δελτία αποστολής, αλλά δεν τιμολογούνταν απευθείας μεταξύ των δύο εταιριών, αλλά τιμολογούνταν από την συνδεδεμένη κυπριακή εταιρία.

    Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική εταιρία ενώ θα μπορούσε να αγοράσει κατευθείαν από την κατασκευάστρια επιχείρηση, επέλεγε να περνά η συναλλαγή μέσω της κυπριακής. Αποτέλεσμα ήταν το ιατρικό υλικό να φτάνει υπρετιμολογημένο στα δημόσια νοσοκομεία.

    Κατά το εισαγγελικό πόρισμα, οι κυπριακές εταιρίες είχαν δημιουργηθεί ως «βιτρίνες», «αποκλειστικά για την αύξηση του κόστους αγορών, σε τίμημα αδικαιολόγητα ανώτερο από εκείνο που θα επιτύγχαναν αν αγόραζαν τα ίδια εμπορεύματα, από τρίτα ανεξάρτητα πρόσωπα ή επιχειρήσεις».

    Οι υπερκοστολογήσεις

    Ποσά μαμούθ καταγράφονται στο εισαγγελικό πόρισμα ως αποτέλεσμα των υπερκοστολογήσεων. Για την πρώτη προμηθεύτρια εταιρία:

    πλήρωσε μεγαλύτερο τίμημα, κατά το έτος 2005, συνολικής αξίας περίπου 2,9 εκ. ευρώ,

    κατά το έτος 2006, μεγαλύτερο τίμημα κατά 3,2 εκ. ευρώ,

    κατά το έτος 2007, μεγαλύτερο τίμημα κατά 4,4 εκ. ευρώ,

    κατά το έτος 2008, μεγαλύτερο τίμημα κατά 5,9 εκ. ευρώ και κατά το έτος 2009, μεγαλύτερο τίμημα κατά 3,5 εκ. ευρώ.

    Η δεύτερη προμηθεύτρια εταιρία, προμήθειες αξίας 19 εκ και 34,5 εκ ευρώ, πλήρωσε μεγαλύτερο τίμημα:

    κατά το έτος 2006, 1,7 εκ. ευρώ και

    κατά το έτος 2007, 3,8 εκ. ευρώ.

    Συνολικά δηλαδή οι υπερκοστολογήσεις για όλα τα έτη φτάνουν στα 25,4 εκ ευρώ.

    «Εξαπάτησαν τα νοσοκομεία»

    Οι νόμιμοι εκπρόσωποι των ελληνικών εταιριών κατηγορούνται ότι παραπλάνησαν τις διοικήσεις των νοσοκομείων και τους υπευθύνους των διευθύνσεων για τις προμήθειες.
    Κατά το εισαγγελικό πόρισμα οι εκπρόσωποι φέρονται να εμφάνιζαν τα ιατρικά είδη που είχαν συμφωνήσει να προμηθεύσουν τα νοσοκομεία, ως προϊόντα που αγοράστηκαν από τη συνδεδεμένη κυπριακή εταιρία, στις τιμές μάλιστα οι οποίες αναγράφονταν στα σχετικά τιμολόγια και ότι κατά συνέπεια η τιμή πώλησής τους προς τα νοσοκομεία έπρεπε να ενσωματώνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό κέρδους, υπολογιζόμενο όμως επί της υποτιθέμενης τιμής αγοράς τους από την κυπριακή εταιρία (η οποία αναγραφόταν στα τιμιολόγια) κι όχι με την τιμή που είχε πουλήσει η κατασκεύαστρια εταιρία.

    «Στην πραγματικότητα όμως το γεγονός αυτό ήταν ψευδές – αναφέρεται στο εισαγγελικό πόρισμα- καθ’ όσον η κάθε μια από τις εν λόγω ελληνικές εταιρίες δεν είχε αγοράσει τα πωλούμενα ιατρικά είδη από τη συνδεδεμένη εταιρία, αλλά απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία σε τιμές υποπολλαπλάσια χαμηλότερες εκείνων που αναγράφονταν στα προαναφερθέντα τιμολόγια. Αποτέλεσμα της πράξης αυτής ήταν να συναφθούν συμβάσεις πώλησης μεταξύ των ελληνικών εταιριών και δημοσίων νοσοκομείων, με τίμημα κατά πολύ υψηλότερο από εκείνο που θα επιτυγχανόταν αν ήταν γνωστή η πραγματική τιμή αγοράς των ιατρικών ειδών απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία, καθόσον η διαπραγμάτευση της τιμής πώλησης προς τα δημόσια νοσοκομεία θα είχε ως βάση αυτήν την τιμή και όχι εκείνη που αναγραφόταν στα εικονικά τιμολόγια. Με τον τρόπο αυτό προκλήθηκε ζημία στην περιουσία των νοσηλευτικών ιδρυμάτων».

    Ανακριτής κατά τη Διαφθοράς έχει αναλάβει την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης.



    ΣΧΟΛΙΑ