Προχθές, στην καρδιά της φωταγωγημένης Ουάσιγκτον, έγινε ένα μεγάλο pre-Christmas party, με συμμετοχή των ισχυρών της πολιτικής και της επιχειρηματικής ζωής από όλο τον κόσμο. Εκεί, όπου κάθε κουβέντα αφορά την «επόμενη ημέρα», ο ιδρυτής και αφεντικό μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείας λόμπινγκ της Αμερικής, της BGR Group, ο ιδιαίτερα επιδραστικός στο DC, Ed Rogers, εκμυστηρεύτηκε ότι «αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα και η Ιταλία είναι οι δύο ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στην εμβέλεια του Αμερικανού Προέδρου».

Πριν ένα χρόνο, τα ξημερώματα της 6ης Νοεμβρίου 2024, όταν ο Τραμπ εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, στην Αθήνα αρκετοί προεξοφλούσαν τον πολιτικό «θάνατο» του Κυριάκου Μητσοτάκη.

1

Έναν χρόνο μετά, η Ελλάδα βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στην Ουάσιγκτον και ο Έλληνας πρωθυπουργός βρίσκεται ένα βήμα πριν περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου για επίσημη συνάντηση με τον 47ο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ.

Είναι γεγονός ότι η επιστροφή του Ντ. Τράμπ στο Λευκό Οίκο δημιούργησε μια «νέα πραγματικότητα» παγκοσμίως. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όμως φρόντισε να διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες έτσι ώστε να μην διαταραχθεί η σταθερότητα της χώρας από τις διεθνής αναταράξεις.

Διότι, κάθε σοβαρή κυβέρνηση οφείλει να είναι διορατική και να έχει στρατηγική. Και κάθε σοβαρή χώρα οφείλει να έχει ισχυρό λόμπινγκ. Το πιο δυνατό λόμπινγκ παγκοσμίως βρίσκεται στην Ουάσινγκτον και κατοικοεδρεύει στην K – Street, πολύ κοντά στο Καπιτώλιο, τη Βουλή και το Λευκό Οίκο.

Στην πράξη, η K- Street λειτουργεί ως κόμβος που συναντιέται η πολιτική, η διπλωματία και η επιχειρηματικότητα. Εκεί βρίσκονται και οι άνθρωποι που ανέλαβαν να φέρουν κοντά την Ελλάδα με τις ΗΠΑ. Πριν ένα χρόνο περίπου, η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας με μια από τις καλύτερες εταιρείες λόμπινγκ της K- Street, την BGR Group για 600.000 δολάρια το χρόνο.

Στόχος της κυβέρνησης ήταν να χρησιμοποιήσει τα «κατάλληλα εργαλεία» ώστε να  φτάσει γρήγορα κοντά στην Ουάσινγκτον όταν άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακόμα εξετάζουν πρακτικές προσέγγισης με την αμερικανική πλευρά. Και είναι προφανές ότι το λόμπινγκ έπιασε τόπο.

Έτσι, η Ελλάδα κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες, να υπογράψει τις κατάλληλες ενεργειακές συμφωνίες, να μετατραπεί σε στρατηγικό κόμβο για το αμερικανικό LNG προς την Ευρώπη και από το Μέγαρο Μαξίμου να περάσουν δύο κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι υπουργοί Doug Burgum και Chris Wright για να εξετάσουν περαιτέρω συνεργασίες με την χώρα μας.

Η εταιρεία

Η BGR Group είναι μια από τις πιο γνωστές εταιρείες λόμπινγκ και στρατηγικής επικοινωνίας στην Ουάσινγκτον. Ιδρύθηκε το 1991 από τον Haley Barbour και τον Ed Rogers, που είχαν υπηρετήσει στον Λευκό Οίκο και στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, με στόχο να προσφέρουν εξειδικευμένες υπηρεσίες κυβερνητικών σχέσεων και στρατηγικής επιρροής.

Όμως, η ιστορία της BGR Group ξεκινά πολύ πριν από την ίδρυσή της. Ο Haley Barbour κατείχε κεντρικό ρόλο στην κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρίγκαν ως Political Director στο Office of Political Affairs. Η εμπειρία αυτή του έδωσε βαθιά γνώση της εκτελεστικής εξουσίας και πολύτιμες διασυνδέσεις με πολιτικούς και ομάδες πίεσης στην Ουάσινγκτον.

Αυτές οι γνώσεις αποτέλεσαν τη βάση για την ίδρυση της BGR, η οποία σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους ισχυρότερους παίκτες στον χώρο του lobbying. Η εμπειρία του Barbour στη Ρίγκαν εποχή παραμένει θεμέλιο λίθο για το κύρος και την αποτελεσματικότητα της BGR σήμερα, επιβεβαιώνοντας την επιρροή της στις υψηλές πολιτικές και επιχειρηματικές αποφάσεις στις ΗΠΑ. Το περιοδικό «Fortune» ανέδειξε τον όμιλο ως την πιο ισχυρή εταιρεία λόμπινγκ στην Αμερική μετά την ορκωμοσία του Τζορτζ Μπους του νεότερου. Κατά την περίοδο Ομπάμα η εταιρεία αποφάσισε να διευρυνθεί αποκτώντας διακομματικό χαρακτήρα.

Από τότε, σύμφωνα με διαδοχικές εκθέσεις του «Bloomberg», η BGR Group βρίσκεται σταθερά στις τέσσερις κορυφαίες εταιρείες με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Ουάσιγκτον. Ο Barbour, ιδιαιτέρως, θεωρείται ένας από τους πιο ισχυρούς λομπίστες στην ιστορία της πρωτεύουσας των ΗΠΑ και έχει εκπροσωπήσει μεγάλα επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα για δεκαετίες. Το 1994 εντάχθηκε στην ομάδα ο Lanny Griffith, διαμορφώνοντας την αρχική εταιρική δομή με το όνομα Barbour, Griffith & Rogers (BGR).

Από τα πρώτα της βήματα, η εταιρεία δημιούργησε ισχυρές διασυνδέσεις με την κυβέρνηση και το Κογκρέσο, αρχικά εστιάζοντας στο Εκτελεστικό κλαδί και στη συνέχεια επεκτείνοντας τη δραστηριότητά της σε τομείς όπως η νομοθεσία, η υγεία, οι οικονομικές υπηρεσίες και η ενέργεια.

Στη συνέχεια, η BGR κατόρθωσε να εδραιωθεί ως μια από τις πιο επιδραστικές εταιρείες λόμπι στην Ουάσινγκτον και να επεκτείνει το δίκτυό της διεθνώς, με γραφεία σε Λονδίνο, Πεκίνο και άλλες πόλεις.

Σήμερα λειτουργεί ως διεθνής κόμβος στρατηγικής και επιρροής, συνεργαζόμενη με κυβερνήσεις, πολυεθνικές εταιρείες και οργανισμούς σε όλο τον κόσμο. Η ομάδα της περιλαμβάνει πρώην αξιωματούχους του Κογκρέσου, του Λευκού Οίκου και του Τύπου, αξιοποιώντας την εμπειρία και τις διασυνδέσεις τους για να παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες επικοινωνίας, δημόσιας πολιτικής και στρατηγικής επιρροής σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό και παρασκηνιακό περιβάλλον.

Το χαρτοφυλάκιο

Η BGR Group έχει δημιουργήσει ένα από τα πιο εντυπωσιακά και πολυποίκιλα χαρτοφυλάκια πελατών στην Ουάσινγκτον, εκπροσωπώντας πολυεθνικές, κράτη και πολιτικούς φορείς που επιδιώκουν να επηρεάσουν την αμερικανική πολιτική ατζέντα.

Ο όμιλος διατηρεί στενές σχέσεις με το ρεπουμπλικανικό κόμμα. Την ίδια εταιρεία εταιρεία έχει επιλέξει και η Ινδία για την προώθηση των δικών της συμφερόντων, γεγονός που εκτιμάται ότι μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά για την ανάδειξη του ρόλου της Ελλάδας και της Κύπρου ως πυλώνων σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ανάμεσα στις πιο γνωστές συνεργασίες της συγκαταλέγεται η εκπροσώπηση της Microsoft κατά την αμφιλεγόμενη αντιμονοπωλιακή υπόθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ το 2001, που καθιέρωσε το γραφείο στην κορυφή της λίστας των πιο επιδραστικών λόμπι της Ουάσινγκτον.

Στη δεκαετία του 2010, η BGR ανέφερε έσοδα πολλών εκατομμυρίων από πελάτες όπως η Republic of India, η Chevron Corporation και το Κράτος του Καζακστάν, με συνολικό ποσό περίπου 13,7 εκατ. δολαρίων μόνο το 2013. Παράλληλα, έχει συνεργαστεί με χώρες όπως η Νότια Κορέα και η Σαουδική Αραβία, παρέχοντας υπηρεσίες δημόσιων σχέσεων και διαχείρισης επικοινωνίας, με αμοιβές που έφταναν τις 80.000 δολάρια μηνιαίως, πριν τη διακοπή της συνεργασίας μετά την υπόθεση Khashoggi το 2018.

Η εταιρεία έχει επίσης συνεργαστεί με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Alfa-Bank, και εταιρείες συνδεδεμένες με το ρωσικό καθεστώς, όπως η LetterOne, λαμβάνοντας πληρωμές 600.000 δολαρίων το 2021.

Παράλληλα, έχει αναλάβει πολιτικά κόμματα, όπως το ιρακινό Taqadum Party, παρέχοντας διασυνδέσεις με Αμερικανούς αξιωματούχους, ΜΜΕ και μη κυβερνητικούς φορείς έναντι 600.000 δολαρίων. Η ποικιλία και η εμβέλεια αυτών των συνεργασιών αντικατοπτρίζουν τη δύναμη της BGR και την πρόσβαση της στα κέντρα λήψης αποφάσεων των ΗΠΑ.

Οι άνθρωποι

Η δύναμη της BGR δεν έγκειται μόνο στους πελάτες της, αλλά κυρίως στα πρόσωπα που γνωρίζουν πώς να κινούνται ανάμεσα σε πολιτικούς, αξιωματούχους και ΜΜΕ, μετατρέποντας τις σχέσεις σε αποτελέσματα και τις διασυνδέσεις σε στρατηγική επιρροή. Στα στελέχη που έχουν ενισχύσει την επιρροή της BGR συγκαταλέγεται ο David Urban, managing director της εταιρείας και ένας από τους πιο πολιτικά συνδεδεμένους λομπίστες του γραφείου.

Ο Urban υπηρέτησε ως ανώτερος σύμβουλος στην προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, βοήθησε στην οργάνωση της εθνικής σύμβασης των Ρεπουμπλικάνων και διατηρεί στενούς δεσμούς με κομβικά πολιτικά δίκτυα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Παράλληλα, ο Sean Duffy, πρώην υπουργός Μεταφορών και στέλεχος της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ, συμμετείχε στα υψηλόβαθμα διοικητικά δίκτυα της BGR, ενώ ο Dan Greenwood, επικεφαλής του τμήματος άμυνας, υπηρέτησε ως αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, ενισχύοντας την πρόσβαση της εταιρείας σε θέματα στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής.

Η Heather Nauert, πρώην εκπρόσωπος του State Department, προσέφερε τη γνώση της στην διπλωματία και την επικοινωνία με ξένα κράτη, ενώ ο Jeffrey Birnbaum, πρώην δημοσιογράφος, μεταμόρφωσε την εμπειρία του σε στρατηγική δημόσιας επικοινωνίας για λογαριασμό των πελατών της εταιρείας. Στο Advisory Board της BGR ξεχωρίζουν προσωπικότητες όπως η Ambassador Deborah L. Birx, ο Patrick McHenry και ο Ambassador Kurt Volker, που προσφέρουν στρατηγική γνώση και πρόσβαση σε διεθνή και κυβερνητικά δίκτυα.

Μέσα από αυτά τα πρόσωπα, η BGR Group δημιουργεί γέφυρες ανάμεσα σε διεθνείς πελάτες και τα κέντρα λήψης αποφάσεων της Ουάσινγκτον. Με συνεργασίες με κράτη όπως η Ινδία, η Σαουδική Αραβία και το Καζακστάν, μεγάλες πολυεθνικές και πολιτικά κόμματα, η εταιρεία αξιοποιεί την εμπειρία και τις διασυνδέσεις των στελεχών της για να επηρεάσει πολιτικές, στρατηγικές και αποφάσεις, λειτουργώντας ως ένας από τους πιο ισχυρούς παίκτες στο παρασκήνιο της αμερικανικής πολιτικής.

Στην Ελλάδα

Ο σημερινός πρόεδρος της BGR Group, Erskine Wells, είναι ο άνθρωπος-κλειδί για τις κρίσιμες διασυνδέσεις στην Ελλάδα. Παλαιότερα υπηρέτησε ως αναπληρωτής προσωπάρχης και νομοθετικός σύμβουλος του γερουσιαστή Ρότζερ Γουίκερ, σήμερα προέδρου της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της Γερουσίας – μια Επιτροπή κομβική για την Ελλάδα, με θέματα όπως η επέκταση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), η πώληση F‑35, οι S‑400 στην Τουρκία και η αποστολή επιπλέον αμυντικού υλικού όπως είχε υποσχεθεί ο Μπλίνκεν. Ο Γουίκερ εκπροσωπεί τον Μισισιπή, πολιτεία με τη μεγαλύτερη ναυπηγική βιομηχανία των ΗΠΑ, καθιστώντας κρίσιμη την εμπειρία του για την ελληνική συμμετοχή στο πρόγραμμα των φρεγατών Constellation.

Στην BGR εργάζονται στελέχη με ισχυρούς δεσμούς με την ελληνοαμερικανική κοινότητα: ο Φρεντ Τέρνερ, πρώην προσωπάρχης του γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, συνέβαλε στη νομοθεσία για την Ανατολική Μεσόγειο.

Ο Λέστερ Μάνσον, πρώην προσωπάρχης του γερουσιαστή Μαρκ Κιρκ, συνεργάστηκε με την ομογένεια του Σικάγο και τον πρώην πρέσβη Τζορτζ Τσούνη και ο Μαρκ Ταβλαρίδης, με εμπειρία στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας επί Κλίντον, διατηρεί σημαντικές επαφές με την ομογένεια παρά την παρελθοντική κριτική για εκπροσώπηση συμφερόντων του Αζερμπαϊτζάν. Τέρνερ και Γουέλς επισκέφθηκαν την Αθήνα, συναντήθηκαν με τον Έλληνα πρωθυπουργό πριν την τελική κυβερνητική απόφαση και εμφανίστηκαν στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών στην Ουάσιγκτον, καθώς και σε εκδηλώσεις της ελληνικής πρεσβείας, ενισχύοντας την πολιτική και στρατηγική υποστήριξη της Ελλάδας μέσω της BGR.

Διαβάστε επίσης:

Οι 4 προτεραιότητες Πιερρακάκη – Ποιο είναι το σχέδιο του νέου Προέδρου του Eurogroup