Η τρέχουσα θεσμική κόντρα δεν είναι σημερινή, κρατάει χρόνια · έχει πρόσωπα, αποφάσεις και συνέπειες. Στη μια όχθη των αντίπαλων στρατοπέδων βρίσκεται η 76χρονη Πρόεδρος του ΕΣΡ, Ευτέρπη Κουτζαμάνη, Ελληνίδα νομικός, πρώην Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώτη γυναίκα στη θέση αυτή. Στην άλλη όχθη, ο Καθηγητής στο Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κωνσταντίνος Μασσέλος, επικεφαλής της ΕΕΤΤ. Η αντιπαράθεση, που κρατάει από την εποχή του Προέδρου Ιωάννη Λασκαρίδη στο ΕΣΡ, αναζωπυρώνεται εκ νέου με αφορμή την Απόφαση ΕΣΡ 64/2025.
Στον πυρήνα της βρίσκεται ένα ελληνικό «παράδοξο»: δύο ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, που υπό νορμάλ συνθήκες θα έπρεπε να ήταν 2 σε 1 όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες του εξωτερικού, με διασταυρούμενες αρμοδιότητες, λειτουργούν χωριστά. Η ΕΕΤΤ ελέγχει το ραδιοφάσμα, κάνει μετρήσεις, εντοπίζει παρεμβολές, ξέρει την τεχνική πραγματικότητα. Το ΕΣΡ, από την άλλη, κρατάει το Μητρώο και αποφασίζει για το ποιος θεωρείται «νομίμως λειτουργών» και ποιος πρέπει να σβήσει τον πομπό. Στην πράξη, το αποτέλεσμα είναι ένα μεταβατικό τοπίο: οι συχνότητες έχουν μετακινηθεί, επίσημος χάρτης συχνοτήτων δεν υπάρχει, και οι διαγωνιστικές διαδικασίες που υποσχέθηκε το κράτος εδώ και 26 χρόνια δεν έγιναν ποτέ.
Το ΕΣΡ, επικαλούμενο το «δημόσιο συμφέρον», συχνά επιβάλλει πρόστιμα και αποφασίζει διακοπές λειτουργίας όταν βλέπει αλλαγή συχνότητας. Η ΕΕΤΤ, με την τεχνική της ματιά, δείχνει περισσότερη ανοχή – εφόσον οι μετακινήσεις δεν δημιουργούν παρεμβολές, ειδικά σε ευαίσθητες περιοχές, όπως τα νησιά που βομβαρδίζονται από τουρκικά και βουλγαρικά σήματα.
Η ειρωνεία είναι ότι το ίδιο το ΕΣΡ μοιάζει ανεπαρκές για το ρόλο που του δόθηκε. Το Συμβούλιο είναι υποστελεχωμένο, δεν έχει πάντα τους αρμόδιους ειδικούς, και ακόμη κι όταν οι νομικοί του σύμβουλοι παρουσιάζουν εμπεριστατωμένες εισηγήσεις – σαν «Χουντίνι του δικαίου» – σπάνια εισακούγονται. Η πλειοψηφία του σώματος αποτελείται από δημοσιογράφους ή ανθρώπους που δεν γνωρίζουν σε βάθος τις τεχνικές και νομικές λεπτομέρειες του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Έτσι, αντί για λύσεις, παράγεται μια γραφειοκρατική σκληρότητα, που συχνά μοιάζει «βασιλικότερη του βασιλέως».
Η υπόθεση του ΑΕΡΑΣ FM στο Αγρίνιο είναι χαρακτηριστική: η ΕΕΤΤ, με μετρήσεις και τεχνικά δεδομένα, έκρινε πως η μετακίνηση συχνότητας ήταν ανώδυνη, αφού δεν δημιουργούσε παρεμβολές. Το ΕΣΡ, όμως, επέμεινε στη δική του ερμηνεία, απέρριψε αιτήσεις θεραπείας και τελικά έφτασε στην απόφαση 64/2025, με διακοπή λειτουργίας. Εκεί αποτυπώνεται όλη η αντιφατικότητα: δύο Αρχές, δύο διαφορετικές «αλήθειες», και στη μέση ένας σταθμός που μένει εγκλωβισμένος σε ένα θεσμικό αδιέξοδο.
Η Απόφαση 64/2025 είναι αποκαλυπτική και για έναν ακόμη λόγο: χρησιμοποιεί όρους όπως «μη πειστική» ή «ευκαιριακή και για αυστηρώς ορισμένη χρονική περίοδο» για να αποδομήσει προηγούμενη τεχνική κρίση της ΕΕΤΤ. Από καθαρά νομική άποψη, είναι αδιανόητο μια ανεξάρτητη αρχή να ασκεί έλεγχο νομιμότητας σε πράξη άλλης ανεξάρτητης αρχής· και πέραν αυτού, τέτοιες αόριστες διατυπώσεις δεν συνάδουν με τον αυστηρό τυπικό λόγο μιας διοικητικής απόφασης του ΕΣΡ. Το αποτέλεσμα; Θεσμική τριβή, ανασφάλεια δικαίου και ένα πεδίο όπου ο πολίτης/ιδιοκτήτης σταθμού δεν ξέρει ποια «λογική» υπερισχύει: η τεχνική (μη παρεμβολές/κάλυψη) ή η τυπική (ακινησία στη συχνότητα του 1999).
Η υπόθεση του «ΑΕΡΑΣ FM» φωτίζει πρακτικά την κόντρα:
Ο σταθμός έφερε βεβαίωση νομίμου λειτουργίας για τα 91,1 MHz (κέντρο εκπομπής Αγ. Πέτρος).
-Μετακινήθηκε στα 99,5 MHz επικαλούμενος τεχνικούς λόγους (αποφυγή παρεμβολών/γειτνίαση με συχνότητα δημόσιας ραδιοφωνίας).
-Η ΕΕΤΤ, αφού αρχικά αντέδρασε (711/46/20.3.2014), έκανε δεκτή αίτηση θεραπείας και με την 718/42/14.5.2014 αποδέχθηκε ουσιαστικά τη χρήση των 99,5 MHz, κρίνοντας ότι δεν προκαλούνται παρεμβολές.
-Το ΕΣΡ, αντιθέτως, με την 84/2023 αποφάσισε διακοπή λειτουργίας λόγω αλλαγής συχνότητας, με την 12/2024 απέρριψε αίτηση θεραπείας και, τέλος, με την 64/2025 (10.9.2025) απέρριψε εκ νέου την αίτηση θεραπείας της ΑΓΡΙΝΙΟ 365 ΜΙΚΕ κατά πλειοψηφία. Στο σκεπτικό αφ’ ενός χαρακτηρίζει την ανακλητική απόφαση της ΕΕΤΤ (718/42/2014) «μη πειστική/ανεπαρκώς αιτιολογημένη» και μη δεσμευτική για το ΕΣΡ, αφ’ ετέρου απορρίπτει την επίκληση ίσης μεταχείρισης με άλλες υποθέσεις όπου το ΕΣΡ είχε δείξει ευελιξία.
-Υπήρξε μειοψηφία (Σ. Τσιχλιάς) που δέχθηκε την τεχνική κρίση της ΕΕΤΤ και τη λογική της μη παρεμβολής, θεωρώντας ότι, υπό τα δεδομένα αυτά, η θεραπεία έπρεπε να γίνει δεκτή.
-Το case του Αγρινίου συμπυκνώνει το πρόβλημα: η ΕΕΤΤ καταλήγει, με μετρήσεις και τεχνική τεκμηρίωση, ότι μια μετατόπιση είναι ανεκτή (άρα λειτουργική για την τάξη του φάσματος), ενώ το ΕΣΡ επιμένει στην τυπική ακαμψία της αρχικής συχνότητας — φτάνοντας μέχρι ανακλήσεις/διακοπές. Όσο δεν υπάρχει επικαιροποιημένος χάρτης συχνοτήτων και οριστική διαγωνιστική αδειοδότηση, η διπλή λογική θα συνεχίσει να παράγει αποφάσεις που αλληλοαναιρούνται και επιχειρηματική ομηρία για τους ραδιοσταθμούς.
Παρακάτω μια πλήρης, «ζωντανή» σύνοψη του τι υποστηρίζει ο Παναγιώτης Η. Δημητρόπουλος Δικηγόρος, ΔΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Φιλοσοφίας Δικαίου στο κείμενό του «Η δυνατότητα μεταβολής συχνότητας κατά το στάδιο της μεταβατικής λειτουργίας των ραδιοφωνικών σταθμών» (ΔΙΤΕ, Τεύχος 2/2021, Ενότητα FORUM, σελ. 237):
Το πρόβλημα-πλαίσιο: τριακονταετής μεταβατικότητα
Ο συγγραφέας ξεκινά διαπιστώνοντας ότι για 30+ χρόνια το Κράτος δεν ολοκλήρωσε αδειοδότηση ραδιοφωνικών σταθμών (παραβίαση άρθρου 15 §2 Συντ.). Η αγορά κρατήθηκε σε μεταβατικό καθεστώς με αποσπασματικές/πρόχειρες ρυθμίσεις, γεγονός που επιβαρύνει το ήδη άναρχο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο.
Υπενθυμίζει το άρθρο 53 Ν. 2778/1999 (μεταβατική «νομιμότητα» όσων λειτουργούσαν την 1.11.1999) και τη μεταγενέστερη ειδική μεταβατική διάταξη άρθρο 12 §29 Ν. 3310/2005 για Αττική (έληξε 30.12.2015). Παρά τη νομολογιακή κρίση αντισυνταγματικότητας του άρθρου 53 (βλ. ΟλΣτΕ 3315/2014 κ.ά.), το ΕΣΡ εξακολουθεί να το εφαρμόζει.
Η νέα ρύθμιση (άρθρο 40 Ν. 4779/2021) απλώς είπε ότι οι σταθμοί του Μητρώου ΕΣΡ «συνεχίζουν» νόμιμα έως την αδειοδότηση (καταληκτική 30.6.2023), χωρίς όμως να λύνει τα ουσιαστικά τεχνικά/διαγωνιστικά ζητήματα.
Η θέση του ΕΣΡ για τη μεταβολή συχνότητας — και γιατί είναι προβληματική
Ο κ. Δημητρόπουλος περιγράφει ότι το ΕΣΡ απέρριπτε κατά το παρελθόν αιτήματα αλλαγής συχνότητας μεταβατικώς λειτουργούντων σταθμών, στηριζόμενο στην έλλειψη σχετικής πρόβλεψης στη μεταβατική νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία των ραδιοφωνικών σταθμών, και αναπτύσσοντας τη θεωρία ότι υπάρχει μια ιδιόρρυθμη (sui generis) σχέση δημοσίου δικαίου μεταξύ Κράτους και σταθμού: ο σταθμός «δεσμεύεται» στη συχνότητα της 1.11.1999 και οποιαδήποτε μεταβολή θεωρείται ρήξη αυτής της σχέσης, άρα διακοπή λειτουργίας/διαγραφή από το Μητρώο. Το ΕΣΡ μάλιστα θεωρεί εαυτό μοναδικά αρμόδιο για να κρίνει τέτοιες αιτήσεις, επειδή —κατά τη δική του ανάγνωση— δεν πρόκειται για «τεχνικές προδιαγραφές» αλλά για όρους νόμιμης λειτουργίας.
Αν και το ΕΣΡ, μετά το 2023, φαίνεται να δέχεται ότι είναι επιτρεπτή η μεταβολή συχνότητας όταν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας αυτό δεν λύνει το πρόβλημα της ομαλής λειτουργίας των σταθμών καθώς ούτε χάρτες συχνοτήτων υπάρχουν ώστε να υπάρχει μια ορθολογική κατανομή των συχνοτήτων αλλά και περαιτέρω η κρίση περί ανωτέρας βίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του ΕΣΡ, ενώ θα έπρεπε σχετικώς να λαμβάνει απόφαση η ΕΕΤΤ ως η κατεξοχήν αρμόδια Αρχή για τον έλεγχο του ραδιοφάσματος, κάτι που δεν φαίνεται να δέχεται το ΕΣΡ θεωρώντας ότι πρέπει να έχει τον αποφασιστικό ρόλο και στο θέμα αυτό, αμφισβητώντας, όπως φάνηκε με την 64/2025 απόφασή του και την κρίση της ΕΕΤΤ για το ζήτημα.
Η κριτική στη συλλογιστική του ΕΣΡ
Ο συγγραφέας στο άρθρο του υποστηρίζει ότι:
Η “sui generis” σχέση δεν είναι άδεια: Γεννήθηκε από τον νόμο (άρθρο 53 ν. 2778/1999) για να επιτραπεί προσωρινά η λειτουργία χωρίς άδεια, και δεν επιβάλλει τη μη μετακίνηση όταν αυτό απαιτείται για λόγους εύρυθμης λειτουργίας του ραδιοφάσματος. Άρα η σχέση δεν καταλύεται αυτοδικαίως επειδή ο σταθμός αλλάζει συχνότητα
Εσφαλμένη ταύτιση: Το ΕΣΡ θεωρεί εσφαλμένα ότι τη μεταβολή συχνότητας συνεπάγεται τη διακοπή λειτουργίας. Πρόκειται για διακριτά ζητήματα.
Ο νόμος, όπως έχει ερμηνευθεί από την ομολογία δεν απαγορεύει καθολικά την αλλαγή: Η απαγόρευση ισχύει μόνο εφόσον λαμβάνει χώρα χωρίς την άδεια της αρμόδιας Αρχής. Η νομολογία (π.χ. ΣτΕ 1231/2011, 1206/2012, 1588/2012 κ.ά.) δεν λέει ότι ποτέ δεν επιτρέπεται αλλαγή· λέει ότι απαιτείται έγκριση. Άρα, όταν η αλλαγή επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον (π.χ. αποφυγή παρεμβολών,), η μεταβολή μπορεί/πρέπει να επιτραπεί.
–Οι μεταβατικοί σταθμοί δεν έχουν άδεια που ορίζει συχνότητα κατόπιν συγκριτικής αξιολόγησης· έχουν βεβαιώσεις που «τακτοποίησαν» μια πραγματική κατάσταση του 1999. Η αγορά, λόγω αυτής της «τακτοποίησης», έγινε υπερκορεσμένη/ασυντόνιστη, με αυξημένες παρεμβολές (εντός/μεταξύ νομών και με γειτονικά κράτη).
-Κανονιστική λογική: Σε τέτοιο τοπίο, η ελεγχόμενη μεταβολή συχνοτήτων (με άδεια, μελέτες παρεμβολών) δεν ευνοεί καταχρηστικά τους μεταβατικούς· αντίθετα αποκαθιστά τεχνική τάξη και προστατεύει κρίσιμα δίκτυα (ΟΤΕ, αεροναυτιλία, άμυνα).
-Αρχές χρηστής διοίκησης & αναλογικότητας: Το ΕΣΡ δεν πρέπει να εξαντλείται σε διακοπές/απορρίψεις «οριζόντια». Οφείλει να επιτρέπει αιτιολογημένες μετατοπίσεις (με αίτηση/έγκριση) και να μην τιμωρεί συλλήβδην όταν υπάρχει αντικειμενικός λόγος και μη παρεμβολές.
Ποιος είναι αρμόδιος για τι
Ο Δημητρόπουλος θεωρεί «εξαιρετικά αμφίβολο» ότι το ΕΣΡ είναι το αρμόδιο όργανο για να κρίνει πότε επιβάλλεται τεχνικά η να επιτραπεί η μεταβολή συχνότητας
Η ΕΕΤΤ έχει, κατά προϊσχύσασα και ισχύουσα νομοθεσία (π.χ. Ν. 3431/2006, Ν. 4070/2012, άρθρο 113 Ν. 4727/2020), εποπτεία & έλεγχο χρήσης φάσματος για όλους τους χρήστες, περιλαμβανομένων των αναλογικών ραδιοσταθμών, και επιβάλλει κυρώσεις σε τεχνικές παραβάσεις.
Η νομολογία (π.χ. ΣτΕ 2719/2011 (επταμ.)) έχει κρίνει ότι μη νομίμως επιβλήθηκε πρόστιμο από ΕΣΡ για τεχνική παράβαση: τέτοιες ανήκουν στην ΕΕΤΤ.
Άρα, ακόμη κι αν το ΕΣΡ εξετάζει νομιμότητα λειτουργίας/Μητρώο, η όποια κρίση για μεταβολή συχνότητας πρέπει να τεκμηριώνεται από την ΕΕΤΤ (μετρήσεις, παρεμβολές, χάρτες).
Πού «πονάνε» τα πράγματα
Η ρίζα του προβλήματος είναι η πολιτική επιλογή μη αδειοδότησης επί δεκαετίες. Οι νομικές κατασκευές τύπου «sui generis σχέσης» που οδηγούν σε απαγόρευση οποιασδήποτε μεταβολής δεν υπηρετούν την αποτελεσματική εποπτεία ούτε το δημόσιο συμφέρον.
Χρειάζεται:
-Οριστική αδειοδότηση με διαγωνιστική διαδικασία,
-Τεχνική ορθολογικότητα (χάρτες/συντονισμός),
-Καθαρή κατανομή αρμοδιοτήτων: ΕΕΤΤ για τεχνικά/φάσμα, ΕΣΡ για νομιμότητα & περιεχόμενο, με συνεργασία και σεβασμό στην αναλογικότητα/χρηστή διοίκηση. Ο άξονας της συλλογιστικής του Δημητρόπουλου, με μια φράση: Η αλλαγή συχνότητας στη μεταβατική περίοδο δεν είναι καθεαυτό παράνομη· είναι συχνά αναγκαία για την τεχνική τάξη και επιτρέπεται όταν εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή (ΕΕΤΤ) με γνώμονα μη παρεμβολές και πλήρη κάλυψη — και το ΕΣΡ οφείλει να το λαμβάνει αυτό υπόψη, αντί να ταυτίζει τη μεταβολή με «λύση της έννομης σχέσης».
Σημείωση πηγής: Όλα τα παραπάνω προέρχονται από το κείμενο του Π. Η. Δημητρόπουλου στο ΔΙΤΕ (πρώην ΔΙΜΕΕ), Τεύχος 2/2021, FORUM.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- ΜΗΤΕΡΑ: Σύστησε Επιστημονική Επιτροπή Κύησης Υψηλού Κινδύνου σε συνεργασία με το ΕΚΠΑ
- Ο Τσέχος σαμποτέρ της Aegean, τα σχέδια του Χόλτερμαν, η γιορτή του Περιστέρη, το μαγικό ραβδί του Ορσέλ στην Alpha, το νέο Βατερλό της ACAG, τι συμβαίνει με τον Γεραπετρίτη και γιατί είναι happy ο Πιέρ
- Γιατί δέχθηκε συγχαρητήρια ο Δένδιας, η απίστευτη ατάκα του Αδωνι για την προσθετική μαλλιών, ποιους θα δει η Κοβέσι και γιατί δάκρυσε ο Νικήτας
- Όμιλος «Γλάρος»: Από την κουζίνα του Σκλαβενίτη στις αγορές του εξωτερικού
