Οι επενδυτές προειδοποιούν ότι οι μεγάλες οικονομίες εισέρχονται σε μια νέα περίοδο «κυριαρχίας των δημοσιονομικών», κατά την οποία οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται υπό αυξανόμενη πίεση να διατηρήσουν τα επιτόκια τεχνητά χαμηλά, προκειμένου να αντισταθμίσουν το κόστος από τον υψηλό –σε επίπεδα ρεκόρ- δανεισμό των κυβερνήσεων.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι ΗΠΑ, όπου ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει παροτρύνει την Fed να μειώσει τα επιτόκια, προκειμένου να εξοικονομηθούν δισεκατομμύρια δολάρια σε έξοδα εξυπηρέτησης του χρέους.

1

Το δημόσιο χρέος οδηγεί σε νέες πολιτικές

Παράλληλα, το δημόσιο χρέος και το αυξανόμενο κόστος δανεισμού σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία ασκούν αντίστοιχα πίεση στις κεντρικές τράπεζες να υποχωρήσουν από την αυστηρή στάση τους  στη νομισματική πολιτική και με άλλους τρόπους όπως το να καθυστερήσουν τα σχέδια για μειώσεις στους ισολογισμούς τους, υπογραμμίζουν οικονομολόγοι και επενδυτές.

Ο συνδυασμός δημόσιου χρέους και αυξημένου κόστους «έδωσε πολιτικά κίνητρα στις κυβερνήσεις όλου του κόσμου να ασκήσουν πίεση στις κεντρικές τράπεζες για να μειώσουν τα επιτόκια», δήλωσε ο Κένεθ Ρόγκοφ, καθηγητής στο Χάρβαρντ και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ.

Με τις ΗΠΑ να ξεχωρίζουν λόγω της ανοιχτής αντιπαράθεσης μεταξύ της κυβέρνησης και της Fed, η παγκόσμια αύξηση του κόστους των μακροπρόθεσμων δανείων, τα οποία διογκώνονται από τις δημόσιες δαπάνες, έχει ασκήσει πίεση και σε άλλες κεντρικές τράπεζες να προσαρμόσουν την πολιτική τους για να περιορίσουν την άνοδο των αποδόσεων.

«Έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή δημοσιονομικής κυριαρχίας», πρόσθεσε ο Ρόγκοφ.

Η περίπτωση των ΗΠΑ

Στις ΗΠΑ, οι αναλυτές λένε ότι η τρέχουσα διαφορά μεταξύ των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική της κεντρικής τράπεζας, και του κόστους των μακροπρόθεσμων δανείων, το οποίο καθορίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από την αγορά, αντανακλά εν μέρει τις ανησυχίες ότι η νομισματική πολιτική θα κινηθεί σε πιο χαλαρά επίπεδα από αυτά που θα εξασφάλιζαν περιορισμούς στις τιμές καταναλωτή.

Η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των 2ετών και των 30ετών ομολόγων του Δημοσίου είναι περίπου η μεγαλύτερη από τις αρχές του 2022, καθώς οι βραχυπρόθεσμες αποδόσεις υποχωρούν καθώς αυξάνονται οι προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων.

Αναλυτές της Capital Economics αναφέρθηκαν στο παράδοξο της αντίδρασης μετά την δημοσιοποίηση των στοιχείων για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα, τα οποία οδήγησαν τον Τραμπ στο να επανέλθει με απειλές εναντίον του Πάουελ.

Ενώ οι αποδόσεις των 2ετών ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου μειώθηκαν κατά 0,02 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς οι επενδυτές αύξησαν τα στοιχήματά τους για μείωση των επιτοκίων, οι αποδόσεις των 30ετών ομολόγων αυξήθηκαν κατά 0,04 ποσοστιαίες μονάδες.

«Αυτή είναι μια ασυνήθιστη αντίδραση σε μια σχετικά ήπια έκθεση», σημείωσαν οι αναλυτές της Capital Economics, υπογραμμίζοντας ότι αυτό δίνει μία πρώτη γεύση του τι θα μπορούσε να συμβεί «αν ο Πάουελ απομακρυνθεί από τη Fed, ή αν ο Λευκός Οίκος λάβει μέτρα για να ασκήσει μεγαλύτερο έλεγχο στη νομισματική πολιτική, για παράδειγμαμε το διορισμό ενός νέου προέδρου της Fed που θα θεωρείται μαριονέτα του προέδρου».

Ο προσωρινός διορισμός του Stephen Miran, ενός στελέχους του Λευκού Οίκου που αναμένεται να ασκήσει πιέσεις για μείωση των επιτοκίων, στο διοικητικό συμβούλιο της Fed δείχνει ότι «αυξάνεται ο κίνδυνος δημοσιονομικής κυριαρχίας των ΗΠΑ», δήλωσε ο Τρέβορ Γκρίθαμ, επικεφαλής επενδύσεων πολλαπλών περιουσιακών στοιχείων στη Royal London Asset Management.

Ο Τιέρι Γουίζμαν, στρατηγικός αναλυτής για τα επιτόκια σε παγκόσμιο επίπεδο στην Macquarie Group, δήλωσε ότι υπάρχουν ενδείξεις για «δημοσιονομική εκμετάλλευση», αναφερόμενος στις αγορές μελλοντικής εκπλήρωσης που τιμολογούν πέντε μειώσεις των επιτοκίων κατά 0,25% έως το τέλος του επόμενου έτους, παρά το γεγονός ότι οι μεγάλες τράπεζες της Wall Street έχουν βελτιώσει τις οικονομικές τους προβλέψεις τους τελευταίους μήνες.

«Πέντε μειώσεις φαίνονται υπερβολικές αν δεν υπολογίζεις μια ύφεση», δήλωσε ο Γουίζμαν. «Πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένοι πιστεύουν ότι θα έχουμε έναν υποχωρητικό πρόεδρο της Fed και μία υποχωρητική Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FOMC)», πρόσθεσε.

Αγορές ομολόγων

Κι άλλες χώρες βρίσκονται στην ίδια δίνη του δημοσίου χρέους, ακόμα κι αν η ρητορική δεν εξίσου επιθετική.

Ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι αναμένει τα κρατικά δάνεια μεταξύ των χωρών με υψηλό εισόδημα να φτάσουν το ρεκόρ των 17 τρισ. δολαρίων φέτος, σε σύγκριση με 16 τρισ. δολάρια το 2024 και 14 τρισ. δολάρια το 2023.

Οι κεντρικές τράπεζες των ανεπτυγμένων αγορών εξακολουθούν να επαναφέρουν τις νομισματικές πολιτικές και τους ισολογισμούς τους σε πιο «φυσιολογικά» επίπεδα, μετά από χρόνια μαζικών αγορών ομολόγων που αποσκοπούσαν να βοηθήσουν τις οικονομίες τους να ανακάμψουν από την χρηματοπιστωτική κρίση και την πανδημία του Covid.

Ωστόσο, οι προσπάθειες συρρίκνωσης των ισολογισμών μέσω της πώλησης των εν λόγω ομολόγων μπορούν επίσης να αυξήσουν τις αποδόσεις και το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους

Οι επενδυτές παρακολουθούν στενά την Τράπεζα της Αγγλίας για να δουν αν θα ανακοινώσει τον περιορισμό του προγράμματος πώλησης ομολόγων τον επόμενο μήνα.

«Το δίλημμα που αντιμετωπίζουν είναι ότι, εάν οι χρηματοοικονομικές συνθήκες αυστηροποιηθούν λόγω των κινήσεων της κυβέρνησης στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής, η τράπεζα δεν μπορεί να κρατάει μία στάση που να διευκολύνει αυτή τη δημοσιονομική πολιτική», δήλωσε ο Mahmood Pradhan, παγκόσμιος επικεφαλής μακροοικονομικών στην Amundi Asset Management, αναφερόμενος στα σχέδια της κυβέρνησης των Εργατικών για το χρέος και τις δαπάνες. «Πιστεύω ότι η τράπεζα θα αντισταθεί πολύ σθεναρά στις πιέσεις της λεγόμενης δημοσιονομικής κυριαρχίας».

Τι εκτιμάει ο Ρέι Ντάλιο

Ωστόσο, ακόμη και στη Γερμανία, που είναι γνωστή για τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς της, το κόστος των 30ετών δανείων έχει αυξηθεί σε πάνω από 3%, το υψηλότερο επίπεδο από το 2011, κυρίως λόγω των σχεδίων της νέας κυβέρνησης του Βερολίνου να αυξήσει το δανεισμό για να αναζωογονήσει τις υποδομές της χώρας και να ενισχύσει τις αμυντικές δαπάνες.

Ορισμένοι οικονομολόγοι εκφράζουν την ανησυχία ότι αυτές οι τάσεις θα ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να στραφούν από το μακροπρόθεσμο στο βραχυπρόθεσμο χρέος, εκθέτοντας τις χώρες σε μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτόν των διακυμάνσεων των επιτοκίων.

«Η μεταβλητότητα καθιστά πιο δύσκολη την κατοχή μακροπρόθεσμων ομολόγων και, ως εκ τούτου, πιο δύσκολη την έκδοσή τους», δήλωσε ο Μάθιου Μόργκαν, επικεφαλής του τμήματος σταθερού εισοδήματος της Jupiter Asset Management.

Οι χώρες με το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ενδέχεται να είναι οι πιο εκτεθειμένες. Ο βετεράνος μακροοικονομικός επενδυτής Ρέι Ντάλιο προειδοποίησε για μια «σπείρα θανάτου του χρέους» σε ένα ακραίο σενάριο όπου οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να δανειστούν περισσότερα για να εξυπηρετήσουν τα αυξανόμενα έξοδα τόκων.

Εάν οι αποδόσεις των ομολόγων «γίνουν πολύ υψηλές, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να παρέμβουν ξανά, να τυπώσουν χρήμα και να αγοράσουν ομόλογα για να προσπαθήσουν να συγκρατήσουν τα επιτόκια, κάτι που θα μειώσει την αξία του χρήματος», δήλωσε σε συνέντευξή του.

Ο Dalio πρόσθεσε ότι τέτοιες ανησυχίες θα μπορούσαν να μειώσουν την αξία των νομισμάτων  όπως το δολάριο και το ευρώ, έναντι του χρυσού, ο οποίος έχει φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα φέτος.


© The Financial Times Limited 2024. All Rights Reserved. Not to be redistributed, copied or modified in any way.
mononews.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation.