Μια περίοδο αναζωογόνησης βιώνει ο ελληνικός τραπεζικός τομέας, η οποία υποστηρίζεται από τον ισχυρό εταιρικό και καταναλωτικό δανεισμό, τα υψηλά περιθώρια επιτοκίου, τη μείωση των δεικτών κόστους-εισόδων και του κόστους κινδύνου, καθώς και τη σταθερή ποιότητα του ενεργητικού, σύμφωνα με έκθεση της Scope Ratings για τον τραπεζικό τομέα. 

Όπως αναφέρει, μετά τη σημαντική εξυγίανση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας της σοβαρής κρίσης, κατά την οποία το τραπεζικό ενεργητικό συρρικνώθηκε κατά 60%, τέσσερις τράπεζες κατέχουν πάνω από το 90% του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα, σύμφωνα με την έκθεση.

1

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Eurobank, Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς, είναι τα κυρίαρχα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σήμερα στην χώρα μας, με τα έσοδα του τομέα να προέρχονται κυρίως από τα καθαρά έσοδα από τόκους, γεγονός που αντανακλά την εστίαση στη χορήγηση δανείων και τη χαμηλή διείσδυση στην αγορά των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες συγκαταλέγονται επί του παρόντος μεταξύ των πιο κερδοφόρων ιδρυμάτων στην ΕΕ, εν μέρει χάρη στα υψηλά μερίδια της εγχώριας αγοράς τους.

Μάλιστα, ο ακαθάριστος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων του τομέα μειώθηκε στο 3,6% τον Δεκέμβριο του 2024, από 49% το 2017.

Οι εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων υποστηρίχθηκαν από το Ελληνικό Σύστημα Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων, το οποίο θεσπίστηκε το 2019 και έκτοτε έχει παραταθεί αρκετές φορές.

Οι τράπεζες όχι μόνο καθάρισαν τους ισολογισμούς τους, αλλά και βελτίωσαν τα πρότυπα δανεισμού και παρακολούθησης.

Οι καταθέσεις των πελατών, ιδίως των πελατών λιανικής, αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδότησης του συστήματος.

Αφού έφυγαν από το σύστημα κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, οι καταθέσεις επέστρεψαν σταδιακά και ξεπέρασαν την αύξηση των δανείων για σχεδόν μια δεκαετία.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις από την ΕΕ και την κυβέρνηση οδήγησαν σε περαιτέρω ενίσχυση της καταθετικής βάσης.

Οι εγχώριες τράπεζες είναι μεγάλοι αγοραστές ελληνικών κρατικών ομολόγων, τροφοδοτώντας τις ανησυχίες της αγοράς σχετικά με τον βρόχο καταδίκης τραπεζών-κρατικών ομολόγων.

Η Scope υπολογίζει ότι οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 140% των κεφαλαίων της κατηγορίας 1 κατά μέσο όρο για τις τρεις συστημικές τράπεζες του δείγματος της ΕΑΤ τον Σεπτέμβριο του 2024 (EBA).

“Εκτός απροσδόκητης ύφεσης, προβλέπουμε διψήφιες αποδόσεις επί του μέσου όρου των ιδίων κεφαλαίων το 2025 και το 2026”, σημειώνει η Scope.

Εκτεθειμένες στον κύκλο των επιτοκίων

Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Scope, oι ελληνικές τράπεζες είναι περισσότερο εκτεθειμένες στον κύκλο των επιτοκίων από ό,τι οι διεθνείς ομόλογοι τους.

Δεδομένων των χαρακτηριστικών του ελληνικού τραπεζικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης μιας σχετικά μικρής αγοράς ενυπόθηκων δανείων, ο δανεισμός είναι προσανατολισμένος προς τις επιχειρήσεις, με αρκετά υψηλή έκθεση στη ναυτιλία και τον τουρισμό.

Η Scope τονίζει ότι αναμένει ότι η μέση ποιότητα των εταιρικών πελατών θα είναι πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν, έχοντας ήδη αντέξει μια σοβαρή επιδείνωση του λειτουργικού περιβάλλοντος κατά τη δεκαετία 2010- 2020.

Σύμφωνα με την Scope, η Ελλάδα αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης. Η Τράπεζα της Ελλάδος (Τραπέζα της Ελλάδος), η κεντρική τράπεζα, είναι η Εθνική Αρμόδια Αρχή (ΕΑΑ) για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα (ΜΕΑ) στην Ελλάδα.

Η Τράπεζα είναι επίσης η εθνική αρχή εξυγίανσης, υπεύθυνη για τη διαχείριση κρίσεων για τις τράπεζες και τους μη τραπεζικούς διαμεσολαβητές. Για τις σημαντικές τράπεζες, η Τράπεζα συνεργάζεται με το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRB) για την εκπόνηση σχεδίων εξυγίανσης.

Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν κοινωνική πρόκληση, όπως και η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός μεταξύ των ευάλωτων ομάδων. Επιπλέον, η συγκριτική επικράτηση των θέσεων εργασίας χαμηλού εισοδήματος και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων επιβαρύνει την παραγωγικότητα και τη φορολογική βάση.

Έχοντας ξεκινήσει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής το 2024, αναμένουμε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να μειώνει τα επιτόκια τα επόμενα δύο χρόνια, παρόλο που οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν λόγω των στενών αγορών εργασίας, των υψηλότερων τιμών ενέργειας λόγω της χαμηλής παροχής φυσικού αερίου στην Ευρώπη και των απειλών για τους δασμούς.

Αναπτυγμένη η οικονομία

Από το 2020, η ελληνική οικονομική ανάπτυξη είναι ισχυρή, σημειώνεται στην έκθεση, χάρη στην ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και την ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων, τα κυβερνητικά μέτρα και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας.

Η χώρα μας είναι παγκόσμιος ηγέτης στη ναυτιλία, ενώ άλλοι βασικοί τομείς είναι ο τουρισμός, η γεωργία και η μεταποίηση.

Η Scope τονίζει ότι η οικονομία της Ελλάδας ανακάμπτει σταδιακά από μια σοβαρή κρίση χρέους, η οποία οδήγησε σε προγράμματα διάσωσης, αναδιάρθρωση του χρέους και μέτρα λιτότητας.

Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας παραμένει περίπου 40% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Οι προβλέψεις

Αύξηση της παραγωγής κατά 2,2% το 2025 και 1,6% κατά μέσο όρο από το 2026 έως το 2029, ενώ το δυναμικό ανάπτυξης ανέρχεται σε 1,25%, προβλέπει η Scope.

Aναβάθμισε μάλιστα την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα το 2023 και αύξησε την αξιολόγηση κατά μία βαθμίδα τον Δεκέμβριο του 2024 σε BBB/Stable, υποστηριζόμενη από τις προσδοκίες για περαιτέρω μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, ισχυρότερα από τα αναμενόμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος και μείωση των οικονομικών ανισορροπιών.

Ωστόσο, επισημαίνει ότι υψηλό δημόσιο χρέος (158% του ΑΕΠ) αποτελεί την κύρια αδυναμία της χώρας, καθώς μπορεί να περιορίσει την ικανότητα της κυβέρνησης να στηρίξει την οικονομία σε περιόδους ύφεσης.

Οι πολιτικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την πολιτική είναι μέτριοι για τα επόμενα χρόνια, αλλά ενδέχεται να αυξηθούν μακροπρόθεσμα.

Παράλληλα, οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες και οι δημογραφικές προκλήσεις, όπως η καθαρή μετανάστευση, περιορίζουν τη μακροπρόθεσμη τάση ανάπτυξης και τα επίπεδα πλούτου.

Πού βρίσκεται η ανεργία – Οι προκλήσεις

Στην έκθεση της Scope αναφέρεται ότι ενώ η ανεργία μειώθηκε το 2024 στο 9,4%, παρέμεινε αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (5,9%) τον Οκτώβριο του 2024.

Τα νοικοκυριά, σημειώνει, εξακολουθούν να υποφέρουν από τους χαμηλούς μισθούς, περίπου 20% χαμηλότερους από ό,τι πριν από 15 χρόνια, καθώς και από το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα.

Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν κοινωνική πρόκληση, όπως και η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός μεταξύ των ευάλωτων ομάδων, εξηγεί η Scope.

Επιπλέον, η συγκριτική επικράτηση των θέσεων εργασίας χαμηλού εισοδήματος και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων επιβαρύνει την παραγωγικότητα και τη φορολογική βάση.

Τέλος, στην έκθεση σημειώνεται ότι: “Έχοντας ξεκινήσει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής το 2024, αναμένουμε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να μειώνει τα επιτόκια τα επόμενα δύο χρόνια, παρόλο που οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν λόγω των στενών αγορών εργασίας, των υψηλότερων τιμών ενέργειας και των απειλών για δασμούς”.

Διαβάστε επίσης: 

ΤτΕ: Πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου o Χρήστος Χατζηεμμανουήλ – Η νέα σύνθεση

Παγκόσμια αναγνώριση για την Πειραιώς στα βραβεία «The Banker Technology Awards 2025»

Eurostat: Αναθεώρησε στο 2,6% από 2,7% τον πληθωρισμό για την Ελλάδα τον Απρίλιο – Αμετάβλητος στην ευρωζώνη