• Κοινωνία

    «Βόμβα» ΣτΕ για τους δημοσίους υπαλλήλους: Συνταγματική η κατάργηση των τριών δώρων τους

    • Ρεγγίνα Σπυράτου
    Συμβούλιο της Επικρατείας

    Συμβούλιο της Επικρατείας


    Ονειρο ήταν και πέρασε για τους δημοσίους υπαλλήλους!

    Οριστικά και αμετάκλητα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάσισε, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι είναι συνταγματική η οριστική κατάργηση των ήδη «κουτσουρεμένων» δώρων τους. Μια απόφαση «βόμβα» για τους δημοσίους υπαλλήλους που, από τα τέλη του περασμένου Δεκέμβρη, ήλπιζαν στην επιστροφή των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος αδείας. Τότε, το ΣΤ’ Τμήμα του ΣτΕ, με μια σχεδόν ομόφωνη απόφαση (6-1) είχε ταχθεί υπέρ της αντισυνταγματικότητας της κατάργησης των δώρων.

    Η απόφαση της Ολομέλειας (όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση, μετά την κρίση του ΣΤ’ Τμήματος) ελήφθη σύμφωνα με πληροφορίες, κατά πλειοψηφία, σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών, την περασμένη Παρασκευή.

    Η οριστική κατάργηση των δώρων έγινε με το νόμο 4093/2012 και αφορούσε εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, υπαλλήλων ΟΤΑ,

    Εισηγήτρια: «Αντισυνταγματική η κατάργηση»

    Η εισηγήτρια στην Ολομέλεια Ελένη Παπαδημητρίου, τάχθηκε με τις θέσεις του ΣΤ΄ Τμήματος.

    Μάλιστα, επικαλέστηκε και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και την  Ευρωπαϊκή νομοθεσία.

    Στην εισήγηση της φέρεται να ανέφερε ότι «λόγω της αποτυχίας είσπραξης των προβλεπομένων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών και της αδυναμίας προώθησης των διορθωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές. Γιατί ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των νόμων 3833/2010 και 3845/2012 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως και πάλι, κατά παράβαση της κατ΄  άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών».

    Κατά την εισηγήτρια, «αυτές οι περικοπές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που παρέχει δέσμη μέτρων για ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών».

    Τον περασμένο Δεκέμβρη το ΣΤ’ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε ότι κακώς καταργήθηκαν τα δώρα.

    «Οχι άλλες μειώσεις στους μισθούς, που οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω από αυτό της αξιοπρεπούς διαβίωσης», ήταν η θεμέλιος βάση τότε του σκεπτικού των ανώτατων δικαστών.

    Η πλήρης κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων έγινε  με το νόμο 4093/12.

    Ηδη τα δώρα είχαν μειωθεί με το πρώτο μνημόνιο.

    Παραπέμφθηκε για κρίση στο ΣτΕ μετά τη δικαίωση δικαστικών υπαλλήλων από τα διοικητικά δικαστήρια και την προσφυγή αναίρεσης του ελληνικού δημοσίου.

    Οι ανώτατοι δικαστές έκριναν ότι αυτές οι νέες μειώσεις στις αποδοχές, που άρχισαν από 1.1.2013,

    αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

    Στο σκεπτικό τους οι δικαστές του ΣΤ’ Τμήματος ανέφεραν:

    «Ο νομοθέτης όφειλε, αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τον επιδωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης.”

    Στην απόφαση αντισυνταγματικότητας οι δικαστές ουσιαστικά έλεγαν ότι οι μισθωτοί δεν αντέχουν άλλες μειώσεις.

    «Ο νομοθέτης – αναφέρουν στο σκεπτικό τους – εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο, με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτερω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».



    ΣΧΟΛΙΑ