• Κοινωνία

    ΣτΕ: Νόμιμη η υποχρεωτική κατάθεση των διαθέσιμων των ΟΤΑ σε ειδικό λογαριασμό της ΤτΕ


    Νόμιμες και συνταγματικές έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας τις υπουργικές αποφάσεις που επέβαλαν την κατάθεση των διαθεσίμων των δήμων και των περιφερειών, σε ειδικό λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος.

    Με 8 αποφάσεις της, η Ολομέλεια του ΣτΕ απέρριψε τις αιτήσεις ακυρώσεως του Δήμου Πειραιά, της ΚΕΔΕ, της Κοινωφελούς Επιχείρησης του Δήμου Καλαμαριάς, των Δήμων Καλαμαριάς, Καλλιθέας, Αλίμου, Καισαριανής και Λήμνου κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με αίτημα την ακύρωση της οικ. 2/6748/ΔΛΓΚ/21-1-2019 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός λειτουργίας τραπεζικών λογαριασμών και ταμειακός προγραμματισμός των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που υπάγονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014 όπως ισχύει» (Β΄ 104), κατά το μέρος που στο πεδίο εφαρμογής της συμπεριλαμβάνονται οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως Α βαθμού, ως αντίθετης στην συνταγματικώς προστατευόμενη διοικητική, οικονομική και δημοσιονομική αυτοτέλεια των Ο.Τ.Α.

    Μετά την άσκηση των ως άνω αιτήσεων εκδόθηκε η οικ. 2/54366 /ΔΛΓΚ/1.7.2019 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β 2680/1.7.2019) με τίτλο «Καθορισμός λειτουργίας τραπεζικών λογαριασμών και ταμειακός προγραμματισμός, των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης που υπάγονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014, όπως ισχύει», με την οποία ρυθμίσθηκαν εκ νέου τα ίδια ως άνω ζητήματα, καταργήθηκε δε ρητώς η προσβαλλόμενη με τις ως άνω αιτήσεις ΑΥΟ και ορίσθηκε ότι η νεώτερη αυτή απόφαση ισχύει από 1.10.2019.

    Υπό τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση συνεχίσεως της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ.18/1989 με μόνες παραδεκτώς προσβαλλόμενες πράξεις την οικ. 2/54366 /ΔΛΓΚ/1.7.2019 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και την οικ. 2/66482/ΔΛΤΠ/Γ΄/28.8.2019 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών.

    Το Δικαστήριο, προκειμένου να εξετάσει την συμφωνία ή μη των διατάξεων του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014 και των προσβαλλόμενων υπουργικών αποφάσεων προς το Σύνταγμα, δέχθηκε ότι με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η εξουσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως να αποφασίζουν δι’ ιδίων οργάνων την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων εντός του πλαισίου των κανόνων, οι οποίοι διέπουν την οργάνωση και την λειτουργία τους και οι οποίοι θεσπίζονται από τον τυπικό νόμο ή την κατ’ εξουσιοδότηση τούτου κανονιστικώς δρώσα διοίκηση.

    Για τον σκοπό αυτό, ο συνταγματικός νομοθέτης αναγνωρίζει την διοικητική αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, αποκλείοντας τον έλεγχο σκοπιμότητας των πράξεων των οργάνων τους, και εγγυάται την οικονομική τους αυτοτέλεια, εξασφαλίζοντας τους αναγκαίους για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και την εκπλήρωση της αποστολής τους οικονομικούς πόρους, είτε με την απονομή σ’ αυτούς εξουσίας, όπως νόμος ορίζει, καθορισμού και απ’ ευθείας εισπράξεως τοπικών εσόδων, είτε με την ενίσχυσή τους από δημόσια έσοδα.

    Από την διττή αυτή αυτοτέλεια απορρέει και η δημοσιονομική αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση, ψήφιση και εκτέλεση προϋπολογισμού από όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, χωρίς επέμβαση της κεντρικής διοικήσεως, πέραν των ορίων που επιβάλλει η άσκηση της κρατικής εποπτείας.

    Η κατά τα ανωτέρω αυτοτέλεια των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως αναγνωρίζεται αποκλειστικώς για την εκτέλεση της συνταγματικής αποστολής τους, συνιστάμενης στην διοίκηση των τοπικών υποθέσεων προς ικανοποίηση των τοπικών αναγκών και ενίσχυση της τοπικής ευημερίας, και, επομένως, δεν δύναται να αντιταχθεί σε μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής του Κράτους, τα οποία αποβλέπουν στην διασφάλιση αποτελεσματικής δημοσιονομικής διαχειρίσεως των πόρων του υπό την ευρεία έννοια δημόσιου τομέα, στον οποίο ανήκουν και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως, χωρίς να εμποδίζουν την ελεύθερη δράση των οργάνων τους για την επίτευξη των σκοπών της τοπικής αυτοδιοικήσεως ως οργανωτικού σχήματος δημοσίας διοικήσεως. [Με ειδικότερη γνώμη ενός Αντιπροέδρου].

    Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 80 παρ. 1 του ν. 4549/2018, καθώς και της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, δεν είναι αντίθετες με τις παραγράφους 2, 4 και 5 του άρθρου 102 του Συντάγματος, διότι η υποχρεωτική συγκέντρωση και διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων των Φορέων Γενικής Κυβερνήσεως στην Τράπεζα της Ελλάδος, ως η βασική μεταξύ των αμφισβητούμενων εν προκειμένω ρυθμίσεων, επιλέχθηκε από τον νομοθέτη ως το κατάλληλο μέτρο προκειμένου ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος έχει εκ του Συντάγματος και του νόμου την ευθύνη για την παρακολούθηση του ύψους του δημοσίου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, να αποκτά πλήρη και σαφή εικόνα της ρευστότητας και των ταμειακών αναγκών του συνόλου των Φορέων Γενικής Κυβερνήσεως, τα οικονομικά στοιχεία των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψη – κατά τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου – για τον καθορισμό του ύψους του δημοσίου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, με σκοπό την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας ως προς την χρήση της διαθέσιμης ρευστότητας, την επίτευξη αξιόπιστων προβλέψεων σχετικώς προς τις ταμειακές ροές του συνόλου της Γενικής Κυβερνήσεως και την αποφυγή άσκοπου δανεισμού.

    Συνεπώς, πρόκειται περί δημοσιονομικού μέτρου, το οποίο, κατά το μέρος που εφαρμόζεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως, ως φορείς Γενικής Κυβερνήσεως, εμποδίζει μεν την ελεύθερη εκ μέρους τους διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων τους, πλην, δεν προκαλεί περιουσιακή τους βλάβη και δεν εμποδίζει την εκτέλεση του προϋπολογισμού τους, όπως αναλυτικά εκτίθεται στις ανωτέρω αποφάσεις.

    Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

    1. Οι εν λόγω διατάξεις δεν παραβιάζουν την αρχή της ισότητας, διότι το καθεστώς αυτοδιοικήσεως και αυτοτελείας των ΟΤΑ δεν εμποδίζει την εφαρμογή σε αυτούς, ως φορείς Γενικής Κυβερνήσεως, των διατάξεων του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014 και της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, ούτε το καθεστώς αυτό τούς διαφοροποιεί από τους λοιπούς φορείς Γενικής Κυβερνήσεως.

    2. Οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αφορούν τοπική υπόθεση αλλά την δημοσιονομική διαχείριση των πόρων του υπό ευρεία έννοια δημόσιου τομέα και, επομένως, δεν υφίσταται συνταγματική υποχρέωση να ζητείται σχετικώς η προηγούμενη γνώμη του οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως .

    3. Οι διατάξεις του άρθρου 13 της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ δεν θεσπίζουν υποχρέωση των κρατών μελών να προβούν σε δημοσιονομική αποκέντρωση, ούτε αποβλέπουν στην προστασία της υφιστάμενης σε κράτη μέλη δημοσιονομικής αποκεντρώσεως και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των διατάξεων της εν λόγω Οδηγίας.

    4. Από τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1850/1989 (Α 114), προκύπτει ότι στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως αναγνωρίζεται δικαίωμα σε ίδιους πόρους, επαρκείς και ανάλογους για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προερχόμενους, κατά ένα μέρος, από τοπικούς φόρους και τέλη, το ύψος των οποίων ορίζουν οι ίδιοι, σύμφωνα με τον νόμο.

    Το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται στο πλαίσιο της εθνικής οικονομικής πολιτικής και συνεπάγεται την ελευθερία χρήσεως των πόρων για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Συνεπώς, με τις διατάξεις αυτές δεν αναγνωρίζεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ελευθερία ταμειακής διαχειρίσεως.

    4. Οι διατάξεις του άρθρου 69Α του ν. 4270/2014 επιβάλλουν τις αυτές υποχρεώσεις σε όλους, γενικώς, τους Φορείς Γενικής Κυβερνήσεως, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως Α΄ και Β΄ βαθμού.

    Συνεπώς, η κατά την παράγραφο 16 του ως άνω άρθρου, απειλή καθαιρέσεως, ως κυρώσεως λόγω μη συμμορφώσεως των φορέων Γενικής Κυβερνήσεως προς τις υποχρεώσεις αυτές, των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του φορέα, των εκτελεστικών του οργάνων και του Προϊσταμένου των οικονομικών υπηρεσιών του, νοείται, κατά το μέρος που αφορά τους ΟΤΑ, υπό τις εγγυήσεις του άρθρου 102 παρ. 4 του Συντάγματος.

    Επομένως, δεν δύναται να επιβληθεί η εν λόγω κύρωση εις βάρος αιρετών οργάνων τοπικής αυτοδιοικήσεως χωρίς προηγουμένως να έχει αποφανθεί σχετικώς συλλογικό πειθαρχικό όργανο, αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές.

    Επίσης, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 702/2020 [Δήμος Θάσου Ν. Καβάλας κατά Υπουργού Οικονομικών] με εισηγητή τον Σύμβουλο Σ. Μαρκάτη , απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, η αίτηση ακύρωσης του Δήμου Θάσου, καθώς κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, ο αιτών Δήμος δεν παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε εμφανίσθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός του για να δηλώσει ότι εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως, ούτε προσκομίσθηκε μέχρι την συζήτηση πράξη περί παροχής πληρεξουσιότητας στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο.

    Τέλος, με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 718/2020 [Δήμος Ξάνθης κατά Υπουργού Οικονομικών], ΣτΕ Ολ 719/2020 [Δήμος Μαρκοπούλου Μεσογαίας Αττικής κατά Υπουργού Οικονομικών], με εισηγήτρια την Σύμβουλο Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, καταργήθηκαν οι ανοιγείσες με τις αιτήσεις ακυρώσεως δίκες καθ’ όσον δεν είχε ζητηθεί (με δικόγραφο του άρθρου 18 παρ. 3 του π.δ. 18/1989) η συνέχιση αυτών κατά της νεώτερης και μόνης ισχύουσας κατά τον χρόνο συζητήσεως υπουργικής αποφάσεως, που ρύθμισε εκ νέου το θέμα της μεταφοράς των ταμειακών διαθεσίμων των Φορέων της Γενικής Κυβερνήσεως στην Τράπεζα της Ελλάδος, αντικαθιστώντας την ρητώς προσβαλλόμενη πράξη.



    ΣΧΟΛΙΑ