Ανάμεσα στα 44 μέλη της εγκληματικής οργάνωσης που συνελήφθησαν για τη μαζική επιχείρηση τηλεφωνικών απατών βρίσκεται και μια 37χρονη πρώην αθλήτρια της ενόργανης γυμναστικής, η οποία έχει συμμετάσχει σε μεγάλες διοργανώσεις κατακτώντας μάλιστα και μετάλλια.

Όπως μεταδίδει η ΕΡΤ, η 37χρονη είχε υποστηρικτικό ρόλο στη διαδικασία ξεπλύματος χρημάτων του κυκλώματος, στο οποίο μετείχε και ο αδερφός της. Εκείνος φέρεται να λειτουργούσε ως εισπράκτορας της οργάνωσης, παραλαμβάνοντας μετρητά ή τιμαλφή από τα θύματα, παριστάνοντας τον λογιστή. Σε βάρος του αναμένεται να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, υπάρχουν καταγεγραμμένες συνομιλίες της γυναίκας με τον αδερφό της και άλλα μέλη, που σχετίζονται με μεταφορές χρημάτων σε τραπεζικές κάρτες της.

1

Πώς λειτουργούσε το κύκλωμα

Η έρευνα της ΕΛΑΣ αποκάλυψε το modus operandi της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία είχε στήσει το αρχηγείο–τηλεφωνικό κέντρο της στο Ζευγολατιό Κορινθίας. Η τοποθεσία προσφερόταν τόσο για εύκολη διαφυγή όσο και για την απόκρυψη χρημάτων και πολύτιμων αντικειμένων που αποσπούσαν από τα θύματα.

Το τηλεφωνικό κέντρο στελεχωνόταν από τουλάχιστον έναν βοηθό του διευθύνοντος και λίγα, απολύτως έμπιστα μέλη, τα οποία μιλούσαν άπταιστα ελληνικά, διέθεταν τεχνική εξειδίκευση στη χρήση συσκευών και άριστη γνώση ηλεκτρονικής τραπεζικής. Εκτός από το Ζευγολατιό, τηλεφωνικά κέντρα λειτουργούσαν και στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου, όπως σε Βραχάτι, Άσσο και Εξαμίλια.

Παράλληλα είχαν δημιουργήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα, Αχαρνές και Φυλή (Άνω Λιόσια – Ζεφύρι), ώστε να μην εντοπίζονται τα ηγετικά μέλη και να μη συνδέονται οι χώροι αυτοί με το «αρχηγείο». Αξιοποιώντας συγγενικές και φιλικές σχέσεις, ανέθεταν σε άτομα από την επαρχία —με αμοιβή— να μετακινούνται πανελλαδικά και να λειτουργούν ως εισπράκτορες, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο τον εντοπισμό των οργανωτών.

Η οργάνωση χαρακτηριζόταν από μεγάλη ευελιξία και επαγγελματική οργάνωση. Καθημερινά πραγματοποιούνταν κλήσεις από περίπου 40 τηλεφωνητές, ενώ χρησιμοποιούσαν 150 επιχειρησιακά κινητά, τα οποία απενεργοποιούσαν συχνά, προμηθευόμενοι νέα για να μπλοκάρουν την ανίχνευση. Η μέθοδος δράσης προσαρμοζόταν ανάλογα με τις εξελίξεις στην αγορά, τις κρατικές επιδοτήσεις και τις νέες ανακοινώσεις της κυβέρνησης.

Οι ρόλοι και τα τεχνάσματα

Τα μέλη της οργάνωσης προσποιούνταν διαρκώς διαφορετικές ιδιότητες:

• Υπαλλήλους δημοσίων φορέων, πείθοντας τα θύματα να στείλουν χρήματα για δήθεν επιστροφές ποσών ή πληρωμές τιμολογίων.
• Λογιστές ή φοροτεχνικούς, αποκτώντας πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς των θυμάτων ή φροντίζοντας για άμεσες αναλήψεις. Συχνά στη συνομιλία παρενέβαινε και δεύτερο μέλος, που παρουσιαζόταν ως προϊστάμενος για μεγαλύτερη πειστικότητα.
• Λογιστές που «βοηθούσαν» ηλικιωμένους, τους οποίους έπειθαν να παραδώσουν μετρητά και τιμαλφή σε συνεργούς τους με πρόσχημα ασφαλιστικές ή φορολογικές διαδικασίες.
• Αστυνομικούς, όταν το θύμα εξέφραζε αμφιβολίες, ζητώντας του να πετάξει χρήματα και κοσμήματα από το μπαλκόνι για δήθεν «παγίδευση» απατεώνων.
• Πωλητές οχημάτων ή μηχανημάτων, ανεβάζοντας ψεύτικες αγγελίες με δελεαστικές τιμές. Απαιτούσαν «προκαταβολές» σε λογαριασμούς που έλεγχαν και στη συνέχεια εξαφανίζονταν χωρίς να ολοκληρώσουν την αγοραπωλησία.

Για να αποφύγουν τον εντοπισμό, χρησιμοποιούσαν κωδικοποιημένες λέξεις, τεχνολογικά εργαλεία και διάφορες τεχνικές κάλυψης των χαρακτηριστικών τους.

Η δομή της οργάνωσης

Στην κορυφή βρίσκονταν ο διευθύνων και οι στενοί του συνεργάτες —κυρίως συγγενικά πρόσωπα— οι οποίοι καθόριζαν την ταυτότητα, τη μεθοδολογία και τον τρόπο δράσης. Είχαν τον πλήρη έλεγχο των οικονομικών και την ευθύνη συντονισμού όλων των επιπέδων.

Ακολουθούσαν οι επικεφαλής των επιχειρησιακών κέντρων, οι βοηθοί τους, οι τηλεφωνητές, όσοι στρατολογούσαν τραπεζικά στοιχεία, καθώς και οι εισπράκτορες.

Στη βάση της πυραμίδας βρίσκονταν τα money mules, που παρείχαν τις κάρτες και τα τραπεζικά credentials τους έναντι 300–800 ευρώ. Τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνταν τόσο για μεταφορά χρημάτων όσο και για την κάλυψη της ταυτότητας των ηγετικών μελών.

Μέχρι τώρα η Αστυνομία έχει εξιχνιάσει 1.089 περιπτώσεις απατών, με το παράνομο κέρδος της οργάνωσης να υπολογίζεται σε τουλάχιστον 7,6 εκατ. ευρώ.