• Διανομή νερού τα παλαιότερα χρόνια

    Κοινωνία

    Πώς έπιναν νερό οι Αθηναίοι πριν από το φράγμα του Μαραθώνα;

    • Βίκυ Βενιού

    Παράταση έως τις 29 Μαρτίου 2020 παίρνει η μεγάλη επετειακή έκθεση της ΕΥΔΑΠ με τίτλο «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ – 90 ΧΡΟΝΙΑ ΦΡΑΓΜΑ ΜΑΡΑΘΩΝΑ», εξαιτίας της αυξημένης προσέλευσης και του έντονου ενδιαφέροντος του κόσμου.

    Ενενήντα χρόνια ολοκληρώνονται φέτος από την κατασκευή του Φράγματος, αλλά και της τεχνητής λίμνης του Μαραθώνα, που εισήγαγαν μία νέα εποχή στην επεξεργασία και το δίκτυο διανομής του νερού στους κατοίκους της Αθήνας, αλλάζοντας ολοκληρωτικά τα δεδομένα που υπήρχαν έως τότε.

    Πώς έπιναν όμως νερό οι Αθηναίοι πριν από το σημαντικό αυτό έργο και πώς λειτουργούσε το δίκτυο ύδρευσης, ώστε να φτάσει στα νοικοκυριά της ελληνικής πρωτεύουσας και των γύρω περιοχών;

    H ιστορία της ελληνικής πρωτεύουσας ήταν άρρηκτα και διαχρονικά συνδεδεμένη με το πρόβλημα της λειψυδρίας, που ξεκινά από την αρχαιότητα και απασχολούσε τους Αθηναίους μέχρι και πρόσφατα. Ο λόγος που η πρωτεύουσα πάλευε διαρκώς με την έλλειψη νερού ήταν ότι στο λεκανοπέδιο της Αττικής δεν υπάρχουν μεγάλα ποτάμια ή λίμνες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μόνο επιφανειακά νερά, που ήταν πολύ λίγα για να καλύψουν τις ανάγκες της ολοένα και πιο επιβαρυμένης σε πληθυσμό πόλης.

    Η πορεία της ύδρευσης της Αθήνας πηγαίνει πολύ πίσω. Πριν την κατασκευή του πρώτου υδραγωγείου, η υδροδότηση της πόλης γινόταν κατά το πλείστον από πηγές και από πηγάδια. Παράλληλα υπήρχαν πολλές κρήνες διάσπαρτες μέσα στην πόλη, αλλά και πλήθος δεξαμενών, στις οποίες συγκεντρωνόταν βρόχινο νερό.

    Διανομή νερού τα παλαιότερα χρόνια

    Η υδροδότηση της Αθήνας στην αρχαιότητα

    Στην αρχαιότητα, το γνωστότερο υδραγωγείο ήταν το Πεισιστράτειο, μια κατασκευή που εξασφάλισε στην πόλη της Αθήνας ο τύραννος Πεισίστρατος, το 530 π.Χ. Το συγκεκριμένο έργο είχε μήκος 2.800 μέτρα και αντλούσε νερό από τις πηγές του Υμηττού. Την ίδια εποχή υπήρχαν, βέβαια και άλλα, μικρότερα υδραγωγεία σε διάφορα σημεία της πόλης, τα οποία ήταν λαξευμένα σε σχιστόλιθο ή νεοκατασκευασμένα από κεραμικά τεμάχια, συνδεδεμένα με μόλυβδο. Παράλληλα, στην πόλη της Αθήνας υπήρχαν και υδρομαστεύσεις, βοηθούμενες από μικροφράγματα.

    Η πρώτη κατασκευή υδροληψίας στα μεταχριστιανικά χρόνια

    Το 125 μ.Χ. ξεκίνησε η πορεία της σύγχρονης ιστορίας ύδρευσης της Αθήνας, με την έναρξη της κατασκευής του Αδριάνειου Υδραγωγείου, ενός πολύ σπουδαίου τεχνικού έργου για τα δεδομένα της εποχής. Η κατασκευή του Υδραγωγείου στα χρόνια της κυριαρχίας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού αποτελούσε κυριολεκτικά μια τεχνολογική καινοτομία. Το έργο ολοκληρώθηκε το 140 μ.Χ, από τον διάδοχο του αυτοκράτορα Αδριανού, Αντωνίνο Πίο και ήταν η κατασκευή που εξασφάλιζε το νερό στους Αθηναίους για περισσότερα από 1.800 χρόνια.

    Οι σήραγγες του Αδριάνειου υδραγωγείου ξεκινούσαν από την πηγή της Κιθάρας, που βρισκόταν στους πρόποδες της Πάρνηθας και, ακολουθώντας μια διαδρομή που περνούσε από τις σημερινές περιοχές Μεταμόρφωση, Ηράκλειο, Νέα Ιωνία και Κηφισίας, έφθανε στην περιοχή των Αμπελοκήπων, για να καταλήξει στη Δεξαμενή του Λυκαβηττού, στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Κολωνάκι, εκεί όπου αποθηκεύονταν τα νερά του υδραγωγείου.

    Η Δεξαμενή στο Κολωνάκι

    Τα νερά διοχετεύονταν με υδατογέφυρες στην πόλη των Αθηνών. Μέσω του Αδριάνειου Υδραγωγείου «έγινε για πρώτη φορά δυνατή η απόληψη υδάτων της Πάρνηθας και του Πεντελικού», σημειώνει ο Μανόλης Κορρές. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σήμερα, κομμάτια της κατασκευής αυτής διασώζονται στην περιοχή της Νέας Ιωνίας, διατηρώντας ζωντανή τη μνήμη της ύπαρξης αυτού του πολύ σημαντικού και καινοτόμου, για την εποχή του, έργου.

    Το Αδριάνειο Υδραγωγείο υπήρξε, ουσιαστικά, το έργο εκείνο που συνέβαλλε καθοριστικά στο χρόνιο και μείζον πρόβλημα της λειψυδρίας που αντιμετώπισε η πρωτεύουσα, προσφέροντας ένα σημαντικό μέσο διανομής του νερού, ώστε οι Αθηναίοι να μην υποφέρουν από την έλλειψη νερού.

    Για όποιον δεν γνωρίζει την ιστορική πορεία, αλλά και τη σημασία αυτού του έργου, το Ιστορικό Αρχείο που διαφυλάττει η ΕΥΔΑΠ προσφέρει μια πλήρη διαδρομή, μέσα από σπάνιο φωτογραφικό υλικό, μαρτυρίες, αλλά και επιστημονικές μελέτες, στην εξερεύνηση του Αδριάνειου Υδραγωγείου, στα φρεάτια, τα πηγάδια, τους τρόπους υδροδότησης της Αθήνας της εποχής, αποκαλύπτοντας το συμβολικό μέγεθος αυτού του «ύψιστης γεωλογικής, μηχανικής και αρχιτεκτονικής κατασκευής, λειτουργικό και αναξιοποίητο» αρχαίο έργο. Στο ίδιο αρχείο περιλαμβάνονται και κατασκευές που λειτουργούσαν συμπληρωματικά με το Αδριάνειο Υδραγωγείο, όπως τα 200 πηγάδια που καταγράφηκαν στην περιοχή, καθώς και οι βιοτεχνικές και βιομηχανικές μονάδες που λειτούργησαν στην υδάτινη διαδρομή.

    Πολλοί είναι, μάλιστα, οι ακαδημαϊκοί που γράφουν για το συγκεκριμένο τεχνικό έργο, αναδεικνύοντας τη σημασία του. Ανάμεσά τους, ο Παναγιώτης Δευτεραίος (πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ και υποψήφιος διδάκτωρ στα Αρχαία Υπόγεια Υδραυλικά Έργα), ο δρ Ευστάθιος Χιώτης (μηχανικός Μεταλλείων, μεταλλουργός, τ. διευθυντής και σύμβουλος ΙΓΜΕ) και ο δρ Νικόλαος Μαμάσης (αναπληρωτής καθηγητής Τεχνικής Υδρολογίας του ΕΜΠ).

    Από την άλλη, ξεχωριστή αναφορά στο υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας κάνει η Όλγα Δακουρά – Βογιατζόγλου, αρχαιολόγος, μέλος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς-TICCI. Η Νέα Ιωνία, μάλιστα, αναφέρεται ως «Ποδαράδες», όνομα που είχαν δώσει στην περιοχή οι παλαιότεροι και πιστεύεται ότι προέρχεται από τις κολόνες (ποδάρια ή ποδάρες) του Αδριανείου που γεφύρωναν το ρέμα του Περισσού. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, πάλι, το όνομα αυτό προέρχεται από το όνομα του Τούρκου κτηματία της περιοχής, αγά Μουσταφά Ποδάρα.

    Οι υδατογέφυρες που έχουν απομείνει σήμερα να θυμίζουν το παρελθόν αντανακλούν ξεκάθαρα το πέρασμα του χρόνου που μεσολαβήσει πάνω τους, καθώς όμως και «την ανθρώπινη κακομεταχείριση και την απαξίωση από την αδιαφορία των αρμοδίων. Παρ’ όλα αυτά, τα αρχαία κατάλοιπα δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το μεγαλείο του έργου στην εποχή της κατασκευής και της λειτουργίας του», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η κ. Βογιατζόγλου.

    Η μάχη για υδροδότηση της πρωτεύουσας το 19ο αιώνα

    Το υδραγωγείο λειτούργησε ικανοποιητικά μέχρι την υποδούλωση της Αθήνας από τους Τούρκους, οι οποίοι αδρανοποίησαν το υδραγωγείο. Τα προβλήματα που αντιμετώπισε το Αδριάνειο Υδραγωγείο αποτυπώνονται σε πλήθος δημοσιευμάτων σε εφημερίδες του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ζητήματος που προέκυψε αποτελεί η απολογητική επιστολή του δημάρχου Αθηναίων, Σπύρου Πάτση, σχετικά με την την κατάπτωση που είχε υποστεί τμήμα του υδραγωγείου.

    Σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Εμπρός», του 1899, αναφέρονται οι διαδηλώσεις που πραγματοποιούσαν οι Αθηναίοι της εποχής, ζητώντας να αποκατασταθεί το ζήτημα της ύδρευσης. «Νερό, θέλουμε νερό», διαμαρτύρονταν τότε οι κάτοικοι της πρωτεύουσας. Η ίδια εφημερίδα, μάλιστα, είχε πραγματοποιήσει και σχετική καμπάνια, ζητώντας τη μεταφορά των νερών της Στυμφαλίας στη διψασμένη πρωτεύουσα. Παράλληλα, ο τότε ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία», Ε. Λάμψας δήλωνε πως «όποιος φέρει τα νερά της Στυμφαλίας εις Αθήνας θα είναι ο μέγιστος των ευεργετών της πόλεώς μας».

    Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο αγώνα για την ύδρευση στην Αθήνα είχε δώσει και ο δήμαρχος Δημήτρης Σούτσος, ο οποίος, επί δημαρχίας του, είχε δαπανήσει 1 εκατ. δραχμές για την επίλυση του ζητήματος, ενώ επί δημαρχίας του Μερκούρη δαπανήθηκαν περισσότερα από 4 εκατ. δραχμές «…και όμως εδώ είναι όλοι οι κάτοικοι των Αθηνών, διά να μαρτυρήσουν ότι πολλάκις εμαρτύρησαν από την έλλειψιν ύδατος».

    Το κενό στην υδροληψία μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους

    H φυγή των Τούρκων από την Ελλάδα, εμφάνισε πολλά άλυτα προβλήματα που είχε τότε η χώρα, μεταξύ των οποίων βασικό ζήτημα αποτελούσε και το θέμα της ύδρευσης. Μετά την απελευθέρωση, το Αδριάνειο λειτούργησε ξανά.Ένας έρανος, που διενεργήθηκε την εποχή εκείνη, χρηματοδότησε την επισκευή του υδραγωγείου. Σύντομα, όμως, διαπιστώθηκε ότι η συγκεκριμένη κατασκευή δεν ήταν επαρκής, ώστε να μπορεί να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες της πρωτεύουσας. Το γεγονός ότι ο πληθυσμός της εποχής αυξανόταν με ραγδαίο ρυθμό δημιούργησε τεράστιες ανάγκες.

    Η «γέννηση» του φράγματος του Μαραθώνα

    Για το λόγο αυτό, πραγματοποιήθηκε μια σειρά από διαβουλεύσεις, με συζητήσεις για την κατασκευή γεωτρήσεων ή την μεταφορά νερού από άλλα μέρη, ώστε να υδροδοτηθεί η Αθήνα. Τελικώς, ωστόσο, εκείνο που αποφασίστηκε, το 1892, ήταν η δημιουργία της τεχνητής λίμνης του Μαραθώνα. Η πρόταση αυτή ήταν ιδέα του Εδουάρδος Καλενέκ. Έτσι, το 1926, το ελληνικό Δημόσιο, σε συνεργασία με την αμερικανική εταιρεία Ούλεν, προχώρησαν σε συμφωνία, σχετικά με την κατασκευή της τεχνητής λίμνης του Μαραθώνα, η οποία θα έλυνε μια για πάντα το πρόβλημα της έλλειψης νερού της πρωτεύουσας. Η Ούλεν ανέλαβε την κατασκευή του φράγματος, ενώ την επίβλεψη και την μετέπειτα διαχείρισή του ανέλαβε η Ελληνική Εταιρεία Υδάτων (ΕΕΥ).

    Μάλιστα, η αναγκαιότητα του έργου αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι εργασίες γι’ αυτό ξεκίνησαν ήδη το ίδιο έτος και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 1926. Η ολοκλήρωση του έργου της τεχνητής λίμνης του Μαραθώνα ήρθε τρία χρόνια αργότερα, το 1929, ενώ, έως τον Μάιο του 1931 είχαν ολοκληρωθεί και οι κατασκευές του φράγματος, του αγωγού, αλλά και των διυλιστηρίων.

    Το φράγμα του Μαραθώνα

    Η Αθήνα πήρε για πρώτη φορά νερό από την τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα στις 3 Ιουνίου 1931, ενώ το συγκεκριμένο έργο αποτελεί έως και σήμερα, που συμπληρώνει 90 χρόνια ζωής, το μέσο, το οποίο εξασφαλίζει στους Αθηναίους την υδροδότηση των κατοικιών και επιχειρήσεών τους.

    Η Αθήνα δοκιμάστηκε πολλές φορές ως προς το ζήτημα της υδροδότησης, καθώς η λειψυδρία την απασχόλησε και στα χρόνια που ακολούθησαν. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, σημειώθηκε μια ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, ο οποίος συγκεκριμένα τετραπλασιάστηκε, δημιουργώντας τεράστιες ανάγκες, αλλά και εξίσου μεγάλα προβλήματα στην επαρκή παροχή πόσιμου νερού στους κατοίκους της Αθήνας. Στις αρχές της δεκατίες του 1990, μάλιστα, η ελληνική πρωτεύουσα αντιμετώπισε οξύ πρόβλημα, με τη λειψυδρία να κυριαρχεί.

    Αξίζει, επιπλέον, να σημειωθεί ότι η ΕΥΔΑΠ χρησιμοποιεί δύο κύριες πηγές υδροληψίας, δύο βοηθητικούς, που συμπληρώνουν τη λειτουργία των κύριων, αλλά και δύο εφεδρικούς παρόχους. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τις εξής πηγές:

    Κύριοι υδροδότες

    Μόρνος

    Μια κατασκευή ενός χωμάτινου φράγματος στην κοίτη του ποταμού Μόρνου, που βρίσκεται 7 χλμ. δυτικά του Λιδορικίου, στο Νομό Φωκίδος, δημιουργήθηκε ο ταμιευτήρας του Μόρνου. Η κατασκευή του έργου ξεκίνησε το 1969 και ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια αργότερα, το 1979. Ωστόσο, η κανονική λειτουργία του ταμιευτήρα άρχισε το 1981. Το φράγμα του Μόρνου είναι ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, ενώ είναι κατασκευασμένο από αδιαπερατό αργιλικό πυρήνα.

    Ο ταμιευτήρας του Μόρνου
    Εύηνος

    Δεύτερη κύρια πηγή υδροληψίας αποτελεί ο ταμιευτήρας του ποταμού Ευήνου, που βρίσκεται στην περιοχή Αγίου Δημητρίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στην Ορεινή Ναυπακτία. Το συγκεκριμένο έργο ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1992, με την δημιουργία χωμάτινου φράγματος και ολοκληρώθηκε μόλις το 2001. Αποτελείται από την κατασκευή φράγματος, τη δημιουργία ταμιευτήρα, καθώς και την κατασκευή της σήραγγας  που συνδέει το έργο του Ευήνου με αυτό του Μόρνου. Στόχος της συγκεκριμένης κατασκευής ήταν να ενισχύσει τον βασικό ταμιευτήρα, που ήταν αυτός του Μόρνου.

    Ο ταμιευτήρας του Ευήνου

    Βοηθητικοί υδροδότες

    Υλίκη

    Η φυσική λίμνη της Υλίκης, που βρίσκεται στο νομό Βοιωτίας, συμπεριλήφθηκε το 1956 στο υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας, με στόχο να καλύψει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες για παροχή πόσιμου νερού στους ανθρώπους που διέμεναν στην πρωτεύουσα, οι οποίοι ολοένα και πλήθαιναν. Ο ταμιευτήρας της λίμνης της Υλίκης αποτελεί τον μοναδικό που προέρχεται από φυσική λίμνη.

    Παρά τη βοήθεια που προσφέρει η βοηθητική υδροδότηση από την Υλίκη, η μεταφορά νερού από εκεί παρουσιάζει υψηλό λειτουργικό κόστος, καθώς, λόγω της χαμηλής υψομετρικής της θέσης, χρησιμοποιούνται αντλιοστάσια για την άντληση του νερού που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας.

    Μαραθώνας

    Το φράγμα του Μαραθώνα, που βρίσκεται στην συμβολή των ρεμάτων του Χάραδρου και του Βαρνάβα, στο λεκανοπέδιο Αττικής, ήταν εκείνο που εξασφάλισε τον ταμιευτήρα του Μαραθώνα. Η τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα αποτελεί βασική βοηθητική πηγή υδροδότησης της Αθήνας, κυρίως εξαιτίας της εγγύτητάς της με την πρωτεύουσα, ενώ η κάλυψη των αναγκών της πόλης ήταν και ο λόγος για να κατασκευαστεί αυτό το μεγαλειώδες και εξαιρετικής σημασίας έργο. Ο ταμιευτήρας του Μαραθώνα καλύπτει, μάλιστα, τις υδροδοτικές ανάγκες της Αθήνας και στις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.

    Η τροφοδότησή του γίνεται από τους ταμιευτήρες της Υλίκης και του Μόρνου, μέσω του Υδραγωγείου Υλίκης και του Ενωτικού Υδραγωγείου Μόρνου – Υλίκης.

    Ο ταμιευτήρας του Μαραθώνα

    Εφεδρικοί υδροδότες (υπόγειοι υδατικοί πόροι)

    Παράληλλα με τις κύριες και τις βοηθητικές πηγές ύδρευσης, η ΕΥΔΑΠ έχει προχωρήσει σε περισσότερες από 100 γεωτρήσεις στους νομούς Αττικής και Βοιωτίας, που έχουν εφεδρικό ρόλο στο σύστημα υδροληψίας της. Οι συγκεκριμένες κατασκευές διακρίνονται επίσης σε κύριες και βοηθητικές, ανάλογα με τα δεδομένα κάθε περιόδου. Οι υπόγειοι υδροφόροι ορίζοντες δεν χρησιμοποιούνται καθημερινά, αποτελούν όμως πολύτιμες εφεδρείες σε περιπτώσεις ανάγκης.

    Σημειώνεται ότι οι γεωτρήσεις αυτές της ΕΥΔΑΠ έχουν συνολική αντλητική ικανότητα 800.000 κ.μ. νερού ανά ημέρα, για ελεγχόμενα όμως χρονικά διαστήματα, ενώ η ασφαλής τους απόδοση εκτιμάται σε 70-125 εκατ. κ. μ. νερού ανά έτος.

    Μπορεί οι συγκεκριμένες κατασκευές να μην αποτελούν την κύρια πηγή υδροδότησης, ωστόσο είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η αδιάκοπη λειτουργία τους, έτσι ώστε να λειτουργούν σταθερά ως παράγοντας ασφαλείας για την αδιάλειπτη υδροδότηση της Αθήνας.

    Η ΕΥΔΑΠ, ανταποκρινόμενη στη μεγάλη προσέλευση και στο έντονο ενδιαφέρον του κοινού για την Επετειακή Έκθεση «Η Μεγάλη Πρόκληση: 90 Χρόνια Φράγμα Μαραθώνα», ανακοινώνει την παράτασή της έως την Κυριακή 29 Μαρτίου 2020.