• Οικονομία

    Στη Βουλή η διάταξη για τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα των συμβολαίων υγείας – Τι υποστηρίζουν οι καταναλωτές

    ασφαλιστικές εταιρείες


    Ειδική αναφορά έγινε κατά τη συζήτηση που διεξάγεται στη Βουλή για τον πτωχευτικό κώδικα, στην τροπολογία που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο και η οποία συνδέει τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα του κλάδου υγείας με συγκεκριμένους δείκτες, όπως η ηλικία του ασφαλισμένου και δεδομένα της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, δηλαδή στοιχεία κόστους της υγειονομικής περίθαλψης.

    Το θέμα έθεσε ο εκπρόσωπος της ΕΚΠΟΙΖΩ, ο οποίος κατήγγειλε την διάταξη ως προσπάθεια της κυβέρνησης «να ικανοποιήσει τις παράνομες απαιτήσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων εις βάρος χιλιάδων ασφαλισμένων καταναλωτών».

    Με τη διάταξη επιχειρείται η αντιμετώπιση του προβλήματος που υπάρχει για τα παλιά συμβόλαια ζωής που έχουν ισόβια διάρκεια, στο βαθμό που τα νέα προγράμματα υγείας, τα λεγόμενα ετησίως ανανεούμενα είναι ούτως ή άλλως ελεύθερα όσον αφορά στην τιμολόγησή τους. Η πλειοψηφία των παλιών συμβολαίων είτε δεν προέβλεπε συγκεκριμένους δείκτες είτε οι δείκτες που αναφέρονταν στα συμβόλαια αυτά είχαν αμφισβητηθεί ως προς την αξιοπιστία και την εγκυρότητά τους. Συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν οι όποιες αυξήσεις επιχειρούσαν οι ασφαλιστικές εταιρείες μέχρι σήμερα, ακόμα και αν αυτές ήταν δικαιολογημένες από τα στοιχεία κόστους της ασφαλιστικής κάλυψης, να ακυρώνονται ουσιαστικά μέσα από μαζικές προσφυγές, πολλές από τις οποίες κατέληγαν σε υπαναχώρηση των ασφαλιστικών εταιρειών ή στην επιβολή υψηλών προστίμων στον κλάδο από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.

    Προκειμένου να βρεθεί ένας αποδεκτός δείκτης, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν αναθέσει στο ΙΟΒΕ την κατάρτιση και την επικαιροποίηση ενός δείκτη, τον οποίο έχουν αποδεχθεί να υιοθετήσουν ως βάση για τις αναπροσαρμογές των ασφαλίστρων υγείας. Ο δείκτης αυτός σύμφωνα με τις απόψεις που διατυπώνουν οι εταιρείες είναι αντιπροσωπευτικός καθώς αποτυπώνει πραγματικά στοιχεία κόστους για την εξέλιξη του κόστους της υγειονομικής περίθαλψης στον ιδιωτικό τομέα και μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τον καθορισμό των όποιων αυξήσεων. Την πρόβλεψη για θεσμοθέτηση αυτού του δείκτη αφήνει μάλιστα ανοιχτή η σχετική τροπολογία, ορίζοντας ότι «με απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης μπορεί να καθορίζονται οι κρίσιμοι δείκτες ή παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η αναπροσαρμογή».

    Εντούτοις η διάταξη ανοίγει το δρόμο για αυξήσεις πέραν των ορίων που τίθενται με βάση αυτούς τους συγκεκριμένους δείκτες, εφόσον η εταιρεία το αιτιολογήσει, απελευθερώνοντας με αυτό τον τρόπο τις αναπροσαρμογές στα ασφάλιστρα αυτής της κατηγορίας.

    Συγκεκριμένα η διάταξη ορίζει ότι «συμβατικές ρήτρες αναπροσαρμογής ασφαλίστρων σε μακροχρόνιες συμβάσεις ασφάλισης υγείας μπορούν να εξαρτούν την αναπροσαρμογή από αντικειμενικούς παράγοντες που στηρίζονται στην αρχή της καταλληλότητας ήτοι σε πραγματικά και επίκαιρα δεδομένα της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, όπως η ηλικία του ασφαλισμένου και δείκτες που είναι σαφείς, αντικειμενικοί, ευρέως προσβάσιμοι και επαληθεύσιμοι από τα συμβαλλόμενα μέρη, οι οποίοι διαμορφώνουν την τελική τιμή του ασφαλίστρου ανά έτος αναφοράς».

    Σε άλλο σημείο η τροπολογία ορίζει ωστόσο ότι «σε περίπτωση που η αναπροσαρμογή ευρίσκεται εκτός των ορίων των παραγόντων και δεικτών που προβλέπει η διάταξη, οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να ενημερώνουν τους λήπτες της ασφάλισης για το ύψος της αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων, παρέχοντας διευκρινίσεις για την απόκλιση από τα όρια των παραγόντων και των συγκεκριμένων δεικτών». Η ενημέρωση θα πρέπει να γίνεται από την ασφαλιστική εταιρεία εντός προθεσμίας 60 ημερών πριν από κάθε επερχόμενη αναπροσαρμογή. Αν η συμβατική ρήτρα για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων είναι ασφαλής ή ελλιπής ή αν έχει προβλεφθεί κατά τρόπο που δεν πληροί τις αρχές της διαφάνειας και της καταλληλότητας, επιτρέπεται η αναπροσαρμογή μόνο εάν ο ασφαλισμένος ενημερωθεί για κάθε επερχόμενη αναπροσαρμογή και τον τρόπο με τον οποίο αυτή υπολογίζεται εντός προθεσμίας 60 τουλάχιστον ημερών πριν τη θέση σε ισχύ της επερχόμενης αναπροσαρμογής.

    Η τροπολογία καταλήγει ότι «σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν συμφωνεί με την αναπροσαρμογή μπορεί να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από τη γνωστοποίηση της αναπροσαρμογής. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται με τη λήξη της περιόδου υπολογισμού του τρέχοντος ασφαλίστρου. Τα παραπάνω, όπως αναφέρεται «ισχύουν και για μακροχρόνιες συμβάσεις ασφάλισης υγείας που έχουν καταρτιστεί μέχρι την έναρξη ισχύς του παρόντος».

    Η ανακοίνωση της ΕΚΠΟΙΖΩ

    Με την προσθήκη μίας ρύθμισης στο νομοσχέδιο για το νέο πτωχευτικό δίκαιο, η κυβέρνηση επιχειρεί να ικανοποιήσει τις παράνομες απαιτήσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων εις βάρος χιλιάδων ασφαλισμένων καταναλωτών. Αφού ο Υπουργός Ανάπτυξης ακύρωσε αναιτιολόγητα και με πρωτοφανή τρόπο το πρόστιμο που είχε επιβληθεί από τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή σε ασφαλιστική επιχείρηση για παράνομες αυξήσεις ασφαλίστρων, τώρα προβαίνει σε τροποποίηση της νομοθεσίας, ώστε οι τελευταίες να προβαίνουν ανεμπόδιστα πλέον σε αυθαίρετες αυξήσεις.

    Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές που έχουν συνάψει ασφάλιση υγείας είναι οι υπέρογκες αυξήσεις των ασφαλίστρων σε κάθε επέτειο του ασφαλίστρου. Όπως έχει κριθεί με την απόφαση 1030/2001 του Αρείου Πάγου έπειτα από συλλογική αγωγή της ΕΚΠΟΙΖΩ, η αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου πρέπει να γίνεται με βάση κριτήρια που προβλέπονται στη σύμβαση, είναι εύλογα, αντικειμενικά και προβλέψιμα για τον καταναλωτή, ώστε να μπορεί να ελέγχει την εγκυρότητα της αύξησης του ασφαλίστρου.

    Ακολούθως, τα δικαστήρια, στα οποία προσέφυγαν καταναλωτικές ενώσεις και ασφαλισμένοι, έχουν κρίνει, σε όλες τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί, καταχρηστικούς τους όρους που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, δικαιώνουν τους καταναλωτές, μειώνουν το ασφάλιστρο, επιστρέφουν αδικαιολόγητα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, συμπληρώνουν τις συμβάσεις με αντικειμενικούς δείκτες που θα πρέπει να ακολουθούν οι εταιρείες στην αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου (π.χ. δείκτης υγείας της Στατιστικής αρχής). Μάλιστα, η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή έχει επιβάλει πρόστιμα για τις εν λόγω ασφαλίσεις, όλες δε οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων έπειτα από προσφυγές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (και εφετειακές) διαπιστώνουν την αδιαφάνεια και καταχρηστικότητα των όρων και τη νομιμότητα της επιβολής προστίμου.

    Με το άρθρο 268, όμως, του νομοσχεδίου επιχειρείται αφενός η κάμψη της προστασίας του ασφαλισμένου στις νέες συμβάσεις και αφετέρου μία επέμβαση στις υφιστάμενες συμβάσεις μακροχρόνιων νοσοκομειακών ασφαλίσεων. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1, στις νέες συμβάσεις θα αρκεί να αναφέρονται μόνο τα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια αναπροσαρμογής του πρώτου εδαφίου (πχ. δείκτης υγείας και ηλικία ασφαλισμένου), χωρίς να εξειδικεύεται σε τι ποσοστό το κάθε κριτήριο συμμετέχει στην αναπροσαρμογή. Έτσι, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα μπορούν να χρησιμοποιούν τα κριτήρια αυτά κατά το δοκούν, χωρίς να μπορεί να ελέγξει ο ασφαλισμένος την τελική αναπροσαρμογή.

    Επιπλέον, η παρ. 2 του άρθρου περιέχει μία εντελώς παράδοξη και παράλογη ρύθμιση, η οποία επιδοκιμάζει και ανέχεται την παραβίασης αρχής της διαφάνειας στην αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου. Οι ασφαλιστικές εταιρίες μπορούν να παραβιάζουν τα κριτήρια και τους αντικειμενικούς δείκτες αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου, αφού σε περίπτωση που η αναπροσαρμογή βρίσκεται εκτός των ορίων και των παραγόντων και δεικτών της παρ. 1, ενημερώνουν απλώς και παρέχουν διευκρινίσεις για την απόκλιση, 60 ημέρες πριν την κάθε αναπροσαρμογή. Η παρ. 3 επιτείνει ακόμη περισσότερο την ανασφάλεια των καταναλωτών.

    Προβλέπει μεν ότι σε περίπτωση που οι όροι είναι αδιαφανείς και δεν προβλέπουν κριτήρια, τότε εφαρμόζονται εκ του νόμου οι παράγοντες και τα κριτήρια της παρ. 1. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι η παρ. 1 δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένους παράγοντες ή δείκτες, αφήνει τις εταιρίες να καθορίσουν οι ίδιες τους παράγοντες που τους εξυπηρετεί και την επιρροή τους στη σύμβαση. Μπορούν δηλαδή να καθορίσουν λ.χ. ένα οποιοδήποτε ετήσιο ποσοστό λόγω ηλικίας (π.χ. 4 %), αφού η ηλικία αναφέρεται ως παράγοντας στην παρ. 1, και οποιοδήποτε άλλο παράγοντα ή παράγοντες που κρίνουν ότι τους εξυπηρετούν καλύτερα για πρόσθετες αυξήσεις.

    Ο εμπαιγμός δε των ασφαλισμένων κορυφώνεται με τη ρύθμιση ότι ο καταναλωτής μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση αν δεν εγκρίνει την αύξηση (το δικαίωμα καταγγελίας το έχει έτσι κι αλλιώς). Ωστόσο, ο καταναλωτής που θα υποχρεωθεί, λόγω της αύξησης του ασφαλίστρου να διακόψει μία ασφαλιστική σύμβαση υγείας δεν είναι σε θέση να βρει ανάλογη κάλυψη σε άλλη εταιρία, ενώ οι ασφαλιστικές εταιρίες σήμερα προσφέρουν κυρίως ετήσια συμβόλαια, τα οποία κάθε χρόνο ανανεώνουν και όχι ισόβια. Το επίμαχο άρθρο περιλαμβάνει διατάξεις που σκοπό έχουν να επέμβουν σε υφιστάμενες συμβάσεις και να ανατρέψουν τη διαφάνεια, όπως την έχουν αποκαταστήσει και τα δικαστήρια, σε βάρος του αδύναμου μέρους, του καταναλωτή, δίνοντας εξουσίες αυθαιρεσίας στις ασφαλιστικές εταιρίες. Υπό αυτό το πρίσμα οι διατάξεις είναι και αντισυνταγματικές αλλά και υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 93/13 για τους καταχρηστικούς όρους. Κατόπιν των παραπάνω, η ΕΚΠΟΙΖΩ καλεί την κυβέρνηση να αποσύρει το άρθρο 268 από το σχέδιο νόμου “Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας” και να αρχίσει επιτέλους να εξυπηρετεί και τα συμφέροντα των καταναλωτών και όχι μόνο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.



    ΣΧΟΛΙΑ