• Οικονομία

    ΔΝΤ: Αναθεωρεί τις προβλέψεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αμφισβητεί το 3,5% του 2020

    • NewsRoom


    Σε αναθεώρηση των προβλέψεων για την ανάπτυξη και το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα προχωρά το ΔΝΤ στην έκθεση του για την ελληνική οικονομία που δημοσιοποίησε την Παρασκευή. Ωστόσο, ταυτόχρονα, επιμένει στην ανάγκη για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα ενώ εκφράζει τις αμφιβολίες του για την απόδοση ορισμένων μέτρων της κυβέρνησης που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Κριτική ασκεί και για το εργασιακό, επιμένοντας στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη μείωση της δαπάνης για συντάξεις ώστε να αλλάξει το “μείγμα” πολιτικής και να γίνει πιο αναπτυξιακό.

    Μάλιστα η έκθεση, στην οποία μεταξύ άλλων το ΔΝΤ επιμένει, μεταξύ άλλων, στην άποψή του για κατάργηση της προστασίας α’ κατοικίας και την αλλαγή μείγματος πολιτικής, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της κυβέρνησης, η οποία μέσω του εκπροσώπου της Ελλάδας στο Ταμείο έκανε λόγο για μία έκθεση που βασίζεται στο παρελθόν και υποτιμά τις θετικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.

    Πρωτογενές πλεόνασμα

    Ειδικότερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι υπερκαλύπτεται ο δημοσιονομικός στόχος για φέτος, βελτιώνοντας μάλιστα την πρόβλεψή του για φέτος κατά 0,2% σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση, στο 3,7% του ΑΕΠ.

    Ωστόσο, το Ταμείο επιμένει πως η Ελλάδα δεν θα κατορθώσει να πιάσει τον στόχο του 3,5% το 2020, προβλέποντας πως θα φτάσει το 3,1%του ΑΕΠ, ενώ ακόμα χειρότερες είναι οι προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια (2021-2024), από 2,7% έως 2,2% του ΑΕΠ, λόγω των ασκούμενων πολιτικών. Η θέση του Ταμείου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτή την Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που ήδη έχει επιβεβαιώσει την επίτευξη του στόχου το 2020 και το 2021. Το Ταμείο απαντά πως για να καλύψει η κυβέρνηση τον στόχο μπορεί να επαναλάβει και τον επόμενο χρόνο την επιλογή της υποεκτέλεσης του προϋπολογισμού Δημοσίων επενδύσεων.

    «Παρά τη δέσμευση της κυβέρνησης για ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2020, το ΔΝΤ προβλέπει πως το πρωτογενές πλεόνασμα θα μειωθεί στο 3% του ΑΕΠ στο πλαίσιο των τρεχουσών πολιτικών», αναφέρει το Ταμείο, εκτιμώντας  ότι τα μέτρα εξισορρόπησης «είναι ανεπαρκή ή / και εξαιρετικά αβέβαια.»

    Πάντως ακόμα και έτσι το  Ταμείο εμφανίζεται οριακά πιο αισιόδοξο σε σύγκριση με τις προηγούμενες προβλέψεις του, βλέποντας πρωτογενές πλεόνασμα 2,7% του ΑΕΠ το 2021 (από 2,5%), 2,6% το 2022 (από 2,5%), 2,4% το 2023 (από 2,3%) και 2,2% το 2024 (από 2%).

    Ανάπτυξη

    Αναφορικά με την ανάπτυξη, το ΔΝΤ αναθεώρησε οριακά προς τα πάνω την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2020 από το 2,2% στο 2,3%, και πλέον ευθυγραμμίζεται με την Κομισιόν.

    Αντιθέτως, για το 2019 ρίχνει την ανάπτυξη 1,8% τον πήχη για τη φετινή ανάπτυξη, ταυτιζόμενο και πάλι με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έναντι προηγούμενης εκτίμηση για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2% το 2019. Στη συνέχεια το Ταμείο προβλέπει ανάπτυξη 2% το 2021, μόλις 1,4% το 2022 και ισχνή αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,9% το 2023 και το 2024.

    Σε ειδικό υπόμνημα “τρέχει” ένα σενάριο ισχυρών μεταρρυθμίσεων που θα φέρουν μακροχρόνια ανάπτυξη 1,4%.Καταγράφει πιέσεις στις προοπτικές ανάπτυξης από τις δυσμενείς δημογραφικές ιδιαιτερότητες και τη χαμηλή παραγωγικότητα (σε ειδικό πίνακα καταγράφεται και το πολύ μεγάλο άνοιγμα στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας, το οποίο αναφέρεται ως το μεγαλύτερο από τα εξεταζόμενα κράτη).

    Χρέος και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

    Στο πεδίο του χρέους διατηρεί αμετάβλητη την πρόβλεψή του για το 2020, θεωρώντας ότι θα φθάσει το 171,4% του ΑΕΠ. Για φέτος καταγράφεται οριακή μείωση στο 176,5%, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 176,6%, και ακολουθεί μικρή βελτίωση των προβλέψεων για τα επόμενα χρόνια: 166,3% το 2021 (από 167,1%), 161% το 2022 (από 161,7%), 155,6% το 2023 (από 157,2%) και 152% το 2023 (από 154,1%).

    Το δημόσιο χρέος προβλέπεται ότι θα ακολουθήσει καθοδική τάση κατά την επόμενη δεκαετία, αλλά η έκθεση βιωσιμότητας δείχνει «κινδύνους για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ασθενέστερης ανάπτυξης, των χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων ή / και της υλοποίησης των ενδεχόμενων υποχρεώσεων» όπως είναι οι αποφάσεις του ΣτΕ.

    Οι εκδόσεις ομολόγων και το πακέτο ελάφρυνση του χρέους αύξησαν το μαξιλάρι διαθεσίμων σε 32 δισ. Ευρώ (17% του ΑΕΠ) αλλά το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα μειωθεί το απόθεμα αυτό κατά 19 δισ. Ευρώ έως το 2024.

    Παράλληλα το Ταμείο αναμένει σταδιακή διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από 2,8% φέτος σε 2,9% το 2020, 3,2% το 2021, 3,3% το 2022, 4% το 2023 και 4,2% το 2024.

    Καλά και τα κακά νέα

    Σύμφωνα με το ΔΝΤ η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας συνεχίζεται, αλλά απέχει πολύ από τις προσδοκίες.

    Η νέα κυβέρνηση  δεσμεύτηκε να ακολουθήσει πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα τήρησε τις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές δεσμεύσεις της προς τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, αλλά η ικανότητά της να αντιμετωπίσει τα κεκτημένα συμφέροντα δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί.

    Σύμφωνα με το ΔΝΤ, είναι πολύ σημαντικό να εφαρμοσθεί επιτυχώς το “σχέδιο Ηρακλής”. Οι αδύναμοι ισολογισμοί των τραπεζών δρουν ως εμπόδιο στις προοπτικές ανάπτυξης και δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Αυτοί και άλλοι παράγοντες αφήνουν την Ελλάδα ευάλωτη σε μια σειρά από εξωτερικές και εγχώριες διαταραχές.

    Η έκθεση υποστηρίζει ότι οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι είναι σημαντικοί, όπως οι εμπορικοί πόλεμοι και η ασθενέστερη παγκόσμια ανάπτυξη, οι καθυστερήσεις στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και η περαιτέρω επιδείνωση στους ισολογισμούς των τραπεζών.

    Για το μείγμα πολιτικής και για τη συζήτηση που έγινε σε επίπεδο ΔΣ αναφέρεται ότι ζητήθηκαν πιο φιλόδοξες προσπάθειες για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και για τη βελτίωση της συμμόρφωσης αναφορικά με την πληρωμή των φόρων. Συστήθηκε μετατόπιση των προτεραιοτήτων προς περισσότερες επενδυτικές δαπάνες και στοχοθετημένες κοινωνικές δαπάνες. Κάποια μέλη του ΔΣ πρότειναν μείωση πλεονασμάτων σε συνεννόηση με τους εταίρους της ΕΕ. Ωστόσο, “αρκετά άλλα μέλη” αναφέρεται πως “τόνισαν την ανάγκη για τήρηση του στόχου” με στόχο τη βιωσιμότητας του χρέους.

    Για τις τράπεζες αναφέρεται επίσης ότι η αναδιάρθρωση των δανείων έχει καθυστερήσει λόγω της κακής κουλτούρας πληρωμών, του ανεπαρκούς πλαισίου αφερεγγυότητας και της απροθυμίας των τραπεζών να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις αναδιάρθρωσης. Το πλαίσιο αφερεγγυότητας αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το θέμα του ιδιωτικού χρέους, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις θεσμικές ανεπάρκειες και, στην περίπτωση της αφερεγγυότητας των νοικοκυριών, σε κακή νομική σχεδίαση.

    Οι ηλεκτρονικές δημοπρασίες δεν αποθαρρύνουν τους στρατηγικούς παραβάτες. Το ποσοστό επιτυχίας των ηλεκτρονικών δημοπρασιών εξακολουθεί να είναι χαμηλό (οι ιδιώτες είναι σπάνιοι και το 85% των ηλεκτρονικών δημοπρασιών καταλήγει ξανά στις τράπεζες) και οι τράπεζες ισχυρίζονται ότι το νομικό πλαίσιο έχει καταστρατηγηθεί.

    Γενικότερα, το ΔΝΤ στο τραπεζικό πεδίο εκφράζει την ικανοποίησή του για τους πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης των NPE, επισημαίνοντας ότι το σχέδιο Ηρακλής μπορεί να προσφέρει σημαντική στήριξη. Ωστόσο συστήνει την υιοθέτηση «μιας πιο ολοκληρωμένης, φιλόδοξης και καλά συντονισμένης στρατηγικής» με περαιτέρω βελτιώσεις στο νομικό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας και την «εξάλειψη της προστασίας 1ης κατοικίας προκειμένου να ενισχυθεί η πειθαρχία στις πληρωμές».

    Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η ελληνική πλευρά, για τις συστάσεις περί αλλαγής μείγματος πολιτικής αναφέρει ότι αυτό δεν θα απαιτούσε περικοπές στις συντάξεις ή μείωση του αφορολόγητου. Χαιρέτησε την υποστήριξη του ΔΝΤ για μείωση του στόχου περί πρωτογενούς πλεονάσματος και τόνισε πως είναι βέβαιη η επίτευξη του στόχου περί πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ το 2020. Επανέλαβε τη δέσμευση για πρόβλεψη έναντι σεναρίου αρνητικών δημοσιονομικών και οικονομικών εξελίξεων αλλά και δημοσιονομικών κινδύνων. Επίσης η ελληνική πλευρά επανέλαβε την πρόθεσή της να βελτιώσει το μείγμα των δημοσιονομικών πολιτικών, διαθέτοντας τα δύο τρίτα ή οποιοδήποτε πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για μειώσεις φόρων και τα υπόλοιπα σε στοχοθετημένες κοινωνικές και επενδυτικές δαπάνες.

    Οι ελληνικές αρχές σύμφωνα με το ΔΝΤ δήλωσαν ότι θα επιδιώξουν την αναγκαία προσαρμογή στο συνταξιοδοτικό σύστημα αφού εξετάσουν λεπτομερώς την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τη συνταγματικότητα των μεταρρυθμίσεων του 2016 και μετά τη διενέργεια των αναγκαίων αναλογιστικών μελετών.

    Οι 6 κίνδυνοι

    Σύμφωνα με το ΔΝΤ 6 κίνδυνοι παραμένουν στην οικονομία. Ωστόσο, σύμφωνα με το Ταμείο υπάρχει και ένα ενδεχόμενο για καλύτερες επιδόσεις.

    Οι 6 κίνδυνοι είναι οι εξής:

    1. Μία συνέχιση των καθυστερήσεων ή αναστροφή στις μεταρρυθμίσεις που είχαν εφαρμοστεί προηγουμένως (πχ λόγω ΣτΕ) ή λόγω αδυναμίας να αντιμετωπιστούν τα κεκτημένα συμφέροντα. Όμως, αν η μεταρρυθμιστική ορμή επιταχυνθεί και διατηρηθεί θα ενθαρρύνει περαιτέρω τη θετική τάση και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

    2. Καθυστερήσεις στην επαρκή εξυγίανση του ισοζυγίου των τραπεζών θα υπονομεύσουν την ανάκαμψη. Θα προκαλέσουν επιδείνωση του κλίματος μεταξύ των επενδυτών και των καταθετών.

    3. Ανεπαρκής εξωτερική ζήτηση, το Brexit ή οι ανησυχίες σχετικά με ορισμένες χώρες υψηλού κινδύνου. Καθυστέρηση σε επενδύσεις και εξασθένιση εμπιστοσύνης.

    4. Αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου. Το πρόσφατο ράλι της αγοράς μπορεί να έχει προσελκύσει επενδυτές που υπόκεινται σε απότομες αλλαγές τάσης.

    5. Αυξημένος προστατευτισμός λόγω των εμπορικών πολέμων με δυσμενείς συνέπειες στο εμπόριο, στο κλίμα εμπιστοσύνης και στη μεταβλητότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών.

    6. Εντατικοποίηση των γεωπολιτικών εντάσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κοινωνικοοικονομικές διαταραχές και μεγαλύτερη μετανάστευση στην Ελλάδα. Θα μπορούσαν να θέσουν την κοινωνική συνοχή σε κίνδυνο, να μειώσουν τον τουρισμό και να θέσουν σε πίεση τον προϋπολογισμό.

    Έντονη απάντηση της Ελλάδας

    Η έκθεση του ΔΝΤ, αν και προχωρά σε βελτιώσεις στις προβλέψεις, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ελληνικής πλευράς καθώς το Ταμείο εμφανίζεται ιδιαίτερα συντηρητικό και δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψιν τις τρέχουσες εξελίξεις.

    Μέσω του εκπροσώπου της χώρας στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου και της επιστολής του, η οποία περιλαμβάνεται στο πακέτο εκθέσεων που ανακοινώθηκαν, η ελληνική κυβέρνηση αναφέρει ότι η έκθεση του Ταμείου δίνει υπερβολική έμφαση στο παρελθόν και σε προκλήσεις και υποτιμά τις θετικές πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες βελτιώνουν σημαντικά τις προοπτικές – τόσο τις βραχυπρόθεσμες όσο και τις μεσοπρόθεσμες – της ελληνικής οικονομίας.

    Καλείται μάλιστα το Ταμείο στις επόμενες εκθέσεις του να προχωρεί σε πολύ πιο ισόρροπη αποτίμηση και να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στο μέλλον.

    Η επιστολή αναφέρεται σε περιγραφές του Ταμείου που είναι ανακριβείς και δεν συνιστούν μια ισορροπημένη εκτίμηση των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα κατά την εποχή του προγράμματος. Η ελληνική πλευρά επισημαίνει ότι η κυβέρνηση «έχει την ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας και έχει εκλεγεί με εντολή να την εφαρμόσει και ως εκ τούτου υπάρχει ισχυρή κοινωνική συναίνεση».

    Επισημαίνεται επίσης ότι «οι αναπτυξιακές και δημοσιονομικές προβλέψεις των ελληνικών αρχών, όπως αναφέρονται στο σχέδιο Προϋπολογισμού για το 2020 είναι πολύ πιο αισιόδοξες» από αυτές που εκτιμά το ΔΝΤ.

    Η ελληνική πλευρά εκτιμά επίσης ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από το ΔΝΤ «είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την εντονότατη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ειδικότερα τους τελευταίους τρεις μήνες». Το ΔΝΤ εκτιμά ότι από το 2,8% θα υποχωρήσει μόνο στο 2,4% το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου σε μακροχρόνια βάση…

    Η ελληνική πλευρά μέσω του εκπροσώπου της καταλήγει στην τοποθέτησή της ότι «παρά τα πλεονεκτήματά της, η έκθεση δίνει υπερβολικά μεγάλο βάρος στο παρελθόν και στις προκλήσεις και υποτιμά τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις που βελτιώνουν σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με την εκτίμηση των ελληνικών αρχών, που επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις στην αγορά, οι ελληνικές οικονομικές προοπτικές είναι πολύ πιο ευνοϊκές από αυτές που παρουσιάζονται στην Έκθεση».



    ΣΧΟΛΙΑ