• Οικονομία

    Alpha Bank: Σε ανοδική τροχιά το κόστος στέγασης στην Ελλάδα

    • NewsRoom


    Οι ονομαστικές τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα παραμένουν σε ανοδική τροχιά, από το πρώτο τρίμηνο του 2018 και μετά, σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank.

    Μετά από μια προσωρινή υποχώρηση του ρυθμού ανόδου, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε εκ νέου, από τις αρχές του 2021, φθάνοντας, το τρίτο τρίμηνο του 2022, στο 11,2% σε ετήσια βάση (Γράφημα 1α). Ο αντίστοιχος ρυθμός μεταβολής των τιμών κατοικιών στην Ευρωζώνη επιβραδύνθηκε, το τρίτο τρίμηνο του 2022, σε 6,8%, από 9,2% στο δεύτερο και 9,8% στο πρώτο τρίμηνο του έτους. Η άνοδος των τιμών των κατοικιών, οδηγεί αφενός σε αύξηση του μη χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών, γεγονός που αφορά σημαντικό μέρος του πληθυσμού, δεδομένου του υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας (Γράφημα 3α). Αφετέρου, η παράλληλη άνοδος των τιμών της ενέργειας, των ενοικίων, καθώς και των επιτοκίων, επιδρά αυξητικά στο κόστος της στέγασης, το οποίο, σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat, περιλαμβάνει ενοίκια, ή δόσεις στεγαστικών δανείων και το κόστος των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (ύδρευση, ηλεκτρισμό, θέρμανση).

    Στο παρόν Δελτίο παραθέτουμε τα διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν στο κόστος στέγασης στη χώρα μας, καθώς και τους παράγοντες που θα επηρεάσουν την εξέλιξή του βραχυπρόθεσμα.

    Πιο αναλυτικά, σε ό,τι αφορά στα ενοίκια στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον σχετικό υποδείκτη του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), αυτές ακολουθούν ανοδική πορεία, από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και μετά (Γράφημα 1β). Ο ρυθμός αύξησής τους υπερέβη, μάλιστα, τον ρυθμό ανόδου του αντίστοιχου δείκτη της Ευρωζώνης, το τέταρτο τρίμηνο του 2022 (2,6%, έναντι 2,1%). Σημειώνεται ότι ο ΕνΔΤΚ-Ενοίκια στην Ευρωζώνη αυξανόταν με ρυθμό 1,3%, κατά μέσο όρο, από το 2018 έως και τα μέσα του προηγούμενου έτους, ενώ στην Ελλάδα το 2018 κατέγραψε πτώση και τη διετία 2019-2020 παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος.

    Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα, αν και υψηλό, έχει μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία, δηλαδή κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το κόστος της στέγασης στη χώρα μας, ως πoσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, διαμορφώθηκε σταδιακά το 2021 σε 34,2%, από 42,5% το 2014 (Γράφημα 2α). Αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο των δαπανών στέγασης επί του διαθέσιμου εισοδήματος ήταν σημαντικά υψηλότερο το 2021 για νοικοκυριά με ένα άτομο (47,6%), έναντι των νοικοκυριών που απαρτίζονται από δύο άτομα (31,7%).

    Επιπρόσθετα, το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά, για τα οποία το κόστος στέγασης υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (overburden rate), ήταν το 2021 υψηλότερο για όσους ενοικιάζουν (74,6%), έναντι των ιδιοκτητών που αποπληρώνουν στεγαστικό, ή άλλο δάνειο (18,5%) αλλά και για τους κατοίκους των πόλεων (32,4%), σε σύγκριση με όσους διαμένουν σε αγροτικές περιοχές (22%). Συνολικά στη χώρα μας, το overburden rate διαμορφώθηκε το 2021 σε 28,8% (Γράφημα 2β). Όλα τα ανωτέρω ποσοστά έχουν αποκλιμακωθεί σημαντικά σε σύγκριση με τη διετία 2014-2015 -όταν καταγράφηκαν οι υψηλότερες τιμές τουλάχιστον των τελευταίων δώδεκα ετών-, παρά την πτώση του κόστους της στέγασης στο ίδιο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της πτώσης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (σε τρέχουσες τιμές), κατά 25,1% μεταξύ 2010 και 2015 (Γράφημα 2α). Σημειώνεται ότι το κόστος στέγασης στο εν λόγω γράφημα προσεγγίζεται από τον δείκτη ΕνΔΤΚ-Στέγαση, ο οποίος περιλαμβάνει τις κατηγορίες ενοίκια, επισκευή και συντήρηση κατοικίας, σχετικές υπηρεσίες, όπως η ύδρευση, αλλά και προϊόντα ενέργειας που σχετίζονται με τη θέρμανση (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης κ.λπ.).

    Σε συνέχεια της ανωτέρω ανάλυσης για το κόστος της στέγασης, αξίζει να αναφερθούν ορισμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά της αγοράς κατοικίας (στοιχεία Eurostat, 2021):

    • Το ποσοστό των ατόμων που διαμένουν σε ιδιόκτητα σπίτια ανήλθε το 2021 στο 73,3% στην Ελλάδα, χαμηλότερα από τα αντίστοιχα ποσοστά της Πορτογαλίας (78,3%), της Ισπανίας (75,8%) και της Ιταλίας (73,7%), αλλά υψηλότερα έναντι της Γαλλίας (64,7%) και της Γερμανίας (49,5%), καθώς και του μέσου όρου της ΕΕ-27 (69,9%) (Γράφημα 3α).
    • Το ποσοστό των ενοικιαστών διαμορφώθηκε το 2021 σε 26,7% στην Ελλάδα, έναντι 30,1% στην ΕΕ-27.
    • Επιπλέον, ο μέσος αριθμός δωματίων ανά άτομο διαμορφώθηκε στο 1,3 στην Ελλάδα, έναντι 1,6 στην ΕΕ-27, ενώ, αντίθετα, ο μέσος αριθμός ατόμων ανά νοικοκυριό στην Ελλάδα (2,6) υπερέβη τον αντίστοιχο στην ΕΕ-27 (2,3) (Γράφημα 3β).
    • Τέλος, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, περίπου το 69% του πληθυσμού κατοικεί σε μεγάλες πόλεις, προάστια και μικρότερες πόλεις και το 30,7% σε αγροτικές περιοχές.

    Η εξέλιξη του βάρους των δαπανών στέγασης στον οικογενειακό προϋπολογισμό, βραxυπρόθεσμα, θα προκύψει ως το συνδυαστικό αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων:

    Πρώτον, της εξέλιξης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο αυξήθηκε κατά

    6,5% σε ετήσια βάση, το πρώτο εννεάμηνο του 2022 (Γράφημα 2α). Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε, το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2022, κατά 10,4%.

    Δεύτερον, της πορείας του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ)-Στέγαση, ο οποίος κατέγραψε ετήσια άνοδο ύψους 25% το 2022, κυρίως λόγω της ανόδου των τιμών των προϊόντων ενέργειας (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης κ.λπ.), οι οποίες αυξήθηκαν κατά 50,8% πέρυσι.

    Τρίτον, της εξέλιξης των ενοικίων, όσον αφορά στους ενοικιαστές. Ο ΕνΔΤΚ-Ενοίκια, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί υποδείκτη του ΕνΔΤΚ-Στέγαση, αυξήθηκε συνολικά το 2022 κατά 1,3%.

    Τέταρτον, της εξέλιξης των επιτοκίων που επηρεάζει τους ιδιοκτήτες ακινήτων με στεγαστικό ή άλλο δάνειο. Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αυξήσει τα βασικά επιτόκια κατά 300 μονάδες βάσης από τον Ιούλιο του 2022, προκειμένου να μετριάσει τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρωζώνη, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου. Ωστόσο, μέρος της αύξησης, ειδικά για τα ευάλωτα νοικοκυριά στη χώρα μας, αναμένεται να καλυφθεί από τις εισφορές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, στο πλαίσιο των δράσεων εταιρικής κοινωνικής υπευθυνότητας. Σύμφωνα με το σχέδιο που έχει τεθεί σε εφαρμογή, προβλέπεται επιδότηση ποσοστού 50% της αύξησης του επιτοκίου, με ημερομηνία έναρξης για τον υπολογισμό της αύξησης την 30ή Ιουνίου 2022 και για διάστημα 12 μηνών.

    Οι βασικοί παράγοντες για την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα της γαλλικής οικονομίας

    Η γαλλική οικονομία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ), κατάφερε να ανακάμψει δυναμικά από τις διαταραχές που προκλήθηκαν από την πανδημία του Covid-19, επιτυγχάνοντας ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 6,8% το 2021. Όμως, το προηγούμενο έτος, ήρθε αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί αισθητά η ανάπτυξή της στο 2,6% (IMF, World Economic Outlook Update, Ιανουάριος 2022), ενώ οι εκτιμήσεις για το 2023 αναφέρουν ισχνή ανάπτυξη της τάξης του 0,7% (Γράφημα 4). Μολονότι η Γαλλία είναι λιγότερο εκτεθειμένη στους ενεργειακούς κραδασμούς, σε σύγκριση με τα άλλα κράτη μέλη της ΖτΕ, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν την άφησε ανεπηρέαστη, πλήττοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, σε μικρότερη, όμως, έκταση συγκριτικά με χώρες όπως η Γερμανία.

    Για την πορεία της γαλλικής οικονομίας και την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητά της μια σειρά παραγόντων διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο. Πρώτον, η προώθηση του μεταρρυθμιστικού σχεδίου, παρά τις κοινωνικές αντιδράσεις. Δεύτερον, η χαμηλή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και η ενίσχυση της πυρηνικής ενέργειας και τρίτον, η αποκόμιση κερδών από την πολιτική αστάθεια και το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Γαλλίας, παρά τις αντιξοότητες και τις γεωπολιτικές εντάσεις, συνέχισαν την υλοποίηση του μεταρρυθμιστικού τους έργου τόσο στην αγορά εργασίας. όσο και στα δημόσια οικονομικά. Παρά τις κοινωνικές αντιδράσεις, η κυβέρνηση προχώρησε σε αναθεώρηση των επιδομάτων ανεργίας, καθώς και σε συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, με στόχο την εναρμόνιση των ορίων συνταξιοδότησης με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ για την Γαλλία, τονίστηκε η ανάγκη για πρόσθετες μεταρρυθμίσεις που αφορούν τόσο στον φορολογικό εξορθολογισμό και στα εργασιακά, όσο και σε μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και θα επιταχύνουν την πράσινη μετάβαση.

    Αναμφίβολα, η γαλλική οικονομία είναι λιγότερο εξαρτημένη από τις ενεργειακές ανατιμήσεις που προκλήθηκαν εξαιτίας του πολέμου, με τις έμμεσες επιδράσεις όμως να επηρεάζουν την οικονομία. Για τον περιορισμό αυτών, η κυβέρνηση της Γαλλίας, όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, προχώρησε σε μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, συνολικού ύψους 3,7% του ΑΕΠ (Bruegel), για το διάστημα 2021-2022, με στόχο την ανακούφιση των πολιτών και των επιχειρήσεων. Βέβαια, αυτή η ενίσχυση διοχετεύθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσω μη στοχευμένων και ως εκ τούτου δαπανηρών μέτρων, για τον περιορισμό στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και μέσω μεταβιβάσεων μετρητών στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά (IMF, Country report No. 2023/056, Ιανουάριος 2023), ενώ αναμένεται να διατηρηθεί για όσο χρειαστεί και το 2023.

    Η ανθεκτικότητα της Γαλλίας πηγάζει, κυρίως, από το χαμηλό μερίδιο του φυσικού αερίου στον ενεργειακό της εφοδιασμό (16%), ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι πολύ υψηλότερος (24%). Επίσης, η Νορβηγία αποτελεί τον μεγαλύτερο εισαγωγέα της φυσικού αερίου, ενώ η εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο περιορίζεται κάτω του 10%. Οι υψηλότερες εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου και οι αυξημένες ροές από μη ρωσικούς αγωγούς διατήρησαν τις εισαγωγές φυσικού αερίου σε πολύ υψηλά επίπεδα, επιτρέποντας στις αποθηκευμένες ποσότητες να αυξηθούν ακόμη περαιτέρω από τα κανονικά εποχικά επίπεδα (84% της χωρητικότητας στις αρχές Ιανουαρίου). Ωστόσο, οι υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και οι διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού έχουν αρχίσει να επιβαρύνουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις, ενώ η επιβράδυνση της οικονομίας που παρατηρείται στις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες έχει αποδυναμώσει την ενδοκοινοτική ζήτηση.

    Τέλος, καθοριστικός παράγοντας στην αντίδραση της γαλλικής οικονομίας στις διαδοχικές κρίσεις εκτιμάται ότι είναι η πολιτική αστάθεια στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Brexit. Έχουν περάσει, άλλωστε, τρία έτη από την υλοποίηση της απόφασης για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελεί τη μοναδική από τις οικονομίες που απαρτίζουν τους G7 η οποία δεν έχει καταφέρει να φθάσει στα επίπεδα του 2019, ενώ και οι εκτιμήσεις για το 2023 δεν είναι ενθαρρυντικές, αφού αναφέρουν ύφεση της τάξης του 0,6% (ΔΝΤ). Άξιο αναφοράς είναι ότι, τα τελευταία χρόνια, ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της Γαλλίας έχει αναπτυχθεί σημαντικά, ενώ εκείνος του Ηνωμένου Βασιλείου έχει συρρικνωθεί (Γράφημα 5). Επίσης, πολλές επιχειρήσεις αλλά και στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα που είχαν ως έδρα το Λονδίνο και το City έχουν εγκατασταθεί στο Παρίσι. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA), σύμφωνα με την οποία έχουν αυξηθεί ραγδαία τα υψηλά αμειβόμενα τραπεζικά στελέχη στη Γαλλία.

    Εν κατακλείδι, η γαλλική οικονομία, παρά τις αβεβαιότητες, έχει καταφέρει να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά, ενώ οι προοπτικές είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικές. Η ισχυρή βιομηχανία (τρόφιμα, ποτά και τουρισμός) της Γαλλίας έχει αρχίσει να ομαλοποιείται και να επιστρέφει στα προπανδημικά της επίπεδα, ενώ ο ενεργειακός της εφοδιασμός φαίνεται να είναι εξασφαλισμένος τόσο λόγω των εναλλακτικών ροών όσο και εξαιτίας της πυρηνικής ενέργειας. Η δημοσιονομική αντίδραση της Γαλλίας σε διαδοχικά σοκ, κατά την περίοδο 2020-2022, ήταν ταχεία, αποτελεσματική, αλλά δαπανηρή, περιορίζοντας έτσι το δημοσιονομικό της περιθώριο. Τα επόμενα χρόνια αναμένεται μια δημοσιονομική προσαρμογή, που στόχο θα έχει να νοικοκυρευτούν τα δημόσια οικονομικά και να μειωθεί το δημόσιο χρέος, ενώ αναμένεται να συνεχιστεί το μεταρρυθμιστικό της έργο και να επιταχυνθεί η πράσινη μετάβαση.

    Οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία

    ΗΠΑ ► Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) διατήρησε την αυστηρή νομισματική της πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης τα οποία διαμορφώθηκαν στο εύρος από 4,5% έως 4,75% (Γράφημα 6α). Για την αποφυγή, όμως, εσφαλμένων μηνυμάτων, η FED στην ανακοίνωσή της αναφέρει ότι επίκεινται και άλλες αυξήσεις επιτοκίων, με στόχο την επαναφορά του πληθωρισμού στα επιθυμητά επίπεδα. Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της FED, Jerome Powell, δήλωσε ότι η διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού έχει ξεκινήσει, ωστόσο θεωρεί ότι θα χρειαστούν περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων.
    Επίσης, η Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν, δήλωσε ότι η οικονομία των ΗΠΑ, όπως φαίνεται από τα στοιχεία, δεν θα οδηγηθεί σε ύφεση, αφού ο πληθωρισμός μειώνεται σημαντικά και η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται και από τα πρόσφατα στοιχεία για την αγορά εργασίας των ΗΠΑ, με τις νέες θέσεις εργασίας τον Ιανουάριο να αυξάνονται κατά 517.000.

    ΖτΕ ► Σε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μ.β. προχώρησε η ΕΚΤ, μια απόφαση που οδηγεί το επιτόκιο καταθέσεων στο 2,5% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 3%. Μάλιστα, προαναγγέλλει την περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μ.β. στην επόμενη συνεδρίασή της. Αναμφίβολα θετική είναι η υποχώρηση του πληθωρισμού στη ΖτΕ, στο 8,5% σε ετήσια βάση, τον Ιανουάριο (Γράφημα 6β), με σημαντική υποχώρηση των τιμών της ενέργειας. Τέλος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το σχέδιο για την πράσινη μετάβαση της βιομηχανίας, καθώς και τη στήριξή της, ως απάντηση στις επιδοτήσεις των ΗΠΑ (IRA).

    Διεθνής Οικονομία ► Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η κινεζική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 5,2% το 2023, έναντι 3,0% το 2022, ενώ υπολογίζεται ότι θα συνεισφέρει το ένα τέταρτο της παγκόσμιας ανάπτυξης το 2023. Επιπρόσθετα, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας ανακοίνωσε ότι η συνολική αποταμίευση των νοικοκυριών στην Κίνα αυξήθηκε κατά 2,6 τρισ. δολάρια το 2022, υποδηλώντας ραγδαία αύξηση της κατανάλωσης το 2023. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε μηδενική ανάπτυξη για το δ’ τρίμηνο του 2022. Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία του ΔΝΤ, η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 0,6% το 2023, ενώ η αγορά ακινήτων βρίσκεται υπό πίεση, με τις αποδόσεις των ακινήτων να σημειώνουν πτώση κατά 8,9% το 2022 (MSCI).

    Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και οι αγορές ομολόγων

    Σύμφωνα με τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου του Σικάγου, οι συνολικές καθαρές τοποθετήσεις (αγορές μείον πωλήσεις) στην ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο διατηρήθηκαν θετικές, την εβδομάδα που έληξε στις 24 Ιανουαρίου. Οι θετικές θέσεις (υπέρ του ευρώ, ‟long”) αυξήθηκαν κατά 7.365 συμβόλαια, με αποτέλεσμα οι συνολικές καθαρές θέσεις να διαμορφωθούν στα 134.349 συμβόλαια από 126.984 συμβόλαια, την προηγούμενη εβδομάδα (Γράφημα 7).

    Σταθεροποιητικές τάσεις παρατηρούνται στη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου, με την ισοτιμία στις 13 Φεβρουαρίου να βρίσκεται στο 1,0674 €/$, κοντά στα χαμηλά ενός μήνα (1,0669 €/$), που επιτεύχθηκαν κατά τη συνεδρίαση στις 7 Φεβρουαρίου (Πίνακας 2). Οι δηλώσεις αξιωματούχων για διατήρηση της αυστηρής νομισματικής πολιτικής από την FED έχουν ενισχύσει ελαφρώς το δολάριο τις τελευταίες μέρες. Τέλος, οι αγορές βρίσκονται σε αναμονή των αποφάσεων για τον διορισμό του νέου διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Ιαπωνίας (BoJ).

    Άνοδος των αποδόσεων καταγράφεται στην ομολογιακή αγορά των ΗΠΑ, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να ανέρχεται στο 3,73% στις 13 Φεβρουαρίου, ενώ το 2ετές κινείται ακόμα υψηλότερα στο 4,53%, πλησιάζοντας τα υψηλά τριμήνου 4,55% (21 Νοεμβρίου 2022). Στη ΖτΕ παρατηρούμε σταθεροποιητικές τάσεις στις αποδόσεις των ομολόγων, καθώς οι αγορές έχουν προεξοφλήσει την άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ, στην επόμενη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου.

    Χαρακτηριστικά, η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου ανήλθε στο 2,35% (Πίνακας 3), στις 13 Φεβρουάριου, συμπαρασύροντας τις χώρες της ΖτΕ. Τέλος, η διαφορά απόδοσης μεταξύ του 10ετούς ομολόγου της Ελλάδας και του 10ετούς ομολόγου της Γερμανίας (spread) παραμένει υψηλή στις 181 μονάδες βάσης (μ.β.), ενώ του 10ετούς ιταλικού ομολόγου στις 183 μ.β.

    Διαβάστε επίσης:



    ΣΧΟΛΙΑ