Όχι, δεν είχε κάμερες, ούτε σωματοφύλακες, ούτε λογιών παρατρεχάμενους. Ήταν, μόλις, λίγες ημέρες μετά τον αποκλεισμό του στα ημιτελικά του Roland Garros, που βρέθηκε, ζεστό, καλοκαιρινό μεσημέρι στο φημισμένο αλλά διακριτικό ρεστοράν στο Κολωνάκι. Καθόταν ήσυχα, μέσα στο λευκό του πουκάμισο, με τα χέρια ενωμένα πάνω στο γυαλιστερό, πολυτελές τραπέζι, σαν μαθητής, μπροστά σε χαλαρό δάσκαλο, που θα τον περάσει το μάθημα, ακόμα και αν δεν ξέρει την απάντηση. Ο Νόβακ Τζόκοβιτς, ο Νόλε, ο θρυλικός παίκτης του τένις και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, τα είπανε, χωρίς συζύγους, αλλά παρουσία γνωστού Έλληνα επιχειρηματία, σε μια συζήτηση, μάλλον μεγαλύτερης σημασίας, από ότι έδειχνε η έλλειψη κάθε επισημότητας.

Φημολογείται πως μίλησαν, ο ένας με τα βαριάς, σέρβικής προφοράς Αγγλικά του και ο άλλος με το άψογο, ραφιναρισμένο στο Harvard αξάν του, για παιδιά, για την ζωντάνια της Αθήνας, τον ωραίο καιρό στα Βόρεια προάστια και το πόσο ευνοεί τα μεγάλα, αθλητικά επενδυτικά πλάνα η  Ελλάδα, σήμερα. Και ο Νόβακ, που έχει γράψει match history στα μεγαλύτερα τένις κορτ, σε κάθε ήπειρο, διάλεξε, μόλις, την Αθήνα για να γίνει το σπίτι του, η πόλη του και το μέρος που θα μεγαλώσει τα παιδιά του, μόλις τελειώσει το τελευταίο του game και πει το μεγάλο και τελικό out.

1

Από την Κόσοβσκα Μίτροβιτσα στην κορυφή του κόσμου

Γεννήθηκε το 1987 στο Βελιγράδι και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Κόσοβσκα Μίτροβιτσα, στο βόρειο τμήμα του Κοσσυφοπεδίου, που κατοικείται κυρίως από Σέρβους. Η μητέρα του, η Ντιάνα, ήταν η κλασσική Βαλκάνια μάνα, σταθερή, σιωπηλή, άγρυπνη, σκληρή όταν χρειάζεται και τρυφερή μόνο όταν δεν τη βλέπαν οι γιοι της. Ο Νόβακ, ο Μάρκο, ο Τζόρτζε! Έπαιζαν όλοι τους τένις, αλλά οι δύο μικρότεροι δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεφύγουν από τη βαριά σκιά του πρωτότοκου.

Ε! Όση ενέργεια και να βγάλεις, ποιος να σε προτιμήσει, όταν δίπλα σου ορθώνεται ένας πυρηνικός αντιδραστήρας! Και ο Νόβακ ξεχώρισε απ’ τα τέσσερα του χρόνια, όταν ξεκίνησε να παίζει. Πριν πάει, καν, στο δημοτικό, ο εξάχρονος Νόβακ πήγε στις παιδικές κατασκηνώσεις της ομάδας Teniski Klub Partizan, στην ορεινή τοποθεσία Κοπαόνικ, όπου τον ξεχωρίζει η φημισμένη Σέρβα πρωταθλήτρια του τένις Γέλενα Γκέντσιτς. «Αυτός ο μικρός είναι το μεγαλύτερο ταλέντο που έχω δει από τότε που είδα πρώτη φορά τη Μόνικα Σέλες!» δηλώνει εκείνη και αναλαμβάνει προπονήτρια του, καταφέρνοντας να γίνει δεκτός στην Ακαδημία του Πίλιτς, το σημαντικότερο μέρος για το τένις της Σερβίας.

Παθιασμένα stroke σε ένα υπόγειο – καταφύγιο στη καρδιά του πολέμου

Ο Απρίλιος του 1999 είχε ένα φως βαρύ σαν μολυβένιο. Τα παράθυρα έμεναν κλειστά, τα παιδιά δεν παίζανε σε αυλές και δρόμους και ένας ήχος, οποιοσδήποτε, μπορούσε να μοιάζει με προειδοποίηση. Ή με στόχο. Ο ουρανός δεν ήταν βεβαιότητα για το τι καιρό θα κάνει, αν έχει συννεφιά ή ήλιο κι αν βραδιάζει ή είναι ακόμα μεσημέρι, αλλά εχθρός πάνω απ’ το κεφάλια των Σέρβων, γέμιζε βομβαρδιστικά του ΝΑΤΟ, που δοκίμαζαν εξελιγμένα όπλα νέας -τότε- τεχνολογίας.

Ο Νόβακ ήταν  δώδεκα ετών και κλεισμένος σε  ένα υπόγειο – αυτοσχέδιο καταφύγιο, εκεί, που ήταν το κλειστό γήπεδο που εκπαιδευόταν απ τα τέσσερα του, στο βουνό Κοπαόνικ, έπαιζε τένις με τους τοίχους. Και αφοσιώνονταν στη ρακέτα του με όλες του τις δυνάμεις και κάρφωνε όσο πιο παθιασμένα μπορούσε και χτυπούσε το κτρινοπράσινο μπαλάκι σα να κρεμόταν η ζωή απ αυτό και όχι απ την τύχη του τι στόχο θα πετύχει η βόμβα εκείνη τη μέρα. Ο θόρυβος των χτύπων στη ρακέτα, στο τοίχο, της καρδιάς του, της ανάσας του θα έφτανε το αγόρι να καλύψει εκείνη την απειλητική βοή των εκρήξεων, των σειρήνων, των μηχανών των F-15E Strike Eagle και των F-16 Fighting Falcon.

Μόνο το τέλειο χτύπημα είχε σημασία. Και ο κόσμος έξω απ’ το υπόγειο, γύρω απ’ το σπίτι έπαυε να υπάρχει. «Το να βλέπεις να πετάνε τα αεροπλάνα από πάνω σου και να ρίχνουν βόμβες παντού, σε σχολεία και σε νοσοκομεία ακόμα, είναι κάτι φριχτό» θα θυμηθεί σε συνέντευξη του πολλά χρόνια αργότερα, «στην αρχή επικρατούσε μέσα μου θυμός και δίψα για εκδίκηση.

Ενας παθιασμένος τενίστας

Μεγαλώνοντας, ήθελα να συγχωρέσω όσους το έκαναν, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω το τι έγινε».  Ο πατέρας του, ο Σρτζάν Τζόκοβιτς, πρώην σκιέρ και ιδιοκτήτης πιτσαρίας, τον πίστευε φανατικά. Όχι γιατί αυτός ο γιός, από τους τρείς, ήταν ο πιο ταλαντούχος, αλλά για το πάθος του.

Για το ότι δεν δέχονταν να χάνει ούτε σε μονό, ούτε σε επιτραπέζιο, ούτε στο ποιος θα πιει πρώτος νερό. Ο πόλεμος θα σταματούσε κάποτε, μα η Σερβία θα κουβαλούσε για καιρό τα τραύματά της και θα επιβίωνε, περήφανα μα πληγωμένα, μες σε ερείπια και χαλάσματα. Μα το παιδί δεν έπρεπε να χαθεί. Ο πατέρας έκανε την ανάγκη τρόπο. Τον έστειλε για προπονήσεις πρώτα στην Ουγγαρία, μετά στη Γερμανία.

Ο έφηβος με τη χάρτινη βαλίτσα, που κανείς δεν τον περίμενε να γυρίσει

Φτάνει το πρώτο του παιχνίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες για να αγωνιστεί ο ταλαντούχος νεαρός κύριος Νόβακ Τζόκοβιτς, σε ένα τουρνουά, που θα αποδεικνύονταν το εφαλτήριο για μία από τις πιο λαμπρές καριέρες στην ιστορία του τένις. Μα το κόστος των 5000 δολαρίων, για την οικογένεια, που ζούσε μέσα στην εκδικητική σχεδόν ανέχεια της μεταπολεμικής Σερβίας ήταν δυσβάσταχτο.

Ο πατέρας, απελπισμένος, αναγκάστηκε να δανειστεί τα χρήματα από «διαβόητους τοκογλύφους της μαφίας» όπως έχει πει ο Νόβακ, σε μια από τις πιο φορτισμένες συναισθηματικά συνεντεύξεις του, με επιτόκιο, λόγω της πίεσης του χρόνου, 30%! «Ο πατέρας μου έσφιξε τα δόντια και κατάφερε να τα επιστρέψει όλα» θυμήθηκε βουρκωμένος!

Ήταν τα δύσκολα χρόνια. Όταν τότε, στο Μόναχο, με παπούτσια δύο νούμερα μεγαλύτερα απ τα πόδια του και φθαρμένα, οι αντίπαλοι δεν  του μιλούσαν και τον κορόιδευαν, σε ένα άθλημα που θεωρείται ελαφρώς ελιτίστικο, ίσως και σνομπ. Και εκείνος, ένα έφηβο αγόρι, δεν είχε καν μπουφάν να φορέσει και θυμάται να τρέμει από το βαρύ κρύο στην εξοχή της Γερμανίας, περιμένοντας μια καλή κουβέντα από προπονητές, που του απευθύνονταν μόνο στα Γερμανικά και δεν ήξεραν ούτε πού πέφτει η Σερβία. Ταξίδευε όπως μπορούσε. Με βαλίτσες από χαρτόνι, με αεροπορικά χωρίς επιστροφή, μα και ένα σημείωμα από τον πατέρα του πάντα μαζί του που έγραφε «Θυμήσου ποιος είσαι».

Κάπου εκεί κατάλαβε, τι σημαίνει να γυρνάς σε ένα δωμάτιο, σε έναν τόπο και να «μη σε περιμένει κανένας»! Και κάπου εκεί άρχισε να φτιάχνει τον εαυτό του. Δεν ήταν το χρυσό αγόρι, δεν είχε χορηγούς, δεν έκανε διαφημίσεις για δημητριακά, δεν τον αγκάλιαζε ο Roger Federer, ούτε τον έκαναν εξώφυλλο τα κοριτσίστικα περιοδικά. Ήταν «ο άλλος».

Ο πάντα «ξένος». Ο Σέρβος. Ο κλειστός. Ο αυστηρός. Ο υπερόπτης. Εκείνος, που θύμωνε με τον εαυτό του και έσπαγε ρακέτες, όταν δε τα κατάφερνε όπως ήθελε. Που δήλωνε «θέλω να είμαι ο καλύτερος» και δεν τον πίστευε κανείς. Τον πίστεψε μόνο ο εαυτός του.

Ακίνητα πολυτελείας, εκατοντάδες εκατομμύρια και ένας στόλος πολυτελών αυτοκινήτων για το παιδί από τα Βαλκάνια

«Είχα ακόμα μεγαλύτερη δίψα για δουλειά και πάθος για αυτό που κάνω για να δείξω ότι ένα παιδί από μια ταλαιπωρημένη από πολέμους χώρα, μπορεί να γίνει ο καλύτερος σε αυτό που κάνει. Το βλέπω πλέον σαν κάρμα που έπρεπε να γίνει όχι μόνο για μένα αλλά για όλους τους Σέρβους», δηλώνει. Και είναι ασυγκράτητος. Μονό στο μονό. Ήττα-νίκη-ήττα-νίκη. Και κάποια στιγμή… μόνο νίκη. Πρωτιές. 24 Grand Slams. Τρόπαια που δε χωρούσαν πια στις βαλίτσες.

Και, πάντα, κάπου εκεί, στο πίσω μέρος του μυαλού του, όπως έχει πολλές φορές δηλώσει, υπήρχε εκείνος ο πνιχτός, ύπουλος ψίθυρος της βεβαιότητας του «μην πιστέψεις ποτέ ότι σε αγαπάνε γι’ αυτό που είσαι. Σε χειροκροτούν μόνο όταν νικάς». Ο Τζόκοβιτς κατέκτησε τα πάντα και κράτησε τη θέση του στο κορυφαίο επίπεδο για σχεδόν δύο δεκαετίες, σε ένα άθλημα που φθείρει το σώμα και συντρίβει το μυαλό. Δεν είχε το στιλ του Φέντερερ, ούτε τη φλόγα του Ναδάλ. Αλλά έβρισκε πάντα τον τρόπο να νικάει.

Και όταν δεν νικούσε, γινόταν ο πιο ενδιαφέρων ηττημένος. Και όλα αυτά τα χρόνια, το παιδί που δεν ειχε μπουφάν και ξεπάγιαζε στο χιονιά του Μονάχου, έφτασε να έχει περιουσία μεγαλύτερη από 350 εκατομμύρια δολάρια από χρηματικά έπαθλα, χορηγίες και επενδύσεις. Ανήκει, πια, σε εκείνη τη λίστα των αθλητών, που δεν χρειάζεται να μετράνε. Επενδύει σε ακίνητα. Ανάμεσα σ άλλα, έχει δύο διαμερίσματα σε πολυτελή πολυκατοικία στην καρδιά του πανάκριβου και για εκλεκτούς Μανχάταν, αξίας περίπου 11 εκατομμυρίων δολαρίων, μία κλασσικού Ισπανικού στιλ βίλα στην Μαρμπέγια, το καταφύγιο του που πέρασε και την καραντίνα, αξίας 8,5 εκατομμύριων ευρώ, φυσικά ο Σέρβος έπαυλη στην Σερβία, πολυτελή κατοικία στο Μονακό και ένα διαμερίσματα στο Μαϊάμι.

Έχει ακόμα έναν στόλο αυτοκίνητων, αλλά ξεχωρίζει μια Tesla Model X Plaid, που χρησιμοποιεί για να πηγαίνει στις προπονήσεις του, μια Bentley Continental GTC γιατί πάντα ήθελε κάτι το διαφορετικό, όπως λέει «ίσως και λίγο περισσότερο πολυτελές», μια Mercedes-Benz S500 αξίας 180.000 ευρώ, ένα PEUGEOT 508 PSE, αφού ειναι Ambassador της Peugeot και μια Aston Martin DB9, που είναι, δηλωμένα το πιο αγαπημένο του αυτοκίνητο.

Ο τενίστας παίκτης που δεν ήθελε να είναι σύμβολο και έγινε θρύλος

Έχει δηλώσε πως δεν ήθελε, ποτέ, να είναι «σύμβολο», αλλά σσπουδαίος παίκτης. Να μπαίνει στο court, να κάνει το παιχνίδι του, να φεύγει! Όμως η δημόσια και τεράστια έκθεση, δε υπακούει σε σεμνούς κανόνες και καλές προθέσεις. Όταν είσαι στο επίκεντρο της δημοσιότητας, γίνεσαι οθόνη προβολής αισθημάτων των άλλων, κάποτε ερήμην σου.  Μοιάζει κάποτε να παλινδρομεί. Από τη μία, σοβαρός, εμβριθής, σχεδόν γκουρού σοφίας και ψυχραιμίας.

Από την άλλη, χιουμορίστας, γκαφατζής, με γκριμάτσες και μιμήσεις του Σάμπρας και του Σαφίν μπροστά στο κοινό. Ήταν σαν να μην μπορούσε να διαλέξει αν θα γίνει είδωλο και πρότυπο ή θα είναι αντικομφορμιστής, αντίθετος με όλους και λάτρης της παραδοξότητας. Κι όμως, αυτή η εσωτερική αστάθεια έγινε σταδιακά η δύναμή του. Οι οπαδοί του δεν τον αγάπησαν επειδή ήταν τέλειος, ή μάλλον τον αγάπησαν παρά την ατέλειά του. Όλα του ήταν φανερά και εντυπωσιακά μεγεθυμένα ο θυμός, η συγκίνηση, η απογοήτευση, το πείσμα. Ο Τζόκοβιτς δεν έκανε καριέρα, αλλά την έζησε δημόσια. Κι αυτό, ειδικά στη δική του εποχή, ήταν μια πράξη σχεδόν ηρωική.

Η αγαπημένη από το Λύκειο Γελένα που τον κράτησε προσγειωμένο

Η Γελένα, η σύζυγος του, ήταν μαζί του, από τότε που δεν είχε τίποτα και η δόξα δεν υπήρχε ακόμα. Γνωρίζονται από την εφηβεία τους και η σχέση τους ξεκίνησε από όταν ήταν μαθητές στο Λύκειο στη Σερβία. Παραμένουν μαζί, όταν εκείνος γυρνάει στα τουρνουά του κόσμου και εκείνη σπουδάζει στο Μιλάνο. Δούλεψε για λίγο στο μάρκετινγκ στην Ιταλία, ώσπου να παντρευτούν το 2014, λίγο μετά τη γέννηση του γιου τους, του Στέφαν. Ακολούθησε η κόρη τους, η Τάρα. Στα media, η ζωή τους παρουσιάζεται πάντα τακτοποιημένη με παιδιά, foundation που διοικεί εκείνη, φωτογραφίες από το Μαυροβούνιο.

Με τη σύζυγό του, Γελένα, είναι πολλά χρόνια μαζί
Με τη σύζυγό του, Γελένα, είναι πολλά χρόνια μαζί

Μα, οι δυο τους άντεξαν τις πιο βαριές θύελλες της δημοσιότητας, τα media, τις συνωμοσίες, τις αποτυχίες, τις ήττες, τη πίεση. Κι ας κατηγόρησαν αυτόν, πως τη διαχειρίζεται σα να είναι επιχείρηση και εκείνη πως τον μεταμόρφωσε σε παγκόσμιο brand. Ο Νόλε λέει πως, όταν όλα γύρω του καταρρέουν, εκείνη του θυμίζει πώς να αναπνέει. Είναι, λένε ακόμη, η Γελένα, ο άνθρωπος που δεν τον άφησε ποτέ να παρασυρθεί από τον μύθο του και να παραμείνει γήινος και βέβαιος πως όλα κάποτε θα τελειώσουν, εκτός απ την οικογένεια του. Και αυτός, πάντα απλός και παλεύοντας να διατηρήσει την ταπεινότητά του θα πει, κάποτε, σε μια συνέντευξη, είπε κάποτε πως «όταν χάνω, σκέφτομαι τους ανθρώπους που δεν έχουν ούτε φαΐ. Αυτό με ισορροπεί».

Θρύλος ή ψεκασμένος; σύμβολο ή απειλή; ήρωας ή δημόσιος κίνδυνος;

Ο επαγγελματίας τενίστας στο επίπεδο του μύθου ζει μόνος του, ακόμα κι όταν έχει μαζί του μία ομάδα, δύο μάνατζερ, μία σύζυγο, μεγάλες εταιρείες που εκπροσωπεί. Είναι ένα πλάσμα απέναντι στον εαυτό του στην ουσία, σε ένα ορθογώνιο με γραμμές. Φταίει πάντα αυτός και κανείς άλλος και δεν υπάρχει άμυνα, πάσες, ομάδα να βοηθηθεί, να συνεργαστεί να καλυφθεί μέσα ή πίσω της. Ο Νόβακ έζησε αυτή τη μοναξιά περισσότερο από τον καθένα.

Γιατί δεν ήταν ποτέ αγαπητός, όπως οι άλλοι σταρ των κορτ, εξαιρετικά συμπαθής ή αφοπλιστικά φωτογενής. Απρόβλεπτος, αψυχολόγητος και χωρίς να κάνει χατίρια, δεν χαμογελούσε καν, όταν το κοινό ήθελε να τον δει να πανηγυρίζει και έκλαιγε ή ξέσπαγε σε εντάσεις, όταν τον ήθελαν ήρεμο. Κι αυτό του κόστισε. Και ξέσπασε σε θύελλα. Το 2022, στην Αυστραλία, εποχή Covid και παγκόσμιας καραντίνας αρνήθηκε να εμβολιαστεί. Στο σκάνδαλο που ξεσπά, δηλώνει πως δεν είναι «κατά της επιστήμης», αλλά επιμένει πως δεν θα του πει κανείς τι να κάνει με το σώμα του.

Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ανακαλεί τη visa του, τον βάζει σε ξενοδοχείο κράτησης και γίνεται πρωτοσέλιδη είδηση σε όλον τον κόσμο. Τα παγκόσμια ΜΜΕ δυσφορούν χωρίς να αποφασίζουν τι τίτλο θα του βάλουν! «Θρύλος ή ψεκασμένος;», «Σύμβολο ή απειλή;»,  «Ήρωας ή δημόσιος κίνδυνος;». Ένας δικαστικός κύκλος Νόλε VRS Κοτζάμ Κυβέρνηση, ξεκινά, έχοντας αντίκτυπο στην ψυχολογία και στην εμφάνιση του. Δημοσιεύματα εφεύρισκαν θεωρίες συνομωσίας, πως τάχα έτρωγε  «δηλητηριασμένα γεύματα», πως είχε ψυχιατρικής φύσης θέματα και κατάθλιψη. Οι Θαυμαστές του και βέβαια σύσσωμη η Σερβία και η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία τον  υπερασπίστηκαν σαν ήρωα του Game of Thrones, αν το Γουέστερος υπήρχε στα αλήθεια. «Είμαι διατεθειμένος να χάσω τουρνουά.

Δεν είμαι διατεθειμένος να χάσω τον εαυτό μου», υπεραμύνθηκε εκείνος των επιλογών του. Μα, λίγο καιρό πριν, είχε προηγηθεί το Adria Tour, μια διοργάνωση σε Βαλκανικές πόλεις, με κόσμο, αγκαλιές, φωτογραφίες, χωρίς μάσκες, χωρίς αποστάσεις, χωρίς καμία πρόληψη. Αποτέλεσμα; Ένα μεγάλο κύμα μολύνσεων και ο ίδιος θετικός στο κορωνοϊό. Τα δημοσιεύματα, οι αναρτήσεις στα social media, η κοινή γνώμη στέκεται αμείλικτη και η εικόνα του βγαίνει τραυματισμένη. Χαρακτηρίζεται ως ανεύθυνος, επικίνδυνος, αδιάφορος για τους άλλους, πως  δεν σέβεται τίποτα και κανέναν.

Δεν απολογήθηκε ποτέ, ούτε έδωσε συνεντεύξεις συγγνώμης ή ανασκεύασε με κάποιον τρόπο υιοθετώντας πιο «πολιτικώς ορθή» στάση. Το μόνο που έκανε, ήταν να επιστρέψει στα κορτ και να παίζει. Συνέχισε και να κερδίζει, βέβεια! Ξαναπέρασε το Νο1. Κατέκτησε Slams. Σήκωσε τρόπαια με πρόσωπο ήρεμο, σχεδόν αποστασιοποιημένο. Οι θαυμαστές ή που τον αγάπησαν ακόμα πιο πολύ ή που τον απέρριψαν για πάντα. Ο Πατριάρχης Σερβίας Πορφύριος Α, πάντως, μέσω μοδάτου Instagram του έστειλε μήνυμα πως «εκατομμύρια Ορθόδοξοι Σέρβοι προσεύχονται για σένα».

Ο τενίστας του Θεού

Είναι γνωστό εντός και εκτός Σερβίας, πως ο Νόβακ Τζόκοβιτς έχει μια βαθιά θρησκευτική πίστη και ακολουθεί τηρώντας κάθε παράδοση το ορθόδοξο τυπικό. Έχει πνευματικό και από πολύ νέος, συνήθιζε να επισκέπτεται ορθόδοξα μοναστήρια  και ιδιαίτερα τις μονές στο Όρος, όπου περνούσε καιρό, ακολουθώντας τον τρόπο ζωής των μοναχών, σα να ήθελε να αποτοξινωθεί από τον θόρυβο του κόσμου. Στη Σκήτη του Αγίου Σάββα, σύμφωνα με τους μοναχούς, τήρησε πλήρως τη μοναστική νηστεία, σιωπή και το ωράριο, παρακολουθώντας όλες τις λειτουργίες και ζώντας σαν δόκιμος μοναχός, μακριά από κινητά και επικοινωνία.

Με τη γυναίκα του και τα παιδιά του θέλει να έρθουν όλοι στην Ελλάδα
Με τη γυναίκα του και τα παιδιά του θέλει να έρθουν όλοι στην Ελλάδα

Ακόμη του έχει απονεμηθεί το Παράσημο του Αγίου Σάββα από τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, η ανώτατη διάκριση που μπορεί να απονεμηθεί σε λαϊκό και ο Πατριάρχης Ειρηναίος, βραβεύοντας τον, τόνισε πως αυτός και μόνο «εκφράζει τις αξίες της Ορθοδοξίας με το παράδειγμά του». Άλλωστε, τον έχουν καταγράψει πάμπολλές φορές οι κάμερες, να φιλάει τον απλό σταυρό που έχει πάντα στο λαιμό του, πριν μπει για αγώνες στα κορτ και κρίνοντας απ τη πορεία, ε, μπορεί και να βοηθάει, τελικά! Προσεύχεται πολλές φορές μέσα στην ημέρα, πάει πάντα εκκλησία, όπου κι αν βρίσκεται στο κόσμο και δηλώνει πως  «η δύναμη που με οδηγεί είναι μεγαλύτερη από μένα».

Χρυσό φινάλε και αθηναϊκό ξεκίνημα

Το 2024, στους Ολυμπιακούς στο Παρίσι, κατέκτησε αυτό που έλειπε απ την μεγαλειώδη καριέρα του, μέσα από αγώνες – Τιτανομαχίες! Ο Νόβακ Τζόκοβιτς κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο τένις για τη Σερβία. Η τρίχρωμη, σε κόκκινο, μπλε και άσπρα σημαία της Σερβίας υψώθηκε στο Παρισινό ουρανό. Ο εθνικός ύμνος – προσευχή ακούστηκε σε όλο τον κόσμο «Θεέ σώσε, Θεέ προστάτεψε, σε σένα προσευχόμαστε». Ο χρυσός ολυμπιονίκης Τζόκοβιτς δεν πανηγύρισε, μόνο χαμογέλασε αδιόρατα και συγκρατημένα. Ήταν, λένε, η τελευταία φορά που έπαιξε με το γνωστό του πάθος, το αποφασισμένο για νίκη. Από κει και πέρα, δίνει αγώνες, μόνο για να τελειώσει! Τώρα, δεν έχει, πια, να αποδείξει, να κατακτήσει, να κερδίσει τίποτα άλλο. Λένε, ακόμα, πως ετοιμάζει την απόσυρσή του από τα κορτ, πως αποσύρεται απ’ τη baseline, πως έφτασε στο match point του.

Και η επίσκεψη -εξπρές στην Αθήνα μοιάζει να μαρτυρά αυτή του την απόφαση. Θεωρείται πως ο Τζόκοβιτς έχει ψυχρανθεί με τον Σέρβο πρόεδρο Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ύστερα από την δημόσια και θερμή στήριξή του στις φοιτητικές διαδηλώσεις, μετά το τραγικό δυστύχημα της κατάρρευσης της μεταλλικής οροφής στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Νόβι Σαντ, που κόστισε τη ζωή 16 ανθρώπων. Ενδεχομένως αυτή η ένταση να έδωσε την ώθηση στον Τζόκοβιτς να επιλέξει την Αθήνα για το επόμενο κεφάλαιο της ζωής του. Μαζί με τη σύζυγό του Γέλενα επισκέφθηκαν ιδιωτικά σχολεία, για να δουν που θα φοιτήσουν τα παιδιά τους, ενώ είδαν κάποια σπίτια στα βόρεια προάστια. Ο Τζόκοβιτς θέλει μια μεγάλη βίλα, η οποία ιδανικά να έχει και γήπεδο τένις, η πισίνα θεωρείται επίσης προαπαιτούμενο, ο κήπος να είναι πολυτελής και το παρκινγκ τεράστιο για να χωρά τον στόλο του από αυτοκίνητα.

Φημολογείται πως εντυπωσιάστηκε από το σπίτι του Δημήτρη Γιαννακόπουλου, στα σύνορα Κηφισιάς – Αμαρουσίου, που προσφέρει εύκολη πρόσβαση στα σχολεία που τους έκαναν θετική εντύπωση για τα παιδιά, αλλά και ηρεμία μακριά από τη βοή της πάντα ζωηρής Αθήνας. Οι ίδιοι κύκλοι λένε πως είναι πιθανή η επιχειρηματική του δραστηριότητα για τη δημιουργία σύγχρονων εγκαταστάσεων τένις στο ΟΑΚΑ, ενώ θα ασχοληθεί με επενδύσεις σε υγιεινή διατροφή, γαστρονομία, ακίνητα και τουριστικά projects, όπως έχει κάνει άλλωστε, στο παρελθόν.

Ο Νόβακ Τζόκοβιτς, λοιπόν, ετοιμάζεται να ζήσει χωρίς να έχει, πια, τον τίτλο του καλύτερου τενίστα στον κόσμο. Θα είναι ένας φημισμένος άντρας με παιδιά και με αγαπημένη γυναίκα, σε ένα σπίτι μέσα σε έναν μεγάλο κήπο, κάτω από τα δέντρα της Αττικής, που κατάκτησέ ό,τι ονειρεύτηκε, με τον τρόπο του και χωρίς υποχωρήσεις. Και αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη νίκη!