• LIFE&STYLE

    Για τη Μάνια Τεγοπούλου, ω, «τον τεθνηκότα μη κακολογείν»


    Ήταν «η κόρη του Κίτσου του Τεγόπουλου». Στο ξέφωτο που έριχνε η σκιά του πατέρα της, του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, του επαναστάτη, της εξορίας, του ξυλοδαρμού, της  απαγορευμένης εισόδου στη χώρα και της ζωής στις μακρινές πρωτεύουσες του κόσμου, του δημοτικιστή, του θρυλικού εκδότη των ιστορικών πια -και αλίμονο!- εφημερίδων «Ελευθεροτυπία» και «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»! Ήταν εκείνη που κατώτερη κάθε περίστασης δεν μπόρεσε -λένε πως δε προσπάθησε καν- να σώσει την εφημερίδα, που άφησε 850 ανθρώπους και τις οικογένειές τους χωρίς δουλειά, που έδωσε τη χαριστική βολή στην ελευθερία του Τύπου που γέννησε η Δημοκρατία.

    Ήταν και μια γυναίκα, στα 59 της, που πέθανε, αρχές καλοκαιριού, σε ένα κρεβάτι ιδιωτικής κλινικής, ενώ περίμενε, μάταια όπως αποδείχτηκε, μόσχευμα για μεταμόσχευση ήπατος, μιας και το δικό της είχε διαλυθεί από λογιών λογιών καταχρήσεις, από εκείνες τις σαν κραυγές πόνου από όσους δεν αντέχουν τα αυτονόητα των υπολοίπων.

    Καμία λύπηση από τον δήμο και ο «νεκρός δεν δικαιώνεται πάντα» και «να, πως φέρονται τα παιδιά που δεν του έλειψε ποτέ τίποτα» διαβάζουμε στα social media, από εκείνους που οι δυσκολίες προσαρμογής, η σκληρότητα ίσως, η αδιαφορία της Μάνιας Τεγοπούλου πλήγωσε με ανεργία, κατάθλιψη, φτώχεια και ταμεία βοηθείας…

    Τεγοπούλου
    Μάνια Τεγοπούλου

    Μόνο που να, δεδικαίωται ή όχι ο νεκρός, εκεί, στη μυρωδιά των αντισηπτικών, των τραχιών και άκαμπτων απ’ τους κλιβάνους σεντονιών, των πόνων, των σπασμένων μοβ φλεβών από τους ορούς, των μολύνσεων από τους ουροσυλλέκτες, των υπομονών από κουρασμένες νοσοκόμες και των επιμονών από ακυρωμένους από θάνατο γιατρούς, εκεί, να, μια γυναίκα, κόρη κυρίως και λιγότερο ο εαυτός της, μάνα ενός μεγάλου κοριτσιού πια, οργανωμένη μες στην αυτοκαταστροφή της, ξεψύχησε και, ούτε τότε, θλίψη δεν είχε επιτρέψει να περισσέψει για αυτήν…

    «Αυτό σημαίνει ότι μου έσπαγαν τα αρχίδια»

     

    «Πιστεύετε ότι με το κλείσιμο της εφημερίδας αποκτήσατε εχθρούς στο δημοσιογραφικό μέρος που δούλευε σε σας»;

    – Όχι, είχα αποκτήσει ήδη.

    «Τους ξέρατε»;

    – Πολύ καλά. Τους μισούς τους είχα απολύσει. Κάποιος έχει βγάλει και βιβλίο τώρα τελευταία. Και τον θείο μου απέλυσα.

    «Αυτό σημαίνει δύναμη εκ μέρους σας ή όσφρηση του μέλλοντος να συμβεί»;

    – Αυτό σημαίνει ότι μου έσπαγαν τα αρχίδια.

    Ήταν Οκτώβριος του 2017 όταν η Μάνια Τεγοπούλου, μετά το σακάτεμα των εργαζόμενων και το κλείσιμο της πιο, αν μη τι άλλο, διαφορετικής, αν όχι πλήρως δημοκρατικής, τουλάχιστον σε επίπεδο επιλογής της ύλης της, εφημερίδας της Ελευθεροτυπίας, έδωσε συνέντευξη στον ποιητή που εκτιμούσε πολύ, στον Γιώργο Χρονά, και στο περιοδικό του «Οδός Πανός».

    Ήταν  μια συνέντευξη που προκάλεσε αίσθηση και που ανάφερε ανάμεσα σ’ αλλά πως αντί για την αυτοβιογραφία της θα ήθελε να γράψει ένα αστυνομικό βιβλίο – αλλά «δεν ξέρω να γράφω, όπως και να ‘χει» – τόνισε δύο φορές.

    Έντονο σχολιασμό και τότε αλλά και τώρα που δεν βρίσκεται σ’ αυτόν τον κόσμο, προκάλεσαν οι απαντήσεις της για το κλείσιμο της «Ελευθεροτυπίας».

    Το απόσπασμα πιο πάνω είναι από εκείνη τη συνέντευξη, όπως και το επόμενο:

    – Έχετε σκεφτεί τι οφείλει η Α.Ε., μπαίνοντας στον νόμο 99;

    «Ναι».

    – Πόσα;

    «Οι υποχρεώσεις προς τις τράπεζες ήταν 50 εκ. ευρώ, πολύ λιγότερες απ΄ όσες είχαν άλλα ΜΜΕ, ο ΔΟΛ και ο Πήγασος π.χ. Οι αποζημιώσεις και οι μισθοί των εργαζόμενων έφθαναν τα 35 εκ. ευρώ. Η μόνη πιθανότητα που υπήρχε για να πάρουν οι εργαζόμενοι αυτά τα ποσά ήταν μέσα από την ένταξη στο άρθρο 99 και την συνέχεια της λειτουργίας. Με την πτώχευση και το κλείσιμο των εφημερίδων αυτά τα ποσά τα χάσανε. Το άρθρο 99 προστάτευε τα δικαιώματα των εργαζόμενων και όχι των τραπεζών. Οι τράπεζες θα την πατούσαν».

    – Άρα, προηγούνται οι υπάλληλοι και μετά οι τράπεζες;

    «Ναι τότε. Αλλά τώρα έχουν αλλάξει οι νόμοι. Μιλάμε για πράγματα που είναι αλλιώτικα. Τώρα προηγείται το κράτος. Είναι μεσαιωνικό πλέον. Το κράτος μόνο παίρνει, δεν δίνει».

     

    Και η Ελευθεροτυπία, «υπήρξε από Τεγόπουλο σε Τεγοπούλου» και τίποτα άλλο, ποτέ, σε μια κρίση εγωκεντρισμού εκείνου του πατέρα, όπως έγραψε πρόσφατα ο δημοσιογράφος για χρόνια στην εφημερίδα, Γιώργος Βότσης, δίνοντας μια στάλα τρυφερότητας και κατανόησης σε εκείνο το κορίτσι, που του χάιδευαν το κεφάλι οι «μεγάλοι», όταν μικρό ήταν, εκεί, με παρουσία βουβή στη γέννηση της εκδοτικής προσπάθειας, που δεν θα έμοιαζε με καμία άλλη.

    Το κορίτσι, που μαζί με την αδελφή του, τη Λένα, μείναν ορφανά από μητέρα πολύ μικρά, με έναν πατέρα εργασιομανή, όλο να λείπει και να ονειρεύεται καινούργιους κόσμους, από κείνους που τελικά αποκτούν δόντια και κατασπαράζουν ζωές στην αυτοαναίρεσή τους.

    Που εκείνος, ο πατέρας, ίσως λόγω της βαθιάς αριστερής του ιδεολογίας που δεν δεχόταν «απαγορεύεται» ή ίσως γιατί πίκρα είχαν νιώσει τα παιδιά του πολύ με την ορφάνια τους, την απουσία μάνας, δεν τους χάλασε ποτέ χατίρι, δεν τα μάλωσε, δεν έβαλε μάλλον και όρια.

    Η Μάνια θα ήταν η διάδοχός του σε όλα.

    Η Λένα, πάλι, θα προτιμούσε να ασχοληθεί με  το θέατρο και το real estate σε Αθήνα και Παρίσι.

    Η εφημερίδα θα πέρναγε στα χεριά της άλλης Τεγοπούλου.

    «Η Μάνια όταν γινόντουσαν αυτά τα πράγματα στην Ελευθεροτυπία», σημειώνει ο Γιώργος Βότσης, ως αυτόπτης μάρτυς στη συγκεκριμένη ζωή και το δέσιμό της με ένα έντυπο, στο οποίο ο ίδιος ήταν αρθρογράφος, από εκείνους που δε χορταίναμε να διαβάζουμε, «ήταν κοριτσάκι στην εφηβεία και ενεργά στην εφημερίδα και όταν ακόμη ενηλικιώθηκε δεν ήταν ποτέ. Αλλά λάτρευε τον πατέρα της, του έμοιαζε, το γονίδιο ήταν φανερό και στη φάτσα της. Το κακό είναι ότι πήρε από αυτόν ό,τι χειρότερο, τη βωμολοχία, τη χυδαιολογία και το θράσος, αλλά ήταν επίσης έξυπνη. Νομίζω ότι η ελευθεριότητα στη διαχείριση των προσωπικών της τελικά την κατέστρεψε με τις κακές συντροφιές και τις καταχρήσεις». 

     Ο Γκυ Ντεμπόρ, η Καταστασιακή Διεθνής, το Παρίσι…

     

    Μοιραία η Μάνια, σίγουρα για έναν τίτλο, μια εποχή, μια εφημερίδα. Τραγική και η ίδια στον εγκλωβισμό του μετεωρισμού της.

    Από τη μια, παιδί να μεγαλώνει πλουσιοπάροχα, με επίγνωση χρημάτων και εξουσίας και δύναμης!

    Από την άλλη, η ενοχή της πατρικής αριστεράς για όλα αυτά, που θα οδηγήσουν σε μια μακάβρια ισορροπία μεταξύ χάους και αβύσσου, σε ένα τεντωμένο σχοινί φτιαγμένο από εθιστικό, σαρκοφάγο αλκοόλ και καταχρήσεις.

    Πολύ νέα, πολύ μόνη, πολύ ελεύθερη στο Παρίσι των νεανικών κινημάτων, το έτοιμο να πετάξει μολότοφ ανά πασά στιγμή.

    Εντάσσεται στην οργάνωση Καταστασιακής Διεθνούς, που από τους ιδρυτές της ήταν ο θεωρητικός του μαρξισμού και συγγραφέας Γκυ Ντεμπόρ και που οδήγησε στην φοιτητική εξέγερση του Μάη του ’68.  Σύντομα ο ιδεολογικός της μέντορας θα επιλέξει το σινεμά και τη συγγραφή, μέσα από μια ηθελημένη μοναξιά, ώσπου το 1994, μετά από χρόνιο εθισμό στο αλκοόλ, αρρωσταίνει με αλκοολική πολυνευροπάθεια και αυτοκτονεί με μια σφαίρα στην καρδιά! Η δράση του σημάδεψε την παγκόσμια Αριστερά και την ιδεολογική σκέψη των αναρχικών! Το τέλος του; Έμοιασε μ’ εκείνο της Μάνιας! Της Μάνιας, που όταν η Καταστασιακή Διεθνής εξολοθρεύτηκε με όλα της τα μέλη να απομακρύνονται απ την Γαλλία, ήταν ήδη στην Ελλάδα.

    «Νομίζω πώς μέχρι κάποια στιγμή η Μάνια Τεγοπούλου διατηρούσε εντός της τον ακραίο ρομαντισμό μίας Αριστερής ή και Αριστερίστικης συνείδησης», γράφει η επίσης αυτόπτης Νάταλι Χατζηαντωνίου, πρώην συντάκτρια στο Πολιτιστικό Ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας, «προσπαθούσε να επιτύχει με λάθος τρόπο το δίκιο αλλά και το δικαίωμα της δικής της αυτοδιάθεσης χωρίς να μπορεί να αποκοπεί από τη μοίρα και την υπεροψία της κληρονομιάς της. Με το ένα πόδι στον απόηχο του Μάη του ’68, στο αλήτικο Παρίσι όπως το έζησε, στα αριστερά οράματα όπως δεν τα έζησε κι όπως τα διαστρέβλωσε, στα διαβάσματα, στις ροκ επιλογές (φαινόταν και στον τρόπο που ντυνόταν ή φερόταν), στην ελεύθερη ή και ελευθεριάζουσα ζωή. Και με το άλλο πόδι στις διευκολύνσεις που παρέχει η εξουσία και το χρήμα σε τέτοιες περιπτώσεις μάλιστα σχεδόν ακούσια. Τόσο ώστε να γερνά οριακά αντιφατική, αμφίθυμη απέναντι σε ό,τι είχε φτιάξει ο ίδιος της ο πατέρας (να το σώσει; να το ισοπεδώσει; να το μιμηθεί; να το θάψει;), ασυμβίβαστη με τον τρόπο της, πολύ μόνη και μοναχική τα τελευταία χρόνια, πολύ καταραμένη, πολύ μοιραία για πάρα πολλούς. Και για τον εαυτό της»…

    Το κορίτσι που αγαπούσε τους ποιητές

     

    Μετά την μεταπολίτευση, σε μια εποχή κομψότητας και φκιασιδωμένου, αστεία επαρχιώτικου life style, εκείνη έπινε μπύρες στα Εξάρχεια και κέρναγε τους αντιεξουσιαστές γνωστούς της. Κάποτε παντρεύτηκε χωρίς καλεσμένους και θόρυβο. Έκανε μια κόρη. Χώρισε. Είχε φίλους τον Δημήτρη Πουλικάκο, τον εξαίσιο Γιώργο Χρονά, πού ήταν υπεύθυνος του ενθέτου «Βιβλιοθήκη-Καταφύγιο θηραμάτων» της «Ελευθεροτυπίας» κάθε Σάββατο από το 2009 έως το 2011, και τον ποιητή, συγγραφέα, μεταφραστή, δάσκαλο στοχαστή και αρθρογράφο στην εφημερίδα της, Ευγένιο Αρανίτση.

    Με τον τελευταίο ίδρυσε τις εκδόσεις βιβλίων «Άκμων» στα μέσα της δεκαετίας του ’70.

    «Αποφασίζω να ασχοληθώ σοβαρότερα με το βιβλίο και το ’76 στήνουμε με μια φίλη τις εκδόσεις Άκμων» λέει εκείνος, πρόσφατα χωρίς να εκθέτει τ’ όνομα της, «αρχικά κυκλοφορούσαμε βιβλία κυρίως θεωρητικά, τύπου «Μάης ’68», ύστερα το γυρίσαμε σε ποίηση και λογοτεχνία κι εντέλει το κλείσαμε το μαγαζί γιατί επιχειρηματίας δεν ήμουν, το κέφι μου έκανα»!

    Ούτε εκείνη, η «φίλη», δούλεψε ποτέ της, παρά μόνο όταν ο πατέρας της πέθανε! Η ίδια ζούσε στο Χαλάνδρι. Συναντιόνταν ιδεατά με τον Αρανίτση, ακόμα και όταν έπαψαν τις προσπάθειες τους τις εκδοτικές, στον κοινό τόπο της εκφρασμένης αντίληψης εκεινού, όπως την έχει εκμυστηρευτεί στην lifo, πως «ναι, είμαι χαρακτήρας «συντελειακός», είμαι πεπεισμένος ότι ζούμε το τρεμόπαιγμα της φλόγας ενός κόσμου που σβήνει»! Όπως «σβήνει» και ο πατέρας της…

    «Δεν ντράπηκες όταν παραχώρησες τον χώρο του γραφείου του πατέρα σου στον κολλητό σου Δημήτρη Πουλικάκο;»

     

    Είναι 2008. Τα ηνία της “Χ.Κ. Τεγόπουλος Α.Ε.” μετά απ’ το θάνατο Κίτσου Τεγόπουλου, αναλαμβάνει η Μάνια. Η ιστορική «Ελευθεροτυπία» έκλεισε τελικά τρία χρόνια μετά κι ενώ αντιμετώπιζε σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα.

    Στις αρχές του 2013 η εφημερίδα επανακυκλοφόρησε, άντεξε όμως μέχρι τον Νοέμβριο του 2014 όποτε έκλεισε οριστικά αφήνοντας, όπως και να το κάνουμε, ένα τεράστιο, δυσαναπλήρωτο κενό στον χώρο του Τύπου στην Ελλάδα. Εκείνη πήγαινε στην Ελευθεροτυπία, σε εκείνο το γιγάντιο -κουφάρι πια- κτήριο στην Μίνωος, δίπλα από τη Βουλιαγμένης, που παλιά έσφυζε από ζωή και ιδέες, δυο φορές την εβδομάδα και ήθελε να την ενημερώνουν πρωί γιατί μετά είχε δουλειές.

    Ο Κίτσος Τεγόπουλος

    Πρωί, φυσικά, οι εφημερίδες ψάχνουν και κάνουν ρεπορτάζ και επαφές, δεν ενημερώνουν κανένα!

    Αλλά είπαμε, η Μάνια ούτε έγραφε ούτε την εφημερίδα ένιωθε δικιά της, μόνο τα χνάρια του πατέρα της ελαφροπατούσε και εκείνα θολωμένα.

    Όποιο απόγευμα ήταν εκεί, την έβλεπαν να κυκλοφορεί κρατώντας μπύρες και να πίνει από το μπουκάλι ή το τενεκεδάκι. Όποιος την πλησίαζε μύριζε στην ανάσα της, το πικρό αλκοόλ.

    Τον Νοέμβριο του 2009,  αστυνομικοί κυκλώνουν έναν αυτοκίνητο, σταματημένο καταμεσής της Πανόρμου. Μέσα κοιμάται η Μάνια Τεγοπούλου, που δεν ξυπνάει εύκολα, χαμένη και αφημένη και αρνιέται να βγει από το αυτοκίνητο. Περνάει αυτόφωρο. Και ξανά η Ελευθεροτυπία!

    Δίνει το γραφείο του πατέρα της στον Δημήτρη Πουλικάκο, αυτήν την πολυσήμαντη, πραγματικά, προσωπικότητα, που τότε κυκλοφορεί και cd του με την εφημερίδα και δίνει εκεί και μια μεγάλη συνέντευξη που ανάμεσά σ’ αλλά λέει: «το ελληνικό -και όχι μόνο- κράτος, έτσι όπως έχει καταντήσει, δεν το δέχομαι. Είμαστε όλοι κατάδικοι. Άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Μόνο οι ψυχές μας δεν βλέπουν κάγκελα».

    Οι εργαζόμενοι τότε κάνουν λόγο για ένα τεράστιο κόστος ώστε να κυκλοφορήσουν τα CD.

    «Δεν ντράπηκες όταν παραχώρησες τον χώρο του γραφείου του πατέρα σου στον κολλητό σου Δημήτρη Πουλικάκο; Αληθεύει ότι χρυσοπληρώθηκαν με ποσό πάνω από 200.000 ευρώ τα CD του για να δοθούν προσφορά με την εφημερίδα;», ρωτάει, την ίδια περίοδο με τη συνέντευξη της Μάνιας Τεγοπούλου στον Χρονά, ο δημοσιογράφος  Αντώνης Φουντής!

     

    Ω! Τον τεθνηκότα μη κακολογείν

    Η Μάνια Τεγοπούλου, όμως, διοικεί μια εφημερίδα και ενδιάμεσα ξεχνά να πάει σε ραντεβού με τεράστια δυνατό τραπεζίτη για να συζητήσει για δάνειο, σε έναν άλλον πάλι δε πάει και βωμολοχεί, λέγοντάς του πού ακριβώς γραφεί το τραπεζικό σύστημα και «να πάει στο διάολο».

    Πουλάει την «Χρυσή Ευκαιρία» για ογδόντα εκατομμύρια ευρώ, ενώ την ίδια περίοδο αγοράζει το σπίτι της Πεϊνό και του Αλέκου Γιωτόπουλου στους Λειψούς.

    Κάνει απολύσεις.

    Στήνει, παρορμητικά και παράφορα, αναίτιους ομηρικούς καυγάδες για μικρής σημασίας θέματα.

    Δεν πουλάει την εφημερίδα πάρα το ότι -ειδικά στις αρχές- είχε καλές προσφορές.

    Οδηγεί δημοσιογράφους στην παραίτηση τους, όπως την Κατερίνα Κατή που σηκώθηκε και έφυγε για παρέμβαση στο ρεπορτάζ της που αφορούσε στην 17η Νοέμβρη.

    Αλλάζει διευθυντές κάθε δυο μέρες.

    Στέλνει απεσταλμένους της να μιλήσουν στους εργαζομένους και η ίδια δεν εμφανίζεται ποτέ.

    Ευαγγελίζεται σχέδιο διάσωσης από τράπεζα και οι συγκεντρωμένοι -και χαρούμενοι- εργαζόμενοι, μαθαίνουν από τον εκπρόσωπό τους, πως ποτέ η Μάνια Τεγοπούλου δεν επικοινώνησε με τους τραπεζικούς φορείς ούτε πρότεινε κάτι.

    Δεν υπογράφει απολύσεις για να μην πάνε οι δημοσιογράφοι σε ταμεία ανεργίας!

    Έβριζε, προκαλούσε, δεν χαμογελούσε, δεν χαιρετούσε, αγριοκοιτούσε!

    Γινόταν εύκολα «αντιπαθής» και έμοιαζε σα πεισμωμένο παιδί, αποφασισμένη να είναι έτσι!

    Και ναι! Πόσα λάθη! Για ένα κορίτσι που μεγάλωσε χωρίς μάνα και με ένα πατέρα που όλο έλειπε! Για ένα κορίτσι που τα είχε πάντα όλα! Για ένα κορίτσι που αποφάσισε να διοικήσει μια εφημερίδα, όταν δεν μπορούσε να διοικήσει -ίσως το πιο δύσκολο απ’ όλα- ούτε τον εαυτό του! Για ένα κορίτσι που πέθανε και ελάχιστα λόγια θλίψης υπήρξαν ως «αντίο».

    Και όπως και να ‘χει -ε!- «τον τεθνηκότα μη κακολογείν» γιατί η Μάνια Τεγοπούλου μόλις τέλειωσε μια πολύ δύσκολη, δραματική, απαιτητική δουλειά, αυτή της ίδιας της της ζωής…

     

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Έφυγε από τη ζωή η τελευταία εκδότρια της «Ελευθεροτυπίας» Μάνια Τεγοπούλου



    ΣΧΟΛΙΑ