• ΥΓΕΙΑ

    Επιστημονική μελέτη: Ακόμα και μια μικρή ανησυχία μπορεί να μας αρρωστήσει


    Είναι γνωστό ότι το άγχος, η κατάθλιψη και το στρες σε υψηλά επίπεδα και για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη σωματική υγεία μας. Αλλά τι γίνεται όταν είμαστε εκτεθειμένοι σε χαμηλά επίπεδα ψυχικής δυσφορίας;

    Αν και η σχέση μεταξύ της σημαντικής δυσφορίας και της εμφάνισης χρόνιων ασθενειών, όπως αρθρίτιδα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), καρδιαγγειακή νόσος και διαβήτης, είναι καλά τεκμηριωμένη, υπάρχει σημαντικό κενό στη γνώση για τη σχέση μεταξύ χαμηλών και μέτριων επιπέδων δυσφορίας και την ανάπτυξη χρόνιων καταστάσεων. Εξακολουθούν να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία μας; Την απάντηση έρχεται να δώσει μια νέα μελέτη.

    Τα αποτελέσματά της, τα οποία δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση Journal of Psychosomatic Research, δείχνουν ότι δεν χρειάζεται να βιώσουμε έντονη ψυχική δυσφορία για να τεθεί σε κίνδυνο η σωματική μας υγεία. «Ακόμα και μια μικρή ανησυχία αρκεί», προειδοποιούν οι συγγραφείς.

    Η μελέτη, η οποία διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου στο Ηνωμένο Βασίλειο, διερεύνησε το κατά πόσο η έκθεση σε χαμηλά και μέτρια επίπεδα ψυχικής δυσφορίας – η οποία περιλαμβάνει συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης – θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης χρόνιας νόσου.

    Για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που συλλέχθηκαν από 16.485 ενήλικες για μια περίοδο 3 ετών και εξέτασαν τη σχέση μεταξύ της ψυχικής δυσφορίας και της ανάπτυξης τεσσάρων χρόνιων ασθενειών: διαβήτη, αρθρίτιδας, πνευμονικής νόσου και καρδιαγγειακών παθήσεων.

    Η μελέτη διαπίστωσε ότι ακόμη και μέτρια αλλά και τα χαμηλά επίπεδα ψυχικής έντασης μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης μιας χρόνιας νόσου αργότερα στη ζωή.

    «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι ακόμη και τα χαμηλά επίπεδα δυσφορίας, κάτω από το επίπεδο που συνήθως θεωρείται κλινικά σημαντικό, φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης χρόνιας νόσου. Έτσι η παρέμβαση για τη μείωση των συμπτωμάτων άγχους και κατάθλιψης μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή της εμφάνισης αυτών των ασθενειών σε ορισμένους ανθρώπους»,  ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης, Catharine Gale, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Southampton.

    Σε σύγκριση με τα άτομα που δεν ανέφεραν συμπτώματα ψυχικής δυσφορίας, όσοι ανέφεραν χαμηλά και μέτρια επίπεδα δυσφορίας ήταν 57% και 72%, αντίστοιχα, πιθανότερο να αναπτύξουν αρθρίτιδα, ενώ τα άτομα που ανέφεραν υψηλά επίπεδα ήταν 110% πιθανότερο να εμφανίσουν την ασθένεια.

    Παρόμοιες σχέσεις βρέθηκαν επίσης για καρδιαγγειακές παθήσεις και την πνευμονική νόσο (συγκεκριμένα, τη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια [ΧΑΠ]).

    Ειδικότερα, τα άτομα με χαμηλά επίπεδα δυσφορίας είχαν 46% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιαγγειακά προβλήματα, τα άτομα με μέτρια επίπεδα διέτρεχαν 77% υψηλότερο κίνδυνο και εκείνα που είχαν υψηλά επίπεδα δυσφορίας είχαν αυξημένες πιθανότητες κατά 189%.

    Όσον αφορά τις πνευμονικές παθήσεις, ο κίνδυνος δεν αυξήθηκε σε άτομα που ανέφεραν χαμηλά επίπεδα δυσφορίας, αλλά αυξήθηκε κατά 125% σε άτομα με μέτρια επίπεδα και κατά 148% σε άτομα με υψηλά επίπεδα δυσφορίας.

    Ωστόσο, οι ερευνητές δεν βρήκαν σημαντικούς δεσμούς μεταξύ της ψυχικής δυσφορίας και της ανάπτυξης του διαβήτη.

     

    ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 6 σωματικές ασθένειες που έχουν πρώιμο σύμπτωμα το έντονο άγχος

     

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Λιγότερο ευτυχισμένοι κατά 800% οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων

     

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: Κατάθλιψη: 10 κινήσεις που θα σας βοηθήσουν να «ξεφύγετε» απ’ το… τέρας



    ΣΧΟΛΙΑ