• Οικονομία & Επιχειρήσεις

    Επιτροπή Ανταγωνισμού: Στο «στόχαστρο» οι συμφωνίες σούπερ μάρκετ – προμηθευτών (και) στην διάρκεια της πανδημίας – Ανεβασμένες οι τιμές στα τρόφιμα


    Αρκετά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ήταν το επίπεδο τιμών των τροφίμων και ποτών στα ράφια των σούπερ μάρκετ το 2018, σύμφωνα με έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

    Ειδικότερα, ο δείκτης επιπέδου τιμών στα τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά, τα οποία είναι και τα βασικά προϊόντα τα οποία διακινούνται από τις εταιρείες πώλησης ειδών σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα το 2018 είναι υψηλότερος σε σχέση με τα άλλα κράτη – μέλη με αντίστοιχο δείκτη όγκου κατά κεφαλήν ΑΕΠ και διαμορφώθηκε σε επίπεδο κατά 5,9% υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

    Ειδικότερα το 2018 στην κατηγορία Τρόφιμα, ο δείκτης του επίπεδου τιμών ήταν 104,9% για την Ελλάδα. O δείκτης επιπέδου τιμών για τις επιμέρους κατηγορίες που εμπίπτουν στην κατηγορία «Τρόφιμα» διαμορφώθηκαν ως εξής:

    Ψωμί και Δημητριακά (114,5%), Κρέας (91,5%), Ψάρι (107,1%), Γάλα, τυρί και αυγά (134,2%), Έλαια & λίπη (118,7%), Φρούτα, Λαχανικά, Πατάτες (82,7%) και Άλλα τρόφιμα (139,1%).

    Έτσι, ενώ η Ελλάδα υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, όσον αφορά τον δείκτη όγκου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η Επιτροπή Ανταγωνισμού παρατηρεί πως το επίπεδο τιμών στα τρόφιμα (με εξαίρεση τις κατηγορίες Φρούτα, Λαχανικά, Πατάτες και Κρέας) είναι αρκετά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και στην περίπτωση της κατηγορίας Άλλα τρόφιμα φτάνει στο 139,1% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

    Ειδικότερα, στο μικροσκόπιο της Επιτροπής βρίσκονται 11 κατηγορίες προϊόντων όπου πιθανών να υπάρχουν ζητήματα ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, οι κατηγορίες είναι οι εξής:

    1. Αναψυκτικά – έτοιμο τσάι – ενεργειακά ποτά – σόδες
    2. Καφές
    3. Απορρυπαντικά ρούχων σε σκόνη
    4. Τυρί φέτα
    5. Αλλαντικά
    6. Ζυμαρικά
    7. Ψωμί συσκευασμένο για τοστ
    8. Δημητριακά για πρωινό
    9. Όσπρια
    10. Γιαούρτι και επιδόρπια γιαουρτιού
    11. Χαρτί υγείας

    Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, τα βασικά εμπόδια εισόδου που προκρίνει η πλειοψηφία των προμηθευτών σε όλες τις κατηγορίες προϊόντων είναι:

    • Η δυσκολία καθιέρωσης δικτύου διανομής σε πανελλαδικό επίπεδο, λόγω της έλλειψης οικονομικά φερέγγυων και εμπορικά βιώσιμων συνεργατών, της ύπαρξης αποκλειστικών αντιπροσώπων σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά και λόγω της γεωγραφικής ιδιαιτερότητας της χώρας (π.χ. μεγάλος αριθμός νησιών).

    • Το υψηλό κόστος εισόδου στα ράφια των σούπερ μάρκετ (listing/entrance fees) καθώς και το περιορισμένο χώρο στο ράφι λόγω των «must have» προϊόντων (συμφωνίες για πλανογράμματα στην κατηγορία αναψυκτικών), αλλά και λόγω των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.

    • Η υψηλή διαφημιστική δαπάνη ειδικά στις κατηγορίες όπου υπάρχουν ηγέτιδες εταιρίες και «must have» σήματα.

    Στην πολυσέλιδη έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού αναφέρεται και στις συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ προμηθευτών ή λιανοπωλητών στη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού, λέγοντας πως «ακόμα και αν κριθεί ότι περιορίζουν προσωρινά τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα αξιολογήσει το βαθμό στον οποίο επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότητα της απρόσκοπτης και δίκαιης διανομής, καθώς και τον προσωρινό χαρακτήρα τους και κατά πόσο είναι αναλογικά και απολύτως απαραίτητες προς την επίτευξη των ως άνω σκοπών».

    Η Επιτροπή ωστόσο αναγνωρίζει ότι ενδεχόμενες συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ προμηθευτών ή λιανοπωλητών, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη προμήθεια και η δίκαιη κατανομή των προϊόντων που βρίσκονται σε ανεπάρκεια, σε όλους τους καταναλωτές στην ελληνική επικράτεια, δεν αναμένεται να οδηγήσουν σε περιορισμό του ανταγωνισμού.

    Η παραπάνω έρευνα διεξήχθη από την Επιτροπή Ανταγωνισμού (Ε.Α.), στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, με στόχο την ενδελεχή ανάλυση και διερεύνηση των συνθηκών ανταγωνισμού που επικρατούν σε κρίσιμους τομείς της εθνικής οικονομίας, διενήργησε κλαδική έρευνα και στον κλάδο παραγωγής, διανομής και εμπορίας βασικών καταναλωτικών ειδών και ιδίως ειδών διατροφής, καθώς και ειδών καθαριότητας και προσωπικής υγιεινής

    Η κλαδική έρευνα επικεντρώθηκε σε δείγμα έντεκα (11) κατηγοριών προϊόντων, και συγκεκριμένα: (1) αλλαντικά, (2) αναψυκτικά – έτοιμο τσάι – ενεργειακά ποτά – σόδες, (3) απορρυπαντικά ρούχων σε σκόνη, (4) γιαούρτι και επιδόρπια γιαουρτιού, (5) δημητριακά για πρωινό, (6) ζυμαρικά, (7) καφές, (8) όσπρια, (9) τυρί φέτα, (10) χαρτί υγείας και (11) ψωμί συσκευασμένο για τοστ και έχει ως σκοπό τη σκιαγράφηση της λειτουργίας αγορών/κλάδων βασικών καταναλωτικών προϊόντων καθημερινής χρήσης που πωλούνται μέσω των σούπερ-μάρκετ.



    ΣΧΟΛΙΑ