Debra G. Perelman, CEO Revlon
Η Revlon κατέθεσε αίτηση πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 11, αδυνατώντας να διαχειριστεί στο δυσβάσταχτο χρέος της εν μέσω της κρίσης της εφοδιαστικής αλυσίδας και της εκτόξευσης του πληθωρισμού.
Ο γίγαντας της αγοράς καλλυντικών που ανήκει στον δισεκατομμυριούχο Ron Perelman, κατέθεσε την αίτηση στη Νότια Περιφέρεια της Νέας Υόρκης και κατέγραψε περιουσιακά στοιχεία συνολικού ύψους 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα τέλη Απριλίου. Το ποσό είναι μικρότερο από τα συνολικά χρέη 3,7 δισ. δολαρίων, στα οποία περιλαμβάνονται ομόλογα που λήγουν το 2024, σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα της 15ης Ιουνίου.
Η εταιρεία μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία της ενώ θα επεξεργάζεται σχέδιο για την αποπληρωμή των πιστωτών. Η χρεοκοπία κλείνει μια ταραχώδη περίοδο για την Revlon, η οποία επλήγη κατά τη διάρκεια της πανδημίας μετά από χρόνια μείωσης των πωλήσεων της, με τους καταναλωτές να στρέφονται σε νέες μάρκες καλλυντικών και το μερίδιο της στην αγορά να μειώνεται.
Η Revlon, ιδρύθηκε πριν από 90 χρόνια, την εποχή της Mεγάλης Ύφεσης κάνοντας το ντεμπούτο της με βερνίκια νυχιών ενώ αργότερα πρόσθεσε στην γκάμα της τα κραγιόν. Μέχρι το 1955, είχε εξελιχθεί σε μια εταιρεία διεθνούς φήμης.
Η εταιρεία συμμετοχών του Perelman, MacAndrews & Forbes, ανέλαβε τον έλεγχο της Revlon με μια επιθετική εξαγορά το 1985.
Εκτός από το ομόλογο σε δολάρια, η Revlon έχει 10 δάνεια με ανεξόφλητο υπόλοιπο συνολικού ύψους περίπου 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων και με λήξη τα επόμενα τρία χρόνια, σύμφωνα με στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από το Bloomberg.
Το χρέος της εταιρείας αποδείχθηκε επαχθές μετά και την πώληση δανείων και ομολόγων άνω των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να χρηματοδοτήσει την εξαγορά της Elizabeth Arden το 2016. Η εταιρεία διαθέτει επίσης εμπορικά σήματα όπως τα Cutex και Almay και εξάγει τα προϊόντα της σε περισσότερες από 150 χώρες.
Τα τελευταία χρόνια Revlon έχασε μερίδιο καθώς δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί νεότερες μάρκες που προβάλλονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η πανδημία αποτέλεσε ένα ακόμη ισχυρό πλήγμα για την εταιρεία, ενώ το τελειωτικό χτύπημα ήρθε από τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και τον υψηλό πληθωρισμό που ψαλίδισε τα περιθώρια κέρδους.
Διαβάστε ακόμη: