• Ενέργεια

    Φιλόδοξη η ενεργειακή στρατηγική έως το 2050 με βιοκαύσιμα, ανανεώσιμες πηγές και ηλεκτρικά αυτοκίνητα

    • NewsRoom
    Κωστής Χατζηδάκης, υπουργός Εργασίας

    Κωστής Χατζηδάκης, υπουργός Εργασίας


    Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε χθες από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας η μακροχρόνια ενεργειακή στρατηγική για το 2050, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την πρόβλεψη για τερματισμό της χρήσης πετρελαίου για θέρμανση, τη χρήση ηλεκτρικών αυτοκινήτων, βιοκηροζίνη για την τροφοδοσία των αεροπλάνων, βιοκαύσιμα στη ναυτιλία και αντικατάσταση του φυσικού αερίου από βιομεθάνιο, υδρογόνο και συνθετικό μεθάνιο.

    Όπως προβλέπει, συνοπτικά ο μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός, η χρήση πετρελαίου για θέρμανση θα αντικατασταθεί από αντλίες θερμότητας, τα βενζινοκίνητα και πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα θα αντικατασταθούν από ηλεκτροκίνητα για μετακινήσεις εντός πόλης και υβριδικά για υπεραστικές μεταφορές.

    Ο στόχος και οι λεπτομέρειες του σχεδίου

    Τελικός στόχος αυτού του σχεδιασμού είναι να γίνει το 2050 η ελληνική οικονομία κλιματικά ουδέτερη, με κοινωνικά δίκαιο τρόπο και με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, σε συνέχεια των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει ο ενεργειακός σχεδιασμός για την περίοδο 2020 – 2030 που παρουσίασε πρόσφατα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κωστής Χατζηδάκης.

    Στο σχέδιο προβλέπεται αύξηση της ζήτησης για ξυλεία (βιομάζα), που θα χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοκαυσίμων, γεγονός που δημιουργεί δυνατότητες σημαντικής ανάπτυξης των ενεργειακών καλλιεργειών (ελαιοκράμβη, ηλίανθο, γλυκό σόργο, ζαχαρότευτλα, κτλ.) και της ξυλώδους βιομάζας (μίσχανθος, ιτιά, λεύκη κ.α.), καλλιέργειες που, όπως αναφέρεται, θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν και να αυξήσουν κατά πολύ τη σημερινή γεωργική δραστηριότητα της Ελλάδας.

    «Θα πρέπει να υπάρξει δυνατότητα για την επαναφορά εγκαταλελειμμένης γης στην καλλιέργεια σε μεγάλη κλίμακα. Ο ρόλος των εγγειοβελτιωτικών έργων είναι σημαντικός, λόγω των μεγάλων αναγκών των ενεργειακών καλλιεργειών σε άρδευση. Με την ανάπτυξη των νέων ενεργειακών καλλιεργειών, θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα και το εισόδημα των γεωργικών δραστηριοτήτων και θα αυξηθεί η αξία της γης», τονίζει το ΥΠΕΝ.

    Για τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, η σημαντικότερη αλλαγή, που είναι η κατάργηση του λιγνίτη, θα έχει συντελεστεί ήδη από το 2028, ενώ θα συνεχιστεί η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, σε συνδυασμό με αποθήκευση (αντλησιοταμίευση και μπαταρίες).

    Σε όλα τα σενάρια που εξετάζονται, η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ παρουσιάζει σημαντική αύξηση, φθάνοντας να καλύπτει 88%-90% της ακαθάριστης ζήτησης το 2050, με τα αιολικά και ηλιακά, να παράγουν το μεγαλύτερο μέρος αυτής, από 68% έως 72%. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές, από το επίπεδο των 130 ευρώ ανά μεγαβατώρα το 2020, κοντά στα 110 ευρώ το 2050.

    Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτίμηση ότι οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να μειωθούν, καθώς οι μονάδες της χώρας γίνονται εξαγωγικές μακροχρόνια, κατά τις χρονικές στιγμές αφθονίας των ΑΠΕ, κυρίως κατά τις ώρες μεγάλης ηλιοφάνειας, παρέχοντας έτσι ενέργεια και εξισορρόπηση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ενώ το σύστημα εισάγει ενέργεια από τις χώρες αυτές κατά τις χρονικές στιγμές έλλειψης ΑΠΕ. Επιπλέον, χάρη στην ανάπτυξη των ΑΠΕ και στην εξοικονόμηση ενέργειας, η συνολική δαπάνη για αγορά εισαγομένων καυσίμων (εισαγωγές μείον εξαγωγές) μειώνεται θεαματικά από τα περίπου 7-8 δισ. ευρώ ετησίως, κατά την πρόσφατη περίοδο, σε 2,7-3,5 δισ. ευρώ το 2050.

    Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μακροχρόνιας στρατηγικής, το φυσικό αέριο δεν θα είναι στο μέλλον το κύριο συστατικό του συστήματος διανομής και της αγοράς αέριων καυσίμων.

    Τα δίκτυα αερίου προοδευτικά θα ενσωματώσουν προσμίξεις άλλων αερίων με μικρότερο (ή και μηδενικό) ανθρακικό αποτύπωμα όπως είναι το βιομεθάνιο, το υδρογόνο και το συνθετικό μεθάνιο (e-gas, synthetic methane).

    Τέλος, για τις κατοικίες προβλέπεται ευρύ πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης, ώστε το 2050 η μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στις κατοικίες, συγκριτικά με το 2005, να διαμορφωθεί – ανάλογα με το σενάριο – από 42 ως 57 %.



    ΣΧΟΛΙΑ