• Ενέργεια

    Έκθεση Πισσαρίδη για αγορά ενέργειας: Υψηλό ενεργειακό κόστος, ελλείμματα ισοζυγίου, εξάρτηση από εισαγωγές, αγκυλώσεις


    Στις δυσλειτουργίες της ελληνικής αγοράς ενέργειας, στις οποίες οφείλεται το αυξημένο ενεργειακό κόστος της χώρας που επιβαρύνει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, έκανε αναφορά η   έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη , περιγράφοντας τις συνθήκες στην αγορά ενέργειας.

    Το συνολικό εμπορικό έλλειμμα των προϊόντων ενέργειας στην Ελλάδα ήταν €4,3 δισεκ. το 2019, αναφέρει όπως και ότι στην Ελλάδα καταγράφεται η υψηλότερη μέση χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας εντός της ΕΕ (63,9 €/MWh το 2019). Στο φυσικό αέριο, οι τιμές εισαγωγής είναι αρκετά υψηλότερες σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.

    Επίσης τονίζεται ότι τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα στην Ελλάδα, έφτασαν τα €4,28 δισεκ. το 2019. Ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν στο 2,9% το 2018, έναντι 1,9% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην ΕΕ.

    Ειδικότερα, επισημαίνει:

    “Το ενεργειακό κόστος, καθώς και η επάρκεια και αξιοπιστία στην προσφορά ενέργειας, είναι σημαντικοί παράγοντες για την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας”.

    Η σημασία του ενεργειακού κλάδου αναδεικνύεται επίσης από τον κρίσιμο ρόλο του στη μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Τονίζει ότι χρόνιες αγκυλώσεις στον εγχώριο ενεργειακό κλάδο έχουν σοβαρές παρενέργειες σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Η αντιμετώπιση των αγκυλώσεων αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο πρότυπο ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης με σεβασμό στους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους που έχουν τεθεί.

    Όπως αναφέρει το 2019, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) του ενεργειακού κλάδου ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,8%. Ο ενεργειακός κλάδος υποστηρίζει περίπου 50.000 άμεσες θέσεις εργασίας (1,2% του εργατικού δυναμικού της χώρας), χωρίς να συνυπολογίζονται άλλες δραστηριότητες που συνδέονται στενά με τον κλάδο αυτό (Διάγραμμα 5.19).

    Η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές ενέργειας (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) δημιουργεί ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία αν και περιορίστηκαν στην πιο πρόσφατη περίοδο με την ισχυρή ανάπτυξη των ελληνικών εξαγωγών πετρελαιοειδών, παραμένουν σημαντικά. Το συνολικό εμπορικό έλλειμμα των προϊόντων ενέργειας στην Ελλάδα ήταν €4,3 δισεκ. το 2019.

    Καθυστέρηση έχει σημειωθεί και στην ανάπτυξη των «έξυπνων» δικτύων διανομής ηλεκτρισμού και στην εγκατάσταση «έξυπνων» μετρητών

    Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην Ελλάδα καταγράφεται η υψηλότερη μέση χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας εντός της ΕΕ (63,9 €/MWh το 2019). Στο φυσικό αέριο, οι τιμές εισαγωγής είναι αρκετά υψηλότερες σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (κατά 15% για το αέριο μέσω αγωγών το τέταρτο τρίμηνο του 2019), ενώ αντίστοιχη είναι η εικόνα και στις τιμές φυσικού αερίου για μη οικιακούς πελάτες (38,5 €/MWh στην Ελλάδα το 2019, έναντι μέσου όρου 36,9 €/MWh στην ΕΕ). Στα πετρελαιοειδή, η Ελλάδα κατατάσσεται 3η χώρα με την υψηλότερη τιμή στην αμόλυβδη βενζίνη μεταξύ των χωρών της ΕΕ το 2019, ενώ στο πετρέλαιο κίνησης κατατάσσεται 7η χώρα με την ακριβότερη τιμή, οριακά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ. Μέρος του υψηλού κόστους των πετρελαιοειδών οφείλεται στην υψηλή φορολόγηση.

    Τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα στην Ελλάδα, έφτασαν τα €4,28 δισεκ.
    το 2019. Ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν στο 2,9% το 2018, έναντι 1,9% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην ΕΕ.

    Ενεργειακή εξάρτηση και αποδοτικότητα

    Η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές ενέργειας παραμένει υψηλή, ιδίως σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Η ενεργειακή ένταση της οικονομίας, αν και έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια, παραμένει σε αρκετά υψηλό επίπεδο, ενώ πρόσθετες προσπάθειες απαιτούνται για την επίτευξη του στόχου για την ενεργειακή αποδοτικότητα.

    Ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας

    Στην ηλεκτρική ενέργεια, ο τομέας εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλό δείκτη συγκέντρωσης και επομένως περιορισμένο ανταγωνισμό. Το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας είναι υψηλό στην αγορά χονδρικής και η σύνδεση με την αγορά λιανικής είναι ασθενής, εν μέρει εξαιτίας και του σημαντικού ποσοστού ρυθμιζόμενων χρεώσεων στα τιμολόγια ηλεκτρισμού.

    Για αρκετά χρόνια, ο περιορισμένος ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας οφειλόταν κυρίως στην έλλειψη πρόσβασης των νεοεισερχόμενων σε πρωτογενείς πηγές ενέργειας χαμηλότερου κόστους (λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας). Αυτό επιδιώχθηκε να διορθωθεί με διάφορα ρυθμιστικά μέσα επαύξησης του ανταγωνισμού, όπως η υποχρέωση μείωσης του μεριδίου της κυρίαρχης επιχείρησης (ΔΕΗ) στην αγορά λιανικής με ταυτόχρονη δημοπράτηση μέρους της λιγνιτικής της παραγωγής (δημοπρασίες ΝΟΜΕ). Οι ρυθμίσεις αυτές, αν και ενεργοποίησαν ανταγωνιστικές δυνάμεις στη λιανική αγορά περιορίζοντας το μερίδιο
    της ΔΕΗ, προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στην ΔΕΗ.

    Οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ καταργήθηκαν το φθινόπωρο του 2019, μετά και από τις αποτυχημένες προσπάθειες πώλησης τμήματος του χαρτοφυλακίου λιγνιτικών μονάδων και των ορυχείων της ΔΕΗ. Η πώληση των λιγνιτικών μονάδων κατέστη δύσκολη εξαιτίας των σημαντικών αλλαγών στα οικονομικά δεδομένα της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής, τα οποία οδήγησαν, μαζί με το περιβαλλοντικό σκέλος, στην απόφαση για πλήρη παροπλισμό των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το 2028.

    Ενεργειακές υποδομές

    Οι ενεργειακές υποδομές σε αρκετές περιπτώσεις δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που θα εξασφαλίσουν την πορεία μετάβασης προς ένα ενεργειακό σύστημα μηδενικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Οι διασυνδέσεις των αυτόνομων νησιωτικών συστημάτων με το ηπειρωτικό σύστημα ηλεκτρισμού δεν έχουν ολοκληρωθεί και οι απώλειες ηλεκτρικής ενέργειας στα δίκτυα είναι σημαντικές, αλλά μειώνονται με την ανάπτυξη της αποκεντρωμένης παραγωγής.

    Η καλύτερη αξιοποίηση των ΑΠΕ και η διακοπή της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ρυπογόνες μονάδες στα νησιά εξαρτώνται από την ολοκλήρωση αυτών των επενδύσεων.

    Καθυστέρηση έχει σημειωθεί και στην ανάπτυξη των «έξυπνων» δικτύων διανομής ηλεκτρισμού και στην εγκατάσταση «έξυπνων» μετρητών, οι οποίοι θα δώσουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να επωφεληθούν από τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και από μηχανισμούς  ανταπόκρισης στη ζήτηση, παρέχοντας συγχρόνως ευελιξία στο σύστημα ηλεκτρισμού.

    Εν μέρει αυτό οφείλεται σε αδυναμία του διαχειριστή του δικτύου διανομής να υλοποιήσει τις σημαντικού ύψους επενδύσεις που απαιτούνται, οι οποίες όμως είναι μείζονος σημασίας, καθώς θα επιτρέψουν την ομαλή διείσδυση των ΑΠΕ, την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης, την αποθήκευση, τη διαχείριση της ζήτησης και την παροχή νεών υπηρεσιών.

    Το δίκτυο φυσικού αερίου δεν καλύπτει το σύνολο της χώρας, ωστόσο η εγχώρια αγορά φυσικού αερίου αναπτύσσεται, με την αλλαγή προμηθευτή να επιτρέπεται από το 2018. Το μεγαλύτερο ποσοστό της αγοράς καλύπτει η χρήση φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, ενώ η λιανική αγορά είναι αρκετά μικρή και υστερεί συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ, όσον αφορά τα συνδεδεμένα νοικοκυριά.

    Προκλήσεις και προοπτικές

    Οι επιλογές της εθνικής ενεργειακής πολιτικής υπαγορεύονται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ενέργεια και το Κλίμα. Η ΕΕ έχει δεσμευτεί για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου έτσι ώστε μέχρι το 2050 να έχει επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα.

    Στην τρέχουσα περίοδο, η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ επιταχύνει τις διαδικασίες ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, και συγχρόνως προχωρά στην από-ανθρακοποίηση της οικονομίας με ταχύτερα βήματα, συντονίζοντάς την με την ενίσχυση της έρευνας, της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας, και της προστασίας των καταναλωτών.

    Στην Ελλάδα, τα παραπάνω αντανακλώνται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο θέτει φιλόδοξους στόχους προσβλέποντας σε ένα ανταγωνιστικό ενεργειακό σύστημα χαμηλών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, με βαθιές τομές στο πεδίο της εξοικονόμησης ενέργειας και επιταχυνόμενη διείσδυση των ΑΠΕ.

    Πρόκειται για ένα εγχείρημα το οποίο παρουσιάζει οικονομικές, ρυθμιστικές και τεχνολογικές δυσκολίες και θα απαιτήσει συνεχή παρακολούθηση και εφαρμογή πλήθους κινήτρων και μέτρων πολιτικής. Με την υλοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων, όμως, ο ενεργειακός τομέας δύναται να αποτελέσει μια σημαντική συνιστώσα σε ένα νέο βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο για την Ελλάδα, προσελκύοντας κεφάλαια και ενισχύοντας την ισορροπία του εξωτερικού ισοζυγίου και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

    Ο ριζικός μετασχηματισμός του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα, για την επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050, θα απαιτήσει τα επόμενα χρόνια επενδύσεις σημαντικού ύψους, μεταξύ άλλων, για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, την περαιτέρω ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και τις κρίσιμες υποδομές δικτύων ενέργειας ώστε να διευκολυνθεί η ανάπτυξη αυτή, και τη δίκαιη μετάβαση των περιοχών που εξαρτώνται από τον λιγνίτη.

    Οι προβλεπόμενες επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα για την επόμενη δεκαετία, οι οποίες θα χρηματοδοτηθούν από δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους, θα τονώσουν την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, θα βελτιώσουν την ενεργειακή παραγωγικότητα, θα διευκολύνουν την ανάπτυξη καινοτόμων δραστηριοτήτων, θα περιορίσουν δραστικά το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του ενεργειακού συστήματος και θα εμπλουτίσουν τις επιλογές των καταναλωτών ενέργειας.

    Οι επενδύσεις αυτές αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία εν μέσω της υγειονομικής κρίσης και των δυσμενών συνεπειών της στην οικονομία, γιατί μπορεί να αποτελέσουν ανάχωμα στην ύφεση της οικονομίας και να διευκολύνουν την ταχύτερη ανάκαμψή της, όταν το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες.

    Εκτός, όμως, από την αναπτυξιακή διάσταση των επενδύσεων που θα οδηγήσουν στον ενεργειακό μετασχηματισμό της χώρας, ο ενεργειακός τομέας εξυπηρετεί τον ευρύτερο στόχο της απρόσκοπτης και ποιοτικής τροφοδοσίας ενέργειας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά σε προσιτές τιμές, ο οποίος  είναι καθοριστικός για την ανταγωνιστικότητα μιας σειράς τομέων της οικονομίας, ιδίως της βιομηχανίας, αλλά και για το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών.

    Στο πλαίσιο αυτό, οι τεχνολογικές επιλογές για την ενεργειακή μετάβαση οφείλουν να είναι προσεκτικές από πλευράς κόστους και προοπτικών, οι ανταγωνιστικές συνθήκες λειτουργίας στις ενεργειακές αγορές πρέπει να παρακολουθούνται και να διασφαλίζονται συστηματικά, ενώ η ρύθμιση τμημάτων του ενεργειακού τομέα πρέπει να δίνει κατάλληλα κίνητρα για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την προώθηση της καινοτομίας, ώστε να ελαχιστοποιείται το κόστος ανάπτυξης των δικτυακών υποδομών που ανακτάται από τους καταναλωτές ενέργειας.

    Ο τομέας έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων μπορεί να διευρύνει τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, προσφέροντας έσοδα στο Ελληνικό Δημόσιο και εξειδικευμένες θέσεις εργασίας σε διάφορους σχετικούς τομείς. Η ανάπτυξη ενός οικοσυστήματος συνδεδεμένων με τους υδρογονάνθρακες δραστηριοτήτων δεν αντιτίθεται στην πολιτική της απόανθρακοποίησης, καθώς η ενεργειακή μετάβαση θα είναι μια μακροχρόνια διαδικασία, στη διάρκεια της οποιας η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από ορυκτά καύσιμα θα παραμένει ιδιαίτερα υψηλή.

    Κρίσιμη προϋπόθεση ωστόσο, εκτός από την επιβεβαίωση ύπαρξης αποθεμάτων, είναι η εξασφάλιση ότι οι ενδεχόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων θα βρίσκονται υπό απόλυτο έλεγχο σε συνεχή βάση.

    Προτάσεις πολιτικής

    Ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας

    Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική, και με επαρκή ρευστότητα και εποπτεία, ώστε το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας να μειωθεί. Σε αυτή την κατεύθυνση, επιτακτική είναι η ολοκλήρωση της μετάβασης στο target model και της σύζευξης του εγχώριου χρηματιστηρίου ενέργειας με τις αγορές χονδρικής της περιοχής.

    Επιπλέον, πρέπει να εξαντληθούν οι δυνατότητες που δημιουργούνται για τον εξορθολογισμό των ρυθμιστικών χρεώσεων και του ενεργειακού κόστους με την ανάπτυξη των νέων αγορών (προθεσμιακή, ενδοημερήσια και εξισορρόπησης). Ειδικά για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις, πρέπει να γίνει η πληρέστερη δυνατή αξιοποίηση μέτρων μείωσης του ενεργειακού κόστους (όπως αντιστάθμιση του έμμεσου κόστους εκπομπών ηλεκτρικής ενέργειας και αμειβόμενες υπηρεσίες διακοπής φορτίου), λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που απορρέουν από το ρυθμιστικό πλαίσιο της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η ανάπτυξη αγοράς διαθεσιμότητας ηλεκτρικής ισχύος, με συμμετοχή και της ζήτηση. Όσον αφορά στην επάρκεια της εποπτείας της αγοράς, πρέπει να ενισχυθεί η αυτονομία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας μέσα από αυξημένη διοικητική ευελιξία.

    Ενεργειακή μετάβαση και ένταξη των ΑΠΕ στους μηχανισμούς της αγοράς

    Με την ολοκλήρωση της μετάβασης στο target model και τη λήξη του υφιστάμενου μηχανισμού στήριξης των ΑΠΕ στο τέλος του 2020, απαιτείται να γίνει προσεκτικός σχεδιασμός για την επόμενη περίοδο, ούτως ώστε να συντηρηθεί η θετική δυναμική ανάπτυξης νέων μονάδων της τελευταίας διετίας χωρίς, ωστόσο, να δεσμευτεί υπερβολική ισχύς σε καθεστώς στήριξης, δεδομένων των μεσοπρόθεσμων προοπτικών για πλήρη ανάκτηση των επενδυτικών αποδόσεων των ΑΠΕ μέσα από τους μηχανισμούς αγοράς. Απαραίτητη είναι επίσης και η διασφάλιση της βιωσιμότητας και της ρευστότητας του μηχανισμού χορήγησης λειτουργικής ενίσχυσης στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ.

    Ενίσχυση των ενεργειακών υποδομών

    Στις ενεργειακές υποδομές, προτεραιότητες αποτελούν η προώθηση και η υλοποίηση των έργων μεταφοράς, διανομής και αποθήκευσης στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Η  ενίσχυση διασυνδέσεων δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου με γειτονικές χώρες, ειδικότερα, σε συνδυασμό με τη σύζευξη των αντίστοιχων αγορών χονδρικής, θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά. Προς αυτή την κατεύθυνση, επιθυμητή είναι και η εισαγωγή μηχανισμών οικονομικών κινήτρων στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις των δικτύων. Πολύ σημαντικό έργο αποτελεί και η ψηφιοποίηση και αναβάθμιση των δικτύων ενέργειας (smart grids), η οποία θα βελτιώσει την ενεργειακή αποδοτικότητα, παρέχοντας συγχρόνως ευελιξία στο σύστημα ηλεκτρισμού.

    Βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας

    Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας είναι απαραίτητο στοιχείο της ενεργειακής μετάβασης. Πρέπει να ενισχυθεί μέσα από προγράμματα κινήτρων για το κτιριακό απόθεμα στον οικιακό και τριτογενή τομέα και μέσα από την υποδειγματική δράση του δημόσιου τομέα για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των δημοσίων κτηρίων. Επιπλέον προτεραιότητες αποτελούν η προώθηση της χρήσης συστημάτων ΑΠΕ για κάλυψη θερμικών και ψυκτικών αναγκών και η προώθηση συμβάσεων ενεργειακής απόδοσης από εταιρίες ενεργειακών υπηρεσιών.

    Στη διαδικασία ενεργειακού μετασχηματισμού, δημιουργούνται σημαντικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη καινοτόμων λύσεων και προϊόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικό βήμα είναι η διαμόρφωση πλαισίου για την Έρευνα και Ανάπτυξη στον τομέα Ενέργειας, με έμφαση στην ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας, έξυπνων δικτύων και αποθήκευσης ενέργειας.

    Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση



    ΣΧΟΛΙΑ