• bloomberg
    Sponsored by

    Bloomberg

    Αλλάζουν τα δεδομένα για το τραπεζικό απόρρητο

    • Bloomberg


    Η περίπτωση της Danske Bank μετατρέπεται σε case study για τις ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές, τους Ευρωπαίους νομοθέτες και τραπεζίτες, οδηγώντας τους στην επανεξέταση των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τον τρόπο λειτουργίας της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας.

    Το πρώτο θέμα αφορά στην αρχή που πρεσβεύει ότι οι πελάτες των τραπεζών πρέπει να προστατεύονται από τους νόμους περί απορρήτου. Το μεγάλης έκτασης σκάνδαλο της Danske για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σημαίνει ότι οι κανόνες αυτοί μπορούν πλέον να επανεξεταστούν. Η οικονομική ρυθμιστική αρχή στη Δανία, τη χώρα που εδρεύει η τράπεζα, άρχισε να ασκεί πιέσεις στους ομολόγους της στις άλλες χώρες για ευρύτερη συζήτηση του θέματος.

    Ο Jesper Berg, γενικός διευθυντής της Αρχής Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας στην Κοπεγχάγη, επισήμανε ότι είναι σαφές ότι υπάρχουν “τεράστια ζητήματα ιδιωτικότητας”. Αλλά “πρέπει να βρούμε τον τρόπο να τα επιλύσουμε”.

    Η Danske Bank αντιμετωπίζει πρόστιμα ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς περιμένει τα αποτελέσματα των ποινικών ερευνών σε ολόκληρη την Ευρώπη και στις Η.Π.Α. Η τράπεζα παραδέχτηκε πέρυσι ότι βρέθηκε στο επίκεντρο ενός πρωτοφανούς σκανδάλου, που αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, μετά την αποτυχία της να ελέγξει χιλιάδες πελάτες στην Εσθονία. Περίπου 230 δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως ρωσικής προέλευσης, που μεταφέρθηκαν μέσα από αυτούς τους λογαριασμούς ήταν ύποπτα, δήλωσε η Danske.

    Η υπόθεση αυτή αποκάλυψε πιθανά κενά στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Μπορεί οι κανόνες που διέπουν την προστασία των δεδομένων και το απόρρητο του πελάτη να προστατεύουν την ιδιωτικότητα, παράλληλα όμως τίποτα δεν εμποδίζει έναν πελάτη που βρίσκεται στη μαύρη λίστα μίας τράπεζας να μετακινηθεί σε μία άλλη.

    Jesper Berg, γενικός διευθυντής Financial Supervisory Authority

    Διασχίζοντας το δρόμο

    “Το γεγονός ότι χιλιάδες πελάτες που εγκατέλειψαν τη Danske μπορούσαν απλώς να διασχίσουν το δρόμο και να πάνε κάπου αλλού, σε άλλη χώρα – δεν υπήρχε ανταλλαγή πληροφοριών εκεί – αυτό ήταν πραγματικά ατυχές και θα έπρεπε να αποφευχθεί”, δήλωσε ο Berg. Παράλληλα επισήμανε ότι το να επιτρέπεται στις τράπεζες να μοιράζονται δεδομένα, θα ήταν πιο αποτελεσματικό από τη δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής οντότητας που να έχει στόχο του διακινητές του μαύρου χρήματος.

    Η προσέγγισή του έχει απήχηση στη Φινλανδία, η οποία θα αναλάβει εκ περιτροπής την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Ιούλιο.

    “Η ιδέα είναι εξαιρετικά καλή”, δήλωσε ο Samu Kurri, επικεφαλής του τμήματος χρηματοοικονομικής ανάλυσης και επιχειρησιακών κινδύνων της Φινλανδικής FSA. “Όμως, όπως πάντα, οι δυσκολίες βρίσκονται στη λεπτομέρεια και θα χρειαστεί πολύ προσεκτική προετοιμασία για να σχεδιαστεί”. Θα μπορούσε επίσης “να αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη αλλαγή στο παραδοσιακό, «σφιχτό» τραπεζικό απόρρητο σε φιλοσοφικό επίπεδο”, ανέφερε.

    Υποστήριξη από το Κοινοβούλιο

    Και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η ιδέα να δοθεί η δυνατότητα στις τράπεζες να μοιράζονται τις πληροφορίες των πελατών τους βρίσκει κάποια υποστήριξη. Ο Jeppe Kofod, εκπρόσωπος της ειδικής επιτροπής του Κοινοβουλίου για το οικονομικό έγκλημα, τη φοροδιαφυγή και την φοροαποφυγή, λέει ότι η ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της πρόληψης.

    “Δεν θέλω να θυσιάσω την ιδιωτικότητα”, είπε. Αλλά οι τράπεζες “θα πρέπει να μπορούν να μοιράζονται μερικά από τα δεδομένα τους, με προστατευμένο τρόπο”, ανέφερε. “Σήμερα είναι πολύ εύκολο για τους εγκληματίες να λειτουργούν σε πολλές τράπεζες.”

    Τουλάχιστον δύο άλλες σκανδιναβικές τράπεζες έχουν εμπλακεί στο διευρυνόμενο σκάνδαλο της εσθονικής νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η Swedbank AB φέρεται να χειρίστηκε περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια δυνητικά ύποπτων κεφαλαίων, ενώ η Nordea Bank Abp μπορεί να έχει ενεργοποιήσει περίπου 800 εκατομμύρια δολάρια σε αμφισβητούμενες συναλλαγές. Και οι δύο κατηγορούνται για δεσμούς με την υπόθεση της Danske.

    Επί του παρόντος, οι τράπεζες πρέπει να αναφέρουν ύποπτες συμπεριφορές στην εθνική μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Αυτές οι μονάδες συνεργάζονται με τις τοπικές αρχές επιβολής του νόμου για να πραγματοποιηθεί η έρευνα, αλλά οι πληροφορίες δεν μπορούν να μοιραστούν με άλλες τράπεζες. Η συγκέντρωση των στοιχείων για τον εντοπισμό μίας πιθανής ποινικής υπόθεσης απαιτεί χρόνο – και στο μεταξύ, οι διακινητές του μαύρου χρήματος είναι ελεύθεροι να κάνουν κινήσεις για τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων.

    Ο Berg υποστηρίζει ότι αξίζει να εξεταστεί κατά πόσο οι τράπεζες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μοιράζονται πληροφορίες για ύποπτους πελάτες, πριν η αστυνομία επιβεβαιώσει την παράνομη δραστηριότητα. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συλλέγουν ήδη πληροφορίες για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών και στην περιοχή των σκανδιναβικών χωρών εργάζονται σε ένα ενοποιημένο σύστημα για να αποφευχθεί ο βομβαρδισμός των πελατών με πολλαπλά αιτήματα.

    Μια τέτοια κοινή υποδομή, ανέφερε ο Berg, θα μπορούσε να περιλαμβάνει “πελάτες που έχουν εκδιωχθεί από μια τράπεζα και έτσι δεν θα τους επιτρέπεται να πάνε σε μία άλλη”.

    Ο Philippe Vollot, επικεφαλής συμμόρφωσης της Danske από τον Οκτώβριο, λέει ότι ενώ είναι λογικό να μοιράζονται γενικές πληροφορίες, οι ανησυχίες σχετικά με την προστασία της ιδιωτικότητας δυσχεραίνουν τη διανομή αναφορών ύποπτων δραστηριοτήτων.

    “Το να έχουμε κάπου στο σύστημα τη δυνατότητα να καταγράφονται οι εγκληματίες που δεν θα μπορούν να μετακινούνται από ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα σε άλλο, θα ήταν κάτι εξαιρετικά αποτελεσματικό για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος”, δηλώνει.

    «Το ζήτημα εδώ είναι ο κανονισμός για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και είναι μια φιλοσοφική συζήτηση να τεθεί το όριο που ξεκινά και πού μπορεί να μπει η διαχωριστική γραμμή», προσθέτει.



    ΣΧΟΛΙΑ