• Συνεντεύξεις

    Γιώργος Αργείτης: Βαρύτατες οι απώλειες για τους νέους συνταξιούχους από το νόμο Κατρούγκαλου

    • Αργυρώ Μαυρούλη

    Ο καθηγητής Γιώργος Αργείτης


    Μεγάλες απώλειες στο εισόδημα κυρίως των νέων συνταξιούχων έφερε ο  ασφαλιστικός Νόμος Κατρούγκαλου που εφάρμοσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να εξασφαλιστεί η βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος, σύμφωνα με τον  Καθηγητή στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας και Επιστημονικό Δ/ντης του Ινστιτούτου Εργασίας ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Γιώργο Αργείτη.

    Ακόμη επισημαίνει ότι η υπεφορολόγηση των συνεπών και έντιμων φορολογούμενων είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας πάταξης της φοροδιαφυγής, ενώ για τις παροχές που αποφάσισε να διανείμει η κυβέρνηση ο κ. Αργείτης εκφράζει την αβεβαιότητα του για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις.

    Τι σηματοδοτούν για την οικονομία το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, η άμεση προσφυγή στις εθνικές κάλπες και η αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας;

    Η σχέση οικονομίας και πολιτικής εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες: την πολιτική σταθερότητα και τον ρεαλισμό και την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Μεταξύ των δύο αυτών παραγόντων υπάρχει μεγάλη αλληλεξάρτηση.

    Η συντόμευση του χρόνου των εκλογών δημιουργεί αναμφίβολα προϋποθέσεις πολιτικής σταθερότητας, εφόσον το πολιτικό ρίσκο μηδενιστεί την επόμενη μέρα των εκλογών. Σε αυτήν την περίπτωση, το μείζον στους επόμενους μήνες θα είναι η διαχείριση της οικονομίας, τι θα αλλάξει στην οικονομική πολιτική. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν, κατά την άποψή μου, ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της δυσαρέσκειας της κοινωνίας και της απόρριψης της διαχείρισης της κρίσης με τα προγράμματα προσαρμογής. Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος των τελευταίων ήταν μεγάλο και άνισα κατανεμημένο.

    Το ζητούμενο πλέον είναι η ελληνική οικονομία και κοινωνία να αισθανθούν βεβαιότητα για το μέλλον τους, αλλά αυτό προϋποθέτει παρεμβάσεις που δεν θα αποτελούν συνέχεια της διαχείρισης που εκλογικά απορρίφθηκε.

    Υπάρχει πρόσφορο έδαφος για να μειωθεί η υπερφορολόγηση και να διαφοροποιηθεί το μέχρι τώρα εφαρμοζόμενο μίγμα λιτότητας;

    Το τελευταίο διάστημα γίνεται μια πολιτική και δημοσιογραφική υπερχρήση των όρων υπερφορολόγηση και μεσαία τάξη.

    Υπήρξε πράγματι υπερφορολόγηση, αλλά των έντιμων φορολογούμενων, ανεξάρτητα της κοινωνικής τους διαστρωμάτωσης, οι οποίοι σήκωσαν έναν μεγάλο μέρος από το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής.

    Την ίδια στιγμή δεν σημειώθηκε ουσιαστική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, επίσης ανεξάρτητα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης εκείνων που συστηματικά και διαχρονικά φοροδιαφεύγουν. Και πρέπει να σημειωθεί ότι η υπερφορολόγηση ήταν και συνέπεια αυτής της αποτυχίας μείωσης της φοροδιαφυγής.

    Αλλά αν εξετάσουμε τη δημοσιονομική προσαρμογή στο σύνολό της θα διαπιστώσουμε ότι ήταν αποτέλεσμα κυρίως της πολύ μεγάλης μείωσης των δημοσίων δαπανών, εξέλιξη που επίσης επέφερε αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις. Η αλλαγή του μείγματος της οικονομικής πολιτικής προϋποθέτει αφενός αλλαγή του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα και αφετέρου τη μετάβαση της οικονομίας σε υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης, έτσι ώστε τα έσοδα να υποστηρίζονται από τη φορολόγηση του νέου πλούτου. Αν δεν συμβούν αυτά δύσκολα θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος για μείωση της φορολογίας, εκτός και αν συμπιεστούν περαιτέρω οι δημόσιες δαπάνες.

    Αλλά δεδομένου ότι οι αναπτυξιακές δημόσιες επενδύσεις είναι εξαιρετικά χαμηλές, όπως και οι δαπάνες για την υγεία, την παιδεία και την άμυνα, δεν μπορώ να δω από πού θα μειωθούν δαπάνες χωρίς επιπτώσεις στην κοινωνία, την ανάπτυξη και την ασφάλεια της χώρας, δηλαδή επιπτώσεις που θα αρχίζουν να υπονομεύουν την πολιτική σταθερότητα.

    Επίσης, θα ήθελα να σημειώσω ότι η δημόσια συζήτηση για τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι αξιόπιστη εφόσον συνοδεύεται από ρεαλιστική ανάλυση του πως θα επηρεαστεί η εξέλιξη του χρέους και επίσης να απαντά στο ερώτημα του εάν θα συνοδεύεται από μια νέα παρέμβαση στην εξυπηρέτηση του χρέους.

    Θεωρείτε ότι θα επηρεάσουν τον προϋπολογισμό οι παροχές που δόθηκαν τον Μάιο; Υπάρχει δημοσιονομικά η δυνατότητα να συνεχιστούν τέτοιου είδους παροχές;

    Δεδομένου ότι κάθε χρόνο υπάρχει αρνητική απόκλιση από βασικούς μακροοικονομικούς στόχους, υπάρχει μια σχετική αβεβαιότητα ως προς τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των τελευταίων παροχών. Ωστόσο, αν πράγματι αποδώσουν αναπτυξιακά οι παροχές αυτές μπορεί να μην διαταραχτεί η δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας. Η μονιμότητα αυτών των παροχών θα εξαρτηθεί από την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και την εξέλιξη του δημοσιονομικού ισοζυγίου. Η άποψή μου είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί το μαξιλάρι ρευστότητας που έχει η χώρα με σκοπό την διαχείριση του χρέους για τη χρηματοδότηση αντίστοιχων παροχών.

    Είναι εφικτή η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους μισθωτούς;

    Το ασφαλιστικό σύστημα έχει το δικό του ισοζύγιο εσόδων-εξόδων. Ανάμεσα στους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες του είναι η απασχόληση. Εφόσον αυξηθεί η απασχόληση και κυρίως η πλήρης απασχόληση και περιοριστούν οι επισφαλείς θέσεις εργασίας, τότε ανοίγει ο δρόμος σε θετικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της μείωσης των εισφορών για τους μισθωτούς, αλλά και για άλλες κοινωνικές ομάδες.

    Το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα είναι βιώσιμο; Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει;

    Μετά την τελευταία παρέμβαση Κατρούγκαλου, και με δεδομένο το τεράστιο κόστος για τους συνταξιούχους, κυρίως τους νέους συνταξιούχους, το ασφαλιστικό σύστημα εμφανίζει ενδείξεις βραχυμεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας. Δυστυχώς τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει και τα οποία ροκανίζουν τη βιωσιμότητά του είναι τέσσερα: πρώτον, η αύξηση της απασχόλησης και κυρίως η δημιουργία νέων θέσεων πλήρους απασχόλησης. Δεύτερον, το δημογραφικό πρόβλημα, το οποίο θα γίνει πολύ εμφανές σε λίγα χρόνια. Τρίτον, οι αυστηροί δημοσιονομικοί περιορισμοί που για πολλές δεκαετίες θα προσδιορίζουν τη διαχείριση της οικονομίας, καθώς είναι ταυτόχρονα και περιορισμοί του ίδιου του ασφαλιστικού συστήματος. Τέταρτον, η χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας, η οποία θα αντιμετωπιστεί εφόσον η οικονομία μεταβεί σε ένα νέο τεχνολογικό-παραγωγικό μοντέλο. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι όλα αυτά συνθέτουν το μείζον πρόβλημα της αναπτυξιακής υστέρησης της χώρας. Συνεπώς για ακόμη μια φορά το μεγάλο ζητούμενο για τα επόμενα χρόνια είναι η ανάπτυξη της οικονομίας.

    Σύμφωνα με τις μελέτες που εκπονείτε στο Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ, έχετε εικόνα για το κατά πόσο έχει μειωθεί το εισόδημα των εργαζομένων τα χρόνια της κρίσης; Έχει μειωθεί «πραγματικά» ο αριθμός των ανέργων, όπως εγγράφεται στα στοιχεία που παρουσιάζει το υπουργείο Εργασίας;

    Η μέση μείωση των μισθών στη διάρκεια της κρίσης είναι στο 28%, εξέλιξη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στη μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, αλλά και στη μεγάλη οικονομική κρίση και ύφεση που γνώρισε η χώρα μας. Όσον αφορά το θέμα της ανεργίας πρέπει να βλέπουμε πίσω από το στατιστικά επίσημο ποσοστό της. Το τελευταίο πράγματι μειώθηκε, και αυτό είναι θετικό. Κατά το 2018 το ισοζύγιο προσλήψεων και αποχωρήσεων στον ιδιωτικό τομέα εμφανίζεται θετικό για έκτη συνεχόμενη χρονιά. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ η καθαρή αύξηση της απασχόλησης έφτασε τις 141.003 νέες θέσεις εργασίας. Εδώ όμως αρχίζουν τα ποιοτικά ερωτήματα. Τι θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, και με τι αμοιβές και στις δύο περιπτώσεις. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν δημιουργούν αισιοδοξία για επιστροφή στην κανονικότητα. Επίσης, εστιάζοντας αναλυτικότερα στα ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν την ανεργία, παρατηρούμε ότι 234 χιλιάδες άτομα εργάζονται σε καθεστώς μη ηθελημένης υποαπασχόλησης, ενώ το άθροισμα των αποθαρρημένων ανέργων και του λοιπού πρόσθετου εργατικού δυναμικού, δηλαδή των ατόμων που αναζητούν εργασία και δεν είναι διαθέσιμοι άμεσα ή δεν αναζητούν άμεσα εργασία αλλά είναι διαθέσιμοι, ανέρχεται σε 122 χιλιάδες. Για να αξιολογήσουμε την πραγματική κατάσταση της αγοράς εργασίας πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

    Σε ποιο σημείο βρίσκεται η προσπάθεια επανέναρξης των συλλογικών διαπραγματεύσεων; Θεωρείτε ότι η πρόσφατη θεσμοθέτηση «βάσιμου λόγου» απόλυσης θα περιορίσει τις απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα ή θα εντείνει τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου με ευέλικτες μορφές απασχόλησης;

    Δεδομένου του σύντομου χρόνου εφαρμογής της διαδικασίας επέκτασης των ΣΣΕ σε συνδυασμό με τη μη επέκταση των Διαιτητικών Αποφάσεων και των ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, τις δυσχέρειες υπογραφής νέων κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων αλλά και τα προβλήματα στην εφαρμογή των ΣΣΕ που έχουν επεκταθεί (π.χ. ο μη ορθός προσδιορισμός του μισθού/ημερομισθίου από το πάγωμα των τριετιών ή η μη καταβολή του επιδόματος γάμου κλπ., και οι αντικρουόμενες ερμηνείες γι’ αυτά τα ζητήματα) δεν μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα ως προς την κατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των ΣΣΕ στην Ελλάδα στην παρούσα φάση. Το ίδιο θα ισχυριζόμουν και ως προς την πρόσφατη θεσμοθέτηση «βάσιμου λόγου» απόλυσης. Χρειάζεται χρόνος για να εξετάσουμε τι θα συμβεί.

    Θα σημείωνα ωστόσο με έμφαση ότι αν οδηγήσει σε αύξηση των επισφαλών θέσεων εργασίας, αυτό θα ήταν ένα πολύ σημαντικό εύρημα για την ποιότητα της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας.



    ΣΧΟΛΙΑ