• ΑΓΟΡΕΣ

    Γιατί οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι ποντάρουν και πάλι στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών

    καραβιας-φωκιων-βασιλης-ψαλτης-παυλος-μυλωνας-χρηστος-μεγαλου

    Φωκίων Καραβίας, Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank, Βασίλης Ψάλτης, Διευθύνων Σύμβουλος της Alpha Bank, Παύλος Μυλωνάς, Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Χρήστος Μεγάλου, Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς


    Τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου των εγχώριων τραπεζών έχουν υποχρεώσει τους σημαντικότερους επενδυτικούς οίκους του εξωτερικού να προχωρήσουν σε σημαντικές αναβαθμίσεις για τις τιμές στόχους, τις επιδόσεις τους αλλά και τις συστάσεις των τραπεζών. Οι τελευταίοι οίκοι που προχώρησαν σε αναβαθμίσεις είναι η Morgan Stanley, η JP Morgan και η Wood & Company.

    Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley, συνεχίζει να θεωρεί τη Eurobank κορυφαία επιλογή από τον εγχώριο τραπεζικό τομέα. Η σύσταση για τη Eurobank είναι overweight με νέα αυξημένη τιμή στόχο στα 1,06 ευρώ από 0,95 ευρώ πριν. Ακολουθεί η μετοχή της Alpha Bank με ουδέτερη σύσταση (equal weight) και με αυξημένη τιμή στόχο στα 1,07 ευρώ από 0,96 ευρώ πριν και τέλος, η σύσταση για την Τράπεζα Πειραιώς είναι υποαπόδοση (underweight) με σημαντική αύξηση στην τιμή στόχο στα 1,28 ευρώ από 1,12 ευρώ πριν.

    Η Morgan Stanley στις νέες εκτιμήσεις της για τις τράπεζες αυξάνει τα καθαρά έσοδα από τόκους κατά 5%-7,5% το 2023-2024 και 10% με 15% περίπου αύξηση τα κέρδη, τα οποία δίνουν την αύξηση στις τιμές στόχους.

    Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε κατάσταση ανάκαμψης και προτιμώνται έναντι του ανταγωνισμού από τις τράπεζες στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη δεδομένης: 1) της εξυγίανσης του ισολογισμού με αποτέλεσμα μονοψήφιους δείκτες NPE από το β’ τρίμηνο φέτος, 2) της αύξησης των δανείων λόγω της ανάκαμψης των επενδύσεων και του ταμείου ανάκαμψης της ΕΕ και 3) της αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους από τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ.

    Η Morgan Stanley έχει την άποψη ότι η Ελλάδα και οι ελληνικές μετοχές, παρότι έχουν σύσταση ουδέτερη συνολικά (equal weight), είναι η καλύτερη από τις λιγότερο προτιμώμενες περιοχές εντός της Κεντρικής και Ανατολικής αναδυόμενης Ευρώπης και προβλέπει σημαντική υπεραπόδοση έναντι της ευρύτερης Ευρώπης, δεδομένης της σχετικής μακροοικονομικής ανθεκτικότητας, της ισχυρής τάσης, την υψηλή ευαισθησία των τραπεζών στις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, τις ενεργειακές αναβαθμίσεις, τη γενικά αμυντική σύνθεση του δείκτη και τέλος τις σημαντικές εκπτώσεις σε όρους αποτίμησης.

    Τα ισχυρότερα οικονομικά θεμελιώδη μεγέθη και η ορατή πρόοδο που σημείωσαν οι ελληνικές τράπεζες στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, βοήθησαν τους οίκους αξιολόγησης. Από την αρχή του έτους η S&P και η DBRS έχουν αναθεωρήσει την πιστοληπτική τους αξιολόγηση για την Ελλάδα σε μόλις μία βαθμίδα χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ η Fitch αναθεώρησε τις προοπτικές για την Ελλάδα σε θετικές τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους. Μια ομαλή και αποτελεσματική εφαρμογή του ελληνικού επενδυτικού σχεδίου (RRP) θα μπορούσε πιθανότατα να συμβάλει σε αναβαθμίσεις.

    Η αμερικανική JP Morgan προχώρησε με συστάσεις overweight για όλες τις εγχώριες τράπεζες με τιμές στόχους που προσφέρουν υψηλό περιθώριο ανόδου. Οι τιμές στόχοι είναι για την Alpha Bank 1,40 ευρώ και περιθώριο ανόδου 48%, Eurobank 1,50 ευρώ και ανοδικό περιθώριο 62%, ΕΤΕ 4,50 ευρώ και ανοδικό περιθώριο 34% και τέλος για την Τράπεζα Πειραιώς τιμή στόχος τα 2,20 ευρώ και περιθώριο ανόδου 100%. Οι κορυφαίες επιλογές είναι η Eurobank και η Πειραιώς.

    Η JPM θεωρεί τις ελληνικές τράπεζες ότι είναι ο προτιμώμενος τρόπος για να «ποντάρουν» οι επενδυτές το στοίχημα στις τράπεζες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης (CEEMEA) μαζί με τις με τις ευαίσθητες στο ευρώ Erste και NLB.

    Τα βασικά στοιχεία που υποστηρίζουν τη μεσοπρόθεσμη θετική άποψη και δίνουν τα υψηλά περιθώρια ανόδου στις μετοχές για τις ελληνικές τράπεζες είναι ο συνδυασμός από καθαρούς ισολογισμούς, η σημαντική αναπτυξιακή πορεία πάνω από την τάση, η υψηλή επιτοκιακή μόχλευση και μεγάλη ενοποίησης της αγοράς, καθώς και η δυνατότητα επιστροφής κεφαλαίου, εξηγεί η JPM.

    «Η ανάλυση των αρνητικών σεναρίων δείχνει διαχειρίσιμες επιπτώσεις και οι αποτιμήσεις εξακολουθούν να είναι οι πιο ελκυστικές στην Ευρώπη για τις ελληνικές τράπεζες. Οι τιτλοποιήσεις των NPE έχουν σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί, η συμπεριφορά πληρωμών των πελατών έχει βελτιωθεί, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο νέος δανεισμός και οι επενδύσεις τα τελευταία χρόνια έχουν περιοριστεί σε λίγους επιλεγμένους εταιρικούς τομείς με αυστηρά κριτήρια αναδοχής, μια πιθανή επιδείνωση των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει αναμφισβήτητα να είναι περιορισμένη από εδώ και πέρα», εξηγεί η JPM.

    Τέλος και η Wood & Company, επενδυτική τράπεζα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, επίσης αλλάζει τις τιμές στόχους για τις ελληνικές τράπεζες και διατηρεί τις συστάσεις αγοράς. Η νέα τιμή-στόχος για τη Eurobank είναι τα 1,40 ευρώ από 1,30 ευρώ πριν, για την Εθνική Τράπεζα τα 4,70 ευρώ από 4,30 ευρώ πριν και για την Τράπεζα Πειραιώς τα 2,20 ευρώ από 1,80 ευρώ πριν. Αντίθετα για την Αlpha Bank μειώνει την τιμή στόχο στα 1,40 ευρώ από 1,50 ευρώ, προγενέστερα. Οι συστάσεις διατηρούνται buy.

    Η Wood & Company εξακολουθεί να βλέπει ευκαιρίες και περιθώρια ανόδου 40% ή περισσότερο για όλες τις ελληνικές τράπεζες που καλύπτει και η κορυφαία επιλογή της είναι η Eurobank, με χαμηλή αποτίμηση σε όρους δείκτη P/E σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, αλλά με την καλύτερη στην κατηγορία της απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROTE) στο 11%.

    Η Τράπεζα Πειραιώς ξεχωρίζει επίσης, με εξαιρετικά χαμηλή αποτίμηση, παρά την εμφανή ανάκαμψη και τη χαμηλή πιθανότητα μιας νέας αύξησης κεφαλαίου», εξηγεί η Wood & Company.

    Τα πέντε βασικά θέματα για τις ελληνικές τράπεζες για τη Wood & Company που είναι πιθανό να κυριαρχήσουν στις συζητήσεις με τους επενδυτές στο εγγύς μέλλον και μακροπρόθεσμα είναι τα εξής: 1) η βιωσιμότητα της πρόσφατης εκτίναξης της πιστωτικής αύξησης, 2) η ενίσχυση των καθαρών εσόδων από τόκους από τις αυξήσεις των επιτοκίων, 3) ο αντίκτυπος στις προβλέψεις από την ηπιότερη αύξηση του ΑΕΠ το 2023, 4) η επανεμφάνιση του πολιτικού κινδύνου στην εγχώρια ατζέντα και 5) το πολυετές μεγάλο discount των ελληνικών τραπεζών έναντι των ομοειδών τους.

    Το συμπέρασμα είναι ότι η υπεραπόδοση των τιμών των μετοχών των ελληνικών τραπεζών έναντι των ευρωπαϊκών ομολόγων τους θα πρέπει να συνεχιστεί, ενόψει της ανώτερης αποδοτικότητας κεφαλαίων ROTE, της ισχυρότερης ανάπτυξης και των χαμηλών αποτιμήσεων και για αυτό παραμένει αγοραστής όλων των ελληνικών τραπεζών.

    Η Wood & Company αυξάνει τις εκτιμήσεις για τις ελληνικές τράπεζες κατά 25-30%, κατά μέσο όρο το 2022-23Ε, αντανακλώντας τις καλύτερες επιδόσεις του 1ου εξαμήνου και, κυρίως, τη συμπερίληψη των αυξήσεων των επιτοκίων στις προβλέψεις της. Παρόλα αυτά, η μέση επίδοση ROTE για το 2023 για το σύστημα ανέρχεται σε 9,4%, μια σημαντική αύξηση έναντι του 8% το Μάρτιο.

    Η σημαντική άνοδος αφορά όλες τις τράπεζες. Κατά μέσο όρο, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται με 0,45 φορές και 5,3 φορές σε όρους P/TBV και P/E, αντίστοιχα, με βάση τη Wood & Company για το 2022. Οι εκπτώσεις έναντι των ομοειδών τους στη Νότια Ευρώπη είναι περίπου 35% σε όρους P/E και περίπου 10% όσον αφορά το P/TBV. Η έκπτωση P/TBV σε σχέση με τους ομολόγους τους στη Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη είναι τώρα στο 45% περίπου.

    Διαβάστε επίσης:

    Τα 90 δισ. ευρώ προσεγγίζουν τα “κόκκινα δάνεια” που έχουν περιέλθει σε εταιρείες διαχείρισης



    ΣΧΟΛΙΑ