• Οικονομία

    Πώς βλέπει την Ελλάδα η HSBC μετά την επίσκεψή της στην Αθήνα

    • NewsRoom
    hsbc


    Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας παραμένει σε καλά επίπεδα, με τον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού να είναι περιορισμένος, παρά τις εξωτερικές πιέσεις, την προοπτική εκλογών στη χώρα και τους κινδύνους από την αύξηση του κατώτατου μισθού, επισημαίνει, σε έκθεσή της για την Ελλάδα η HSBC, μετά την επίσκεψη που πραγματοποίησαν στην Αθήνα τις προηγούμενες μέρες στελέχη της τράπεζας. Την ίδια ώρα, όμως, προειδοποιεί ότι οι τράπεζες εξακολουθούν να αποτελούν βασική πηγή ανησυχίας, με τα «κόκκινα» δάνεια να βρίσκονται, φυσικά, στο επίκεντρο.

    Η αντιπροσωπεία της HSBC είχε συναντήσεις στην Αθήνα με τον υπουργό Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο, υπουργούς της κυβέρνησης, την Τράπεζα της Ελλάδος, τον ΟΔΔΗΧ, διοικήσεις τραπεζών, το ΤΑΙΠΕΔ, αλλά και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.

    Όπως επισημαίνει στην έκθεσή της η HSBC, η ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν έχει επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό από την επιβράδυνση που καταγράφεται τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ευρωζώνης, ενώ δείχνει να επεκτείνεται σε περισσότερους κλάδους της οικονομίας.

    Η εικόνα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη παραμένει «φωτεινή», τονίζει η HSBC, παρά τη «μικρή απογοήτευση» που επιφύλαξε η πορεία του ΑΕΠ κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2018. Η ανάπτυξη «έτρεξε» το 2018 με ρυθμό 1,9% του ΑΕΠ, ήτοι με τον υψηλότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί τα τελευταία δέκα χρόνια, και επεκτείνεται σε περισσότερους τομείς, πέραν του τουρισμού που αποτελούσε μέχρι τώρα τη βασική κινητήριο δύναμή της.

    Η εικόνα φαίνεται να βελτιώνεται σε επίπεδο βιομηχανικής παραγωγής, στην οικοδομή, αλλά και στην αγορά ακινήτων, όπου καταγράφεται αύξηση στις τιμές των κατοικιών για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία.

    Την ίδια ώρα, ο τομέας των εξαγωγών παρουσιάζει, όπως σημειώνεται, «εξαιρετικές» επιδόσεις. Όπως αναφέρεται στην έκθεση της HSBC, ο συγκεκριμένος τομέας δείχνει να μην έχει επηρεαστεί σημαντικά από την επιβράδυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης, γεγονός που οφείλεται στη σχετικά περιορισμένη έκθεση στην περιοχή (καθώς στην Ευρωζώνη κατευθύνεται μόνο το 1/3 των εξαγωγών), αλλά και στο μείγμα των εξαγώγιμων προϊόντων (τρόφιμα, φαρμακευτικά) τα οποία έχουν σχετικά ανελαστική ζήτηση.

    Σε ό,τι αφορά, όμως, τον κλάδο του τουρισμού, παρατηρείται πλέον μια στασιμότητα μετά τα ρεκόρ, κάτι που αποδίδεται στην οικονομική κατάσταση που επικρατεί σε αγορές όπως η Γερμανία και η Βρετανία, αλλά και στον ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους.

    Προβληματίζει η πορεία των επενδύσεων

    Αυτό που προβληματίζει, ωστόσο, όπως επισημαίνεται, είναι οι επενδύσεις, οι οποίες εξακολουθούν να κινούνται χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα. Τα πρώτα στοιχεία, μάλιστα, δείχνουν πτώση 12% το 2018, κάτι που, όμως, είναι πιθανόν να αναθεωρηθεί στην πορεία. Σημειώνεται, επίσης, πως η αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων παραμένει χαμηλή, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις υπολείπονται σταθερά των στόχων (με υστέρηση που αντιστοιχεί σε 1% του ΑΕΠ πέρυσι), κάτι που αποδίδεται σε ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης.

    Όπως τονίζει η HSBC, εκεί που καταγράφονται οι περισσότερες διαφωνίες είναι οι προοπτικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της χώρας. Οι περισσότεροι «βλέπουν» ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% για αρκετά χρόνια, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης των συνθηκών (όπως π.χ. να μειωθεί η ανεργία που παραμένει στο 18%).

    Το ΔΝΤ, ωστόσο, θεωρεί ότι τα περιθώρια αυτά θα σβήσουν νωρίτερα και πως ο ρυθμός ανάπτυξης θα υποχωρήσει στο 1,2% το 2022. Επίσης επισημαίνει και τη μεταρρυθμιστική κόπωση ως έναν ακόμα παράγοντα απαισιοδοξίας για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

    Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η χώρα διαθέτει  «μαξιλάρι» ρευστότητας 40 δισεκατομμυρίων ευρώ που την καλύπτει πλήρως τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2023. Το ποσό αυτό δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο πώς θα διατεθεί, αλλά θα μπορούσε να διατεθεί για αποπληρωμή κάποιων δανείων του ΔΝΤ, μείωση των εντόκων γραμματίων, περιορισμό των ληξιπρόθεσμων οφειλών ή για να βοηθηθούν οι τράπεζες να περιορίσουν τα NPEs.

    Επισημαίνεται ακόμη ότι μετά τις δύο εξόδους που πραγματοποίησε φέτος η Ελλάδα στις αγορές, είναι πιθανό να γίνουν και νέες κινήσεις, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος που έχει θέσει ο ΟΔΔΗΧ για άντληση 7 δισ. ευρώ φέτος.

    Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, η HSBC υπογραμμίζει ότι η ποιότητα του ενεργητικού τους συνεχίζει να βελτιώνεται και πως υπάρχει σιγουριά από την πλευρά των τραπεζιτών ότι θα καταφέρουν να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ανησυχίες. Τα «κόκκινα» δάνεια εξακολουθούν να αποτελούν ένα μεγάλο βάρος, ενώ κάποιοι θεωρούν ότι και η ρευστότητα παραμένει εμπόδιο.

    Η HSBC διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση, οι εγχώριοι και διεθνείς θεσμοί και οι τράπεζες συμφωνούν απόλυτα σε πολύ λίγα θέματα. Είναι ενδεικτικό ότι σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, τις νέες χορηγήσεις, οι τράπεζες επιμένουν ότι δεν περιορίζονται από ρευστότητα ή κεφάλαια και προσανατολίζονται σε αύξηση των χορηγήσεων, καθώς η ζήτηση για δάνεια αυξάνεται, κυρίως από τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, υπάρχουν θεσμοί που θεωρούν ότι η προσπάθεια μείωσης των «κόκκινων» δανείων εξακολουθεί να περιορίζει σημαντικά την ικανότητα των τραπεζών να δανείζουν, ενώ διατυπώθηκε και η άποψη ότι η ρευστότητα παραμένει επίσης σημαντικό πρόβλημα.

    Στους παράγοντες ανησυχίες που καταγράφονται είναι, μεταξύ άλλων, και η έλλειψη ενδιαφέροντος από τρίτους στους πλειστηριασμούς, ενώ οι τράπεζες επισημαίνουν ότι το συνολικό στοκ ακινήτων που θα αγοράσουν είναι σχετικά μικρό.

    Σε ό,τι αφορά, επίσης, τα σχέδια της Τράπεζας της Ελλάδος και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, κάποιοι εμφανίζονται επιφυλακτικοί, εκφράζοντας την άποψη ότι μπορεί να αποσπάσουν την προσοχή των τραπεζών από τους στόχους.

    Οι κίνδυνοι

    Συνολικά οι κίνδυνοι φαίνονται, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, περιορισμένοι, υποστηρίζει ο οίκος. Επικεντρώνεται στους εξής:

    Κατώτατος μισθός. Οι δανειστές εκφράζουν προβληματισμό για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%, καθώς υπάρχει η ανησυχία ότι μπορεί να επηρεάσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα, αν δεν συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγικότητας. Υπάρχουν ωστόσο και θετικά στοιχεία. Η αύξηση επηρεάζει κυρίως τον κλάδο «μη εμπορεύσιμων αγαθών» και έτσι η επίδραση στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα είναι περιορισμένη. Παράλληλα θα τονώσει την εσωτερική ζήτηση.

    Δημοσιονομικές αστοχίες. Οι αναμενόμενες δικαστικές αποφάσεις και το αβέβαιο αποτέλεσμά τους αποτελούν πηγή κινδύνου. Το ΔΝΤ υπολόγισε ότι η Ελλάδα μπορεί να χρειαστεί να πληρώσει 5 δισ. ευρώ για συντάξεις και 1,4 δισ. ευρώ για μισθούς Δημοσίου. Αν και είναι εφάπαξ καταβολές και δεν επηρεάζουν δημοσιονομικά (ενώ υπάρξει και άφθονο μετρητό), ίσως υπάρξουν επιπλοκές στο μέλλον, αυξάνοντας τον κίνδυνο να μην επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και να δημιουργηθεί πίεση για μέτρα λιτότητας σε επόμενες κυβερνήσεις.

    Διεθνείς ανισορροπίες. Μπορεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να υποχώρησε από το 15% το 2008 περίπου στο 3% εσχάτως, όμως εμφανίζεται να διευρύνεται εκ νέου. Αντίθετα σε αυτό το στάδιο άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, είχαν πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό δημιουργεί την ανησυχία ότι στο μέλλον, καθώς θα κλείνει το παραγωγικό κενό και η ανάκαμψη επιταχύνεται, μπορεί να διευρυνθεί περαιτέρω.

    Οι εκλογές. Περισσότερο πιθανό είναι να διεξαχθούν τον Οκτώβριο. Η ΝΔ προηγείται στις δημοσκοπήσεις, αλλά όπως σημείωσε ο υπουργός Εσωτερικών, αυτές συστηματικά υποτιμούν το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε δεν μπορούν να αποκλειστούν εκπλήξεις. Η HSBC εκτιμά ότι κάποια προεκλογικά δώρα από την κυβέρνηση δεν μπορούν να αποκλειστούν, ενώ και η ΝΔ μιλά για σημαντικές περικοπές φόρου αν αναλάβει την εξουσία, οι οποίες θα αντισταθμιστούν από περικοπές στις δαπάνες. Ωστόσο, σημειώνει η HSBC, μετά από τόσα χρόνια λιτότητας, τα περιθώρια περικοπών είναι περιορισμένα, ειδικά χωρίς να επηρεαστούν οι επενδύσεις. Στα θετικά σημειώνει ο οίκος και το ότι προχωρά η συνταγματική αναθεώρηση, εξέλιξη που αποτρέπει τον κίνδυνο νέων εκλογών το 2020.



    ΣΧΟΛΙΑ