Xωρίς τη σύμπραξη-συμμετοχή των δικηγόρων δεν πρόκειται να προχωρήσει σε αλλαγές στον Κώδικα Δικηγόρων, τόνισε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης μιλώντας στην έναρξη των εργασιών της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, στο Συνεδριακό Κέντρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας στη Αρχαία Ολυμπία, στην Αρχαία Ολυμπία και τον Πύργο.

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης θα παρουσιάσει στον δικηγορικό κόσμο πρόταση για το ζήτημα των δικηγορικών εξετάσεων και τότε θα ξεκινήσει ένας διάλογος σε βάθος.

1

Παράλληλα, ο κ. Φλωρίδης σημείωσε ότι θα καταργηθεί όλο το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τη διαμεσολάβηση και θα υπάρξει ένας νέος, ευέλικτος νόμος, ενώ θα εισαχθεί η διαμεσολάβηση ως μάθημα στις Νομικές Σχολές.

Επανέλαβε ότι σύντομα θα επέλθει η αναβάθμιση του όλου συστήματος της Δικαιοσύνης και έκανε έναν σύντομο απολογισμό της συνεργασίας του με τους Δικηγορικούς Συλλόγους κατά τη διάρκεια της έως σήμερα θητείας του.

Παράλληλα, ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος, με την ιδιότητα του κεντρικού ομιλητή και με αφορμή την αναμενόμενη συνταγματική αναθεώρηση αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα παρεμβάσεων για τη Δικαιοσύνη και το Κράτος Δικαίου.

Ειδικότερα, ο κ. Αλιβιζάτος, μεταξύ άλλων τόνισε:

«Μπροστά στην κοινή διαπίστωση ότι κάτι δεν πάει καλά με την απονομή της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, η Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 90 του Κώδικα Δικηγόρων (νόμος 4194/2013), προτίθεται να συμμετάσχει με προτάσεις στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Δύο είναι οι στόχοι που επιδιώκουν οι δικηγόροι:

Πρώτον, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και δεύτερον, εξίσου σημαντικό, η αποτροπή του κορπορατισμού των δικαστών που τους αποκόπτει από την κοινωνία και τις ανάγκες της.

Προς την κατεύθυνση αυτή, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι έχουν ήδη ταχθεί υπέρ:

i) Της πλήρους δικαστικοποίησης της ποινικής ευθύνης των υπουργών, με ανάθεση σε δικαστικό όργανο της άσκησης της ποινικής δίωξής τους (άρθρο 86 του Συντάγματος).

ii) Του διαφορετικού τρόπου επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης (άρθρο 90 του Συντάγματος).

iii) Της εισαγωγής κωλύματος διορισμού δικαστών σε δημόσιες θέσεις μετά την αφυπηρέτησή τους (προσθήκη στο άρθρο 89 του Συντάγματος)».

«Πέραν των ανωτέρω προτάσεων που αποτελούν πάγιες θέσεις των Δικηγορικών Συλλόγων, προτάθηκε και η είσοδος στα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια (ΑΔΣ) τόσο της Πολιτικής όσο και της Διοικητικής Δικαιοσύνης, μη δικαστών, ως εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών.

Όπως δείχνει πλέον η πείρα των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών, η παρουσία στα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια τρίτων επιλεγμένων με αδιάβλητη και διαφανή διαδικασία είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για την αποτροπή του δικαστικού κορπορατισμού και του σύμφυτου με αυτόν φαινομένου της αλαζονείας των δικαστών», κατέληξε ο κ. Αλιβιζάτος.

Ο πρόεδρος της Ολομέλειας και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρης Βερβεσός, αναφέρθηκε στην τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης, που έχει κατατεθεί στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας (άρθρο 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), θέμα το οποίο απασχόλησε τις εργασίες της Ολομέλειας και ελήφθη σχετική απόφαση.

Αναλυτικότερα, ως προς το επίμαχο θέμα της τροπολογίας του άρθρου 100 του ΚΠΔ, ο κ. Βερβεσός, μεταξύ άλλων, επεσήμανε:

«Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή για το δικηγορικό λειτούργημα και τη λειτουργία της ελληνικής Δικαιοσύνης. Σε μια εποχή που οι θεσμοί δοκιμάζονται και η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη Δικαιοσύνη βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, το δικηγορικό Σώμα καλείται να επαναβεβαιώσει τον ρόλο του ως θεματοφύλακα των δημοκρατικών αξιών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Οι δικηγόροι δεν είμαστε μόνο νομικοί παραστάτες, αλλά υπερασπιστές της νομιμότητας και φύλακες του κράτους δικαίου. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο οφείλουμε να αντιστεκόμαστε με σθένος σε κάθε νομοθετική πρωτοβουλία που υπονομεύει τις θεμελιώδεις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και περιστέλλει συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα.

Είδαμε τη νέα προσθήκη του άρθρου 100 παράγραφος 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που προωθεί η κυβέρνηση, η οποία αποτελεί δικαιοκρατική ολίσθηση.

Η διάταξη εισάγει τη δυνατότητα αποκλεισμού του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του από την πρόσβαση σε τμήματα της δικογραφίας. Πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της Ποινικής Δικονομίας που αντιστρατεύεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπως κατοχυρώνεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πλήττοντας στον πυρήνα του το δικαίωμα υπεράσπισης.

Θυμίζω ότι η προδικασία είναι μυστική έναντι τρίτων. Ποτέ, όμως, έναντι του κατηγορουμένου. Άλλως, εκτίθεται στον κίνδυνο άδικων διώξεων, αυθαίρετων μέτρων καταναγκασμού και αναιτιολόγητων καταδικών, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ακουστεί ισοτίμως και να αντικρούσει όσα του προσάπτονται».

Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηλείας, Δημήτριος Δημητρουλόπουλος, μεταξύ άλλων, υπογράμμισε:

«Η Ολομέλεια, με προτάσεις, επεξεργασμένες θέσεις και πρωτοβουλίες δεν δίστασε ποτέ να διατυπώσει τον δικό της λόγο και να καταθέσει τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα, έστω και αν αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δεχθεί ουκ ολίγες φορές τα πυρά παραγόντων της δημόσιας ζωής διαχρονικά και να στοχοποιηθούν οι νόμιμοι εκπρόσωποί της.

Αλλά και στα ζητήματα εθνικής σημασίας η Ολομέλεια δεν παρέμεινε σιωπηλή αλλά υπήρξε σταθερά αρωγός της ελληνικής Πολιτείας οποτεδήποτε χρειάστηκε αλλά και οποτεδήποτε εκτιμήθηκε ότι κάποια πράγματα πρέπει να διατυπωθούν με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που επιβάλλει η λεπτότητα της διπλωματικής γλώσσας».

Τέλος, η Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος εξέδωσε σχετική ανακοίνωση για την τροπολογία του άρθρου 100 ΚΠΔ, η οποία έχει ως εξής:

«Με έκπληξη λάβαμε γνώση για την αιφνίδια κυβερνητική πρωτοβουλία για την τροποποίηση του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην κατεύθυνση του περιορισμού της πρόσβασης των κατηγορουμένων σε στοιχεία της δικογραφίας.

Με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αναγνώσαμε ανάρτηση στο διαδίκτυο του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία, σε υψηλούς τόνους, μέμφεται τη διαχρονική θεσμική εκπροσώπηση του δικηγορικού σώματος και υπερασπίζεται το περιεχόμενο της διάταξης που προωθεί προς ψήφιση για τη στέρηση της δυνατότητας πρόσβασης των κατηγορουμένων στο υλικό της δικογραφίας.

Για την αποκατάσταση της νομικής πραγματικότητας οφείλουμε να αναφέρουμε τα εξής:

Α. Σε ό,τι αφορά το νομοθετικό προηγούμενο του 2014

Οι διατάξεις του άρθρου 12 ν. 4236/2014, που ενσωματώθηκαν στο άρθρο 101 του παλαιού ΚΠΔ, κατά την πενταετία που ίσχυσαν (έως το 2019) ουδέποτε εφαρμόστηκαν από τα δικαστήρια.

Το δικηγορικό Σώμα ήταν και είναι (και τότε και σήμερα) σταθερά αντίθετο σε οποιαδήποτε απόπειρα φαλκίδευσης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων. Σαφές είναι ότι κάθε περιορισμός της πρόσβασης του κατηγορουμένου στο υλικό της δικογραφίας υπονομεύει το δικαίωμα υπεράσπισης και συνιστά υποχώρηση του νομικού μας πολιτισμού και του Κράτους Δικαίου.

Το 2019 η άνω διάταξη μετά από έντονες παρεμβάσεις και των δικηγορικών Συλλόγων καταργήθηκε με τον νέο ΚΠΔ (ν.4620/19) με ομόφωνη εισήγηση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι του δικηγορικού και του δικαστικού σώματος και της ακαδημαϊκής κοινότητας.

Η απάλειψη της διάταξης στον νέο ΚΠΔ αποτέλεσε δικαίωση των διαχρονικών μας θέσεων.

Η καταργηθείσα διάταξη ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΠΑΝΗΛΘΕ ΣΕ ΙΣΧΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΠΑΝΩΤΕΣ (14 στον αριθμό) ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4620/19

Απορίας άξιον, λοιπόν, τυγχάνει γιατί εάν, η νέα νομοθέτηση ήταν επιβεβλημένη για τη χώρα -όπως διατείνεται ο Υπουργός- το Υπουργείο Δικαιοσύνης αδράνησε επί έξι χρόνια και προωθεί σήμερα εσπευσμένα τη σχετική τροποποίηση.

Περαιτέρω, εύλογα γεννώνται απορίες, σχετικά με τις σκοπιμότητες της νομοθετικής πρωτοβουλίας και από την εσπευσμένη προώθηση της συγκεκριμένης διάταξης προς ψήφιση χωρίς κανένα προηγούμενο διάλογο (ούτε καν ενημέρωση) με τους θεσμικούς φορείς της Δικαιοσύνης, λειτουργούς και συλλειτουργούς, την πανεπιστημιακή κοινότητα, τους επιστημονικούς φορείς του ποινικού δικαίου.

Β. Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή Οδηγία

1. Κατ’ αρχάς, η χώρα μας δεν ήταν ούτε είναι υποχρεωμένη να υιοθετήσει την ανάλογη εξαίρεση που απαντά στην Οδηγία (ΕΕ) 2012/13. Η Οδηγία θέτει τα ελάχιστα κοινά πρότυπα προστασίας, αφήνοντας στα κράτη μέλη την δυνατότητα να διατηρήσουν τα τυχόν υψηλότερα πρότυπα προστασίας, όπως σαφώς ορίζεται στο άρθρο 10 αυτής. (“Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν επιτρέπεται να εκληφθεί ότι περιστέλλει ή αποκλίνει από τα δικαιώματα ή τις δικονομικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται από […] ή το δίκαιο οποιουδήποτε κράτους μέλους που παρέχει υψηλότερο βαθμό προστασίας”).

Γι’ αυτό και στο Προοίμιο της Οδηγίας διαλαμβάνεται ότι η μη πλήρης πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας «μπορεί» να επιτραπεί “σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο”, όμως υπό προϋποθέσεις. Δηλ. ουσιαστικά θέτει τους όρους της εξαίρεσης από τον κανόνα της πλήρους πρόσβασης, εφόσον κάτι τέτοιο προβλέπεται ήδη στο εθνικό δίκαιο, με την πρόσθετη επισήμανση ότι η εν λόγω εξαίρεση “πρέπει να σταθμισθεί έναντι των δικαιωμάτων υπεράσπισης του υπόπτου ή κατηγορουμένου”, οι δε σχετικοί “περιορισμοί (στο δικαίωμα πλήρους πρόσβασης στη δικογραφία) θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά” (σκ. 32).

Σε κάθε δε περίπτωση, από το γράμμα της Οδηγίας προκύπτει ότι ο περιορισμός του ανωτέρω δικαιώματος δεν μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις σύλληψης ή κράτησης του κατηγορουμένου.

2. Είναι ανακριβές ότι σε όλα τα κράτη υπάρχει ανάλογη ρύθμιση. Για παράδειγμα στη Γερμανία (άρθρο 147 γερμΚΠΔ), η μη πλήρης πρόσβαση στη δικογραφία περιορίζεται μόνον για λόγους που συνδέονται με το να μη τεθεί σε κίνδυνο η έρευνα κι εφόσον αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει πάντως στις περιπτώσεις σύλληψης και κράτησης.

Γ. Σε ό,τι αφορά τη νομολογία του ΕΔΔΑ

Η επίκληση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ από τον Υπουργό είναι ατυχής. Αν κάποια/ος μελετήσει προσεκτικότερα το περιεχόμενό τους, θα διαπιστώσει τα εξής:

1) Η απόφαση Al Khawaja-Taherry vs UK αφορούσε την απόκρυψη του ονόματος του μάρτυρα. Έκρινε ότι είναι επιτρεπτή μόνον όταν υπάρχει βάσιμος λόγος, ο οποίος τεκμηριώνεται και μπορεί να αποδοθεί στον κατηγορούμενο. Ως βάσιμος λόγος νοείται αντικειμενικός λόγος φόβου ζωής, σωματικής βλάβης ή απώλειας περιουσίας που τεκμηριώνεται με αποδείξεις. Αν όμως η καταδίκη βασίζεται αποκλειστικά ή σε αποφασιστικό βαθμό σε μάρτυρες που ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να εξετάσει τότε υπάρχει παραβίαση της ΕΣΔΑ.

2) Στην Berardi vs San Marino ο αποκλεισμός ήταν προσωρινός και τα αποκρυβέντα στοιχεία δεν ήταν μέρος της δικογραφίας ούτε χρησιμοποιήθηκαν κατά των κατηγορουμένων (σκέψη 70).

3) Στη Van Mechelen κατά Ολλανδίας επρόκειτο για ανωνυμία του αστυνομικού που έδρασε κεκαλυμμένα, ο οποίος ωστόσο εξετάστηκε από ξεχωριστό δωμάτιο, δηλαδή εξετάσθηκε πλήρως, απλώς έμεινε ανώνυμος (σκέψη 59). Άρα, κατά την κρίση της δεν στερήθηκε κάποιο δικαίωμα ο κατηγορούμενος εκ του ότι δεν γνώριζε απλώς το όνομα του αστυνομικού.

4) Στη Van Wesenbeck κατά Βελγίου, ομοίως το παράπονο του κατηγορουμένου ήταν ότι του απαγορεύτηκε να έχει face to face meeting με undercover agents και όχι πρόσβαση σε “υλικό δικογραφίας”!

5) Στη Rowe & Davis vs UK κρίθηκε ότι όλες οι δυσχέρειες που τίθενται στην υπεράσπιση πρέπει να αντισταθμίζονται επαρκώς από τις επακολουθούσες διαδικασίες εκ μέρους των δικαστικών αρχών. Ωστόσο όταν αποδεικτικά στοιχεία αποκλείονται από τον κατηγορούμενο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, το ΕΔΔΑ δεν δικαιούται να αποφασίσει αν αυτή η μη αποκάλυψη ήταν απολύτως αναγκαία διότι αυτό ανήκει στην δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων (σκέψη 62).

6) Η απόφαση Paci κατά Βελγίου αφορά διαφορετικό πραγματικό. Η αιτίαση στην υπόθεση αυτή αφορούσε την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων σε υπόθεση που καταδικάστηκε ο προσφεύγων (εμπορία όπλων) και το δικαστήριο έλαβε υπόψη του στοιχεία από άλλη εκκρεμή υπόθεση, τα οποία αυτός δεν γνώριζε. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, πα’ ρόλο που ο κ. Paci ήταν πράγματι ύποπτος στην (άλλη) υπόθεση των “κλεμμένων αυτοκινήτων”, δεν του είχαν απαγγελθεί ακόμη κατηγορίες, γεγονός που εμπόδιζε την πρόσβαση στον αντίστοιχο φάκελο της υπόθεσης.

Επιπλέον, ο κ. Paci είχε πρόσβαση σε ολόκληρο τον φάκελο της υπόθεσης “εμπορίας όπλων”, συμπεριλαμβανομένων πλήρων αντιγράφων των αιτιολογημένων διαταγών και των εγγράφων που σχετίζονται με την εκτέλεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, και είχε την ελευθερία να αμφισβητήσει τα αποδεικτικά στοιχεία από την υπόθεση των “κλεμμένων αυτοκινήτων”, τα οποία βρίσκονταν επίσης στον φάκελο της “εμπορίας όπλων” Τέλος, ο κ. Paci δεν είχε καταδικαστεί αποκλειστικά με βάση τα στοιχεία της τηλεφωνικής παρακολούθησης και υπήρχαν άλλα πραγματικά στοιχεία εναντίον του. Κατά συνέπεια, η καταδίκη του κ. Paci δεν βασίστηκε σε στοιχεία για τα οποία δεν μπόρεσε ή δεν μπόρεσε επαρκώς να ασκήσει τα δικαιώματα υπεράσπισης.

Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Είναι προφανές από όλα τα ανωτέρω ότι ούτε υποχρέωση έναντι της Οδηγίας υπάρχει , ούτε η διάταξη ως εισάγεται με τη γενικότητα της συνάδει με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, την οποία επικαλείται ο Υπουργός. Τουναντίον, φαλκιδεύει το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών σε δίκαιη δίκη και ναρκοθετεί βασικές αρχές του Κράτους Δικαίου σε σχέση με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως απορρέουν απο το άρθρο 20 παρ 1 του Σ και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.

Η Ολομέλεια για μία ακόμη φορά εκφράζει την κατηγορηματική αντίθεσή της στην προωθούμενη τροποποίηση του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Δικαιοσύνης που περιστέλλει ουσιωδώς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και το δικαίωμα σε δικαστική προστασία και δίκαιη δίκη.

Καλούμε, έστω την ύστατη στιγμή, την Κυβέρνηση και τον Υπουργό Δικαιοσύνης να αφουγκραστούν τη φωνή της νομικής κοινότητας, να αποσύρουν τη νέα ρύθμιση και να προβούν άμεσα σε διάλογο με τους φορείς της Δικαιοσύνης για το ζήτημα αυτό.

Σε αντίθετη περίπτωση, η Ολομέλεια εξουσιοδότησε τη Συντονιστική Επιτροπή να εισηγηθεί στους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας τη στοχευμένη αποχή των δικηγόρων σε όσες υποθέσεις εφαρμοσθεί η συγκεκριμένη διάταξη, τόσο κατά στάδιο της ποινικής προδικασίας όσο και στο στάδιο της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας».

Διαβάστε επίσης: 

Επιστολή του Τραμπ στις χώρες του ΝΑΤΟ: «Θα επιβάλω σημαντικές κυρώσεις στη Ρωσία όταν κάνουν όλοι το ίδιο»

ΔΕΘ: Το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ παρουσιάζει απόψε ο Ν. Ανδρουλάκης

Συνήγοροι οικογένειας Φύσσα για Μιχαλολιάκο: Το μήνυμα είναι σαφές: ευνοϊκή αντιμετώπιση των εγκλημάτων της ακροδεξιάς και του ναζισμού