• Οικονομία

    Capital Economics: Γιατί βλέπει νέα κλιμάκωση στις σχέσεις Ελλάδας – Θεσμών τον Οκτώβριο

    • NewsRoom


    Η επόμενη ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα σχηματιστεί μετά τις εκλογές, θα παραλάβει μια οικονομία που φαίνεται ότι θα αναπτυχθεί με μέτριο ρυθμό βραχυπρόθεσμα. Αλλά θα βρεθεί επίσης αντιμέτωπη με μια σειρά από ανεπίλυτα διαρθρωτικά προβλήματα και δημόσια οικονομικά που εξακολουθούν να είναι ασταθή, σημειώνει σε νέα ανάλυσή της η Capital Economics.

    Σημειώνοντας ότι η ελληνική οικονομία τα έχει πάει λίγο καλύτερα απ’ ό,τι φοβούνταν πολλοί, παρά τα απογοητευτικά στοιχεία για την Ευρωζώνη φέτος, επισημαίνει πως οι προοπτικές και για την υπόλοιπη χρονιά δείχνουν να είναι αξιοπρεπείς, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει βγει από το δάσος.

    Η Capital Economics εκτιμά ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα διαμορφωθεί κατά μέσον όρο στο 0,3%, σε τριμηνιαία βάση, για το υπόλοιπο της τρέχουσας χρονιάς, επίδοση ελαφρώς καλύτερη από τις προβλέψεις για την Ευρωζώνη συνολικά.

    Ωστόσο, υπογραμμίζει, η πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε επίπεδο τριμήνου οδηγεί σε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,2%, που είναι σημαντικά μικρότερος από τον ρυθμό ανάπτυξης που προβλέπει η ελληνική κυβέρνηση. Και, όπως επισημαίνει, οι παραπέρα προοπτικές απέχουν πολύ από το να είναι ρόδινες.

    Η Ελλάδα, τονίζει, έχει πολλά διαρθρωτικά προβλήματα να αντιμετωπίσει, συμπεριλαμβανομένων ενός αναποτελεσματικού φορολογικού συστήματος και του δικαστικού, καθώς και ενός τραπεζικού τομέα που πνίγεται στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs).

    Ειδικά για το τελευταίο θέμα, σημειώνεται ότι οι δύο προτάσεις που έχουν κατατεθεί για τη μείωση των NPLs δεν έχουν ακόμα εγκριθεί από την ΕΕ και παρά το γεγονός ότι ψηφίστηκε νέος νόμος που επιτρέπει στις τράπεζες να παίρνουν ευκολότερα τα ακίνητα από στεγαστικά δάνεια που σταμάτησαν να εξυπηρετούνται, η εφαρμογή του έχει καθυστερήσει, επηρεάζοντας αρνητικά τις χορηγήσεις νέων στεγαστικών δανείων.

    Στο μεταξύ, στο 181% του ΑΕΠ το 2018, το ελληνικό δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι το δεύτερο υψηλότερο στον κόσμο. Και οι τόκοι για την εξυπηρέτησή του παραμένουν επίσης σε υψηλό επίπεδο.

    Την ίδια στιγμή, ο πληθυσμός που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας θα συνεχίσει να μειώνεται ραγδαία, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη.

    Οι επικείμενες εκλογές είναι απίθανο να είναι «game changer» για τα δημόσια οικονομικά της χώρας, τονίζεται στην ανάλυση.

    Και συνεχίζει: «Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τις εκλογές της 7ης Ιουλίου θα κερδίσει η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) με ποσοστό γύρω στο 37%, ελάχιστα πιο κάτω από το 40% που απαιτεί η αυτοδυναμία, με βάση το εκλογικό σύστημα της χώρας. Ο αρχηγός της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει υποσχεθεί να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή. Όμως, έχει δεσμευθεί επίσης να μειώσει τη φορολογία για τις επιχειρήσεις περισσότερο απ’ ό,τι σχεδιάζει η σημερινή κυβέρνηση, να μειώσει τους φόρους για την ακίνητη περιουσία και να δώσει στα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα περισσότερο χρόνο για να ρυθμίσουν τις φορολογικές οφειλές τους. Σε ονομαστικούς όρους, αυτό σημαίνει πως μια κυβέρνηση της ΝΔ θα δυσκολευθεί να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν συμφωνηθεί με την ΕΕ».

    Πριν ανακοινωθούν τα δημοσιονομικά μέτρα του Μαΐου για το 2019 και το 2020, η Κομισιόν προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα για την Ελλάδα 3,6% του ΑΕΠ το 2019 και 3,5% το 2020 (έναντι του στόχου του 3,5%). Καθώς εκτιμά ότι το κόστος των νέων μέτρων θα είναι γύρω στο 1,3% του ΑΕΠ ετησίως, η Κομισιόν, επισημαίνεται στην ανάλυση, δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένη με τις νέες παροχές, αλλά χωρίς να επιβάλει, μέχρι στιγμής, κυρώσεις.

    Ωστόσο, καταλήγει το report, «υποψιαζόμαστε πως οι εντάσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στους πιστωτές της θα κλιμακωθούν εκ νέου τον Οκτώβριο με αφορμή τα δημοσιονομικά σχέδια [της πρώτης] για το 2020».



    ΣΧΟΛΙΑ