• Business

    Υπό παρακολούθηση ο ρυθμός μείωσης των “κόκκινων δανείων”

    • NewsRoom
    πλειστηριασμοί


    Υπό τον έλεγχο του επόπτη, δηλαδή του SSM βρίσκονται αυτή την περίοδο οι εγχώριες τράπεζες όσον αφορά την επίδοση τους στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κατόπιν της δέσμευσης τους αυτά να μειωθούν κατά κατά 38% ή κατά 40,2 δισ. ευρώ έως και το 2019.

    Σύμφωνα με εκτιμήσεις, που μένει να επιβεβαιωθούν μετά και την ολοκλήρωση δημοσίευσης των αποτελεσμάτων α’ εξαμήνου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, στο συγκεκριμένο διάστημα επιτεύχθηκε η μείωση των “κόκκινων δανείων” κατά 3-4 δισ.ευρώ.

    Σημειώνεται ότι στο α΄ τρίμηνο 2017, οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους που είχαν θέσει για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs), τα οποία υποχώρησαν στα 103,9 δισ. ευρώ ή 1,4 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό – στόχο. Ωστόσο, απέτυχαν στο στόχο για τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (NPLs), τα οποία λόγω της δημιουργίας νέων NPLs, έφτασαν τα 75,2 δισ. ευρώ ή περίπου 0,5 δισ. ευρώ υψηλότερα από το ποσό – στόχο.

    Στο τέλος του 2016 το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 106,3 δισ. ευρώ επί συνόλου ανοιγμάτων 237,5 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 1,6% σε σχέση με το τέλος του 2015. Το α΄ τρίμηνο του 2017 το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 105 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση 1,2% σε σχέση με το τέλος του 2016.

    Σημειώνεται ότι ο  λόγος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης προς το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αυξήθηκε το 2016 και ανήλθε στο 28,5% (έναντι 26,2% στο τέλος του 2015), ενώ ο λόγος των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) ανήλθε στο 10% το 2016 (έναντι 12,6% το 2015).

    Θετικά αξιολογείται το γεγονός ότι τα ανοίγματα σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (πλην των καταγγελμένων απαιτήσεων) προς το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μειώθηκαν το 2016 σε 26,6% (έναντι 29,7% το 2015), με το ποσοστό να παραμένει στα ίδια σχετικά επίπεδα και το α΄ τρίμηνο του 2017 (26,2%).

     



    ΣΧΟΛΙΑ