• Γυναίκες που μας εμπνέουν

    Κατερίνα Μάτσα: Κανείς δεν μπορεί να γίνει καλά αν δεν το πιστέψει

    WarningExclamation mark in a circleΑπαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
    Κατερίνα Μάτσα

    Κατερίνα Μάτσα


    Γεννημένη το 1947 στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας, η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, με το έργο της έχει αφήσει ένα σημαντικό στίγμα στην ψυχιατρική. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και Ψυχιατρική στο Παρίσι και την Αθήνα. Είναι γυναίκα του Σάββα Μιχαήλ. Εργάστηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής από το 1974 μέχρι το 2013. Υπήρξε επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ μέχρι τη συνταξιοδότησή της. Παράλληλα, συμμετείχε και συμμετέχει στο έργο των Κοινωνικών Ιατρείων.

    Η Κατερίνα Μάτσα στο πλαίσιο του αφιερώματος «Γυναίκες που μας εμπνέουν» μιλά στο mononews.gr για την ιστορία της, το έργο της στο 18 ΑΝΩ αλλά και το πώς νιώθει που πολλοί από τους θεραπευόμενούς της την αποκαλούν «μάνα».

    Γεννηθήκατε στη Νέα Αρτάκη. Αργότερα ήρθατε στην Αθήνα και ακολούθησαν οι σπουδές σας στο Παρίσι. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τον κλάδο της ψυχιατρικής;

    Η ψυχιατρική πάντα ήταν η αγάπη μου. Πριν ακόμα μπω στο Πανεπιστήμιο, ήθελα να γίνω γιατρός για να αποκτήσω την ειδικότητα της ψυχιατρικής. Αυτό που με έφερνε πολύ κοντά στην ψυχιατρική εκείνη την εποχή, ήταν ο αέρας που έπνεε ο Μάης του 1968, καθώς η ψυχιατρική συνδύαζε πολλά πράγματα: την προσέγγιση και την εμβάθυνση στον ψυχικό πόνο και την κριτική της κοινωνίας.

    Ας μην ξεχνάμε και το ρεύμα της αντιψυχιατρικής που υπήρχε τότε και πολλά στοιχεία της κοινωνικής κριτικής. Έθετε το θέμα πολύ ριζικών ανατροπών στο θέμα της προσέγγισης των πραγμάτων. Η ψυχιατρική ήταν για εμένα ένας χώρος που σου έδινε την ευκαιρία να κάνεις ένα μεγάλο ταξίδι σε όλους τους τομείς της γνώσης. Απαιτούσε γνώσεις φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας…

    Όταν πήγατε στο Παρίσι, παρακολουθήσατε τις présentations de malades του Lacan. Τι σας γοήτευσε περισσότερο σε αυτές τις παρουσιάσεις;

    Όταν πήγαμε στο Παρίσι το 1971, παρακολούθησα τις présentations de malades, τις παρουσιάσεις των ασθενών, που έκανε ο ίδιος ο Lacan. Ήταν μία πολύ μεγάλη εμπειρία για εμένα το πώς μπορούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ασθενούς και να τον κάνει να μιλήσει μπροστά σε ένα τόσο πολύ μεγάλο ακροατήριο. Με είχε γοητεύσει αυτή η προσέγγιση που είχε πολλά στοιχεία ανθρώπινα και ποιητικά. Δεν παρακολούθησα τα σεμινάριά του, αλλά αυτές οι παρουσιάσεις ήταν για εμένα καθοριστικές.

    Εκείνη την εποχή ήταν η Χούντα στην Ελλάδα, είχαμε την αντιδικτατορική πάλη. Από αρκετά χρόνια νωρίτερα. Ήμουν ενταγμένη στο τροτσκιστικό κίνημα, που σημαίνει ότι το όραμα της παγκόσμιας επανάστασης ήταν πάρα πολύ ζωντανό. Η ψυχιατρική μου έδινε τη δυνατότητα να κινούμαι σε αυτό το πνεύμα. Όσο εμβάθυνα περισσότερο σε αυτή την επιστήμη, όσο κινούμουν στο κλινικό επίπεδο της ψυχιατρικής, τόσο περισσότερο με ενδιέφερε. Αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν απλά η θεωρία, αλλά η κλινική πράξη. Δηλαδή, δεν αρκεί μόνο να κατανοήσω τον ασθενή, χρειάζεται και να τον βοηθήσω, να τον ανακουφίσω από τον πόνο του.

    Βέβαια, στη Γαλλία και ιδιαίτερα στη Laborde, ήταν αναπτυγμένη η θεσμική ψυχοθεραπεία και με είχαν συναρπάσει οι θεωρίες του Guattari, ο οποίος ήταν ψυχαναλυτής και δούλευε στη Laborde. Ο Guattari μαζί με τον Ζανουρί δούλευαν στο επίπεδο της θεσμικής ψυχοθεραπείας. Για εμένα ανοιγόταν ένας δρόμος που με ωθούσε στο να παλέψω σε πολλά επίπεδα στην Ελλάδα, για να αλλάξουν τα πράγματα, όχι μόνο σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο ψυχιατρικό.

    Τι ίσχυε τότε στην Ελλάδα;

    Στην Ελλάδα, επικρατούσε η ψυχιατρική καταστολή, το ψυχιατρικό άσυλο, ένας τόπος πραγματικά κόλαση. Η «φωλιά του κούκου» ήταν το Δαφνί. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα το 1974, διορίστηκα στο Δαφνί.

    Η κατάσταση ήταν φρικτή. Τότε νοσηλεύονταν στο Δαφνί δυόμιση χιλιάδες ασθενείς και οι συνθήκες ήταν τραγικές σε όλα τα επίπεδα. Υπερπληθυσμός, ελάχιστο προσωπικό στην πλειοψηφία του ανεκπαίδευτο και η ψυχιατρική που ασκούνταν ήταν κυρίως η χορήγηση τεράστιων ποσοτήτων ψυχοφαρμάκων. Αυτό παραμόρφωνε τους ασθενείς, δημιουργούσε συνθήκες ιδρυματοποίησης και οι χρόνια άρρωστοι συσσωρεύονταν.

    Και όσον αφορά την ψυχιατρική μεταρρύθμιση;

    Γυρνώντας στην Ελλάδα, όλη εμπειρία και όλο το κλίμα που είχαμε ζήσει στο Παρίσι, με ώθησε μαζί με άλλους, γιατί οι αλλαγές γίνονται από συλλογικότητες, να δώσουμε τη μάχη για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, για την αποϊδρυματοποίηση, την αποασυλοποίηση. Να ανοίξουν οι κλειδωμένες πόρτες και η κεντρική πύλη, αλλά και οι πόρτες κάθε ψυχιατρικού περιπτέρου, να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής των ασθενών και κυρίως να αλλάξει ο τρόπος που λειτουργούσαν τα πράγματα. Να δίνεται η έμφαση στον άνθρωπο που υποφέρει και όχι στην καταστολή των συμπτωμάτων. Να μπουν μέσα στο ψυχιατρείο και άλλες μέθοδοι, όχι μόνο τα φάρμακα, κυρίως η ψυχοθεραπεία που έλειπε, η εργοθεραπεία, η τέχνη γενικά να βοηθήσει σε αυτόν τον τομέα.

    Έτσι, να μιλάμε πια για μια άλλη ψυχιατρική, για μια άλλη ιατρική, έναν άλλο τρόπο προσέγγισης του ψυχικού πόνου. Αυτό ήταν το κλίμα κυρίως της μεταπολίτευσης, που έκανε να δημιουργηθούν τέτοιοι πυρήνες στα μεγάλα ψυχιατρεία και να αρχίσουν οι διαδικασίες της αποασυλοποίησης και της λεγόμενης ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, ένα εγχείρημα που τελικά έχει αποτύχει.

    Γιατί απέτυχε αυτό το εγχείρημα;

    Στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε η κουλτούρα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Ανέλαβαν προγράμματα ψυχιατρικής μεταρρύθμισης βιολογιστές, ψυχίατροι που ήταν παραδοσιακοί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που έδινε τα χρήματα, μετά από το σκάνδαλο της Λέρου που φτιάχτηκαν τα προγράμματα αποασυλοποίησης, ευνοούσε πάρα πολύ το να δοθούν τα χρήματα σε ΜΚΟ και όχι στα κρατικά ψυχιατρεία.

    Αυτή η τάση της ιδιωτικοποίησης υπήρχε από τότε, με αποτέλεσμα να εκτραπεί αυτό το εγχείρημα, να κλείσουν μερικά ψυχιατρεία, αλλά στην ουσία να μην αναπτυχθεί ο πυρήνας της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης που είναι η κοινωνική ψυχιατρική.

    Η κοινωνική ψυχιατρική είναι ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης του ανθρώπου που πάσχει, όχι εγκλείοντάς τον σε έναν χώρο σαν φυλακή, αλλά αντιμετωπίζοντάς τον στον τόπο του, στην κατοικία του που είναι και το περιβάλλον του, με μία παρακολούθηση, με μία βοήθεια για να βρει δουλειά και να επανενταχθεί κοινωνικά. Σε αυτό το πνεύμα του ανοίγματος στην κοινωνία και στην κοινότητα επιχειρήσαμε μία ομάδα λειτουργών της ψυχικής υγείας να αλλάξουμε τα πράγματα και στο 18 ΑΝΩ, στο περίπτερο αλκοολικών και τοξικομανών του Δαφνίου, του δημόσιου ψυχιατρείου στην Αθήνα.

     

    Ήταν μία πρόκληση να αποδείξουμε
    ότι οι τοξικομανείς γίνονται καλά.

     

    Τι σας ώθησε να στραφείτε στους τοξικομανείς;

    Με ενδιέφερε το θέμα της εξάρτησης. Είχα και έχω αγάπη στα εξαρτημένα άτομα γιατί είναι άτομα τα οποία η κοινωνία τα ωθεί στο περιθώριο εξ αρχής. Αυτή η περιθωριοποίηση, δηλαδή οι κοινωνικός αποκλεισμός, είναι ένα φαινόμενο που στις μέρες μας έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις.

    Με ενδιέφερε, ωστόσο, και από την άποψη ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν πολύ σοβαρούς λόγους για να στραφούν στις ουσίες, υπέφεραν από αυτό που ζούσαν και οδηγούνταν στον κοινωνικό αποκλεισμό.

    Πότε πήγατε στο 18 ΑΝΩ;

    Αρχικά, πήγα στο 18 ΑΝΩ το 1974, για να κάνω το αγροτικό μου, όταν γυρίσαμε από τη Γαλλία. Τότε είδα ότι ήταν ένα περίπτερο όπως όλα τα άλλα, σαν τα ψυχιατρικά. Θάλαμοι τεράστιοι, 40-50 άτομα σε κάθε θάλαμο, πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες, αλλά υπήρχε ένας αέρας ανάγκης αλλαγών και στους εργαζόμενους. Όμως θεσμικά, οι τοξικομανείς για το κράτος ήταν μη δυνάμενοι, θεωρούνταν χρόνιοι, ανίατοι ασθενείς.

    Ήταν μία πρόκληση να αποδείξουμε ότι οι τοξικομανείς γίνονται καλά. Σ’ αυτή την πρόκληση απαντήσαμε μεταμορφώνοντας το περίπτερο 18ΑΝΩ. Έπαψε να είναι ένα ψυχιατρικό περίπτερο, βάλαμε κουρτίνες, οι ίδιοι οι ασθενείς έβαψαν τους τοίχους, τους ζωγράφισαν. Στα ψυχιατρικά περίπτερα απαγορεύεται οι άνθρωποι να τρώνε με πιρούνι και μαχαίρι, οπότε όλα τα τρώνε με το κουτάλι, ακόμα και το ψάρι. Βάλαμε σερβίτσια, τρώγαμε στην αρχή μαζί με τους ασθενείς σε ένα κοινό τραπέζι. Δημιουργήσαμε ένα περιβάλλον που ήταν θεραπευτικό και καθόλου πιεστικό και κατασταλτικό. Προσθέσαμε επίσης πολλή ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία.

    Επίσης, βάλαμε και τέχνη, όπως δραματοθεραπεία. Το 18 ΑΝΩ ανέβασε το 1989 το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη στο Δαφνί, με θεατές τους ψυχασθενείς που νοσηλεύονταν στα ψυχιατρικά περίπτερα. Τα σκηνικά ήταν από υλικά που βρέθηκαν μέσα στο ψυχιατρείο, που πάλι οι ίδιοι οι νοσηλευόμενοι τα είχαν βρει.

    Το 18 ΑΝΩ δεχόταν όλα τα άτομα χωρίς διακρίσεις
    και έδινε πάντα τη μάχη για δημόσια και δωρεάν απεξάρτηση.

     

    Ο Guattari, που αναφέρατε προηγουμένως, είχε επισκεφτεί το ψυχιατρείο στο Δαφνί. Ποιες οι εντυπώσεις του από την κατάσταση που επικρατούσε;

    Ο Guattari συμμετείχε σε μία αντιπροσωπεία της ΕΕ που είχε επισκεφτεί τη Λέρο, η οποία θεωρείτο το μεγάλο σκάνδαλο, η Βαστίλη της Ελλάδας. Γυρνώντας από το νησί, πέρασε από το Δαφνί. Επισκέφτηκε διάφορα περίπτερα και βρήκε ότι η κατάσταση ήταν σαν τη Λέρο. Δεδομένου ότι το ψυχιατρείο απείχε από την Αθήνα 10 χιλιόμετρα, δεν δικαιολογούνταν για αυτή την κατάσταση.

    Ο Guattari έγραψε τότε ένα άρθρο, όπου ανέφερε ότι η μόνη όαση του Δαφνίου ήταν το 18 ΑΝΩ. Είχε μιλήσει και μαζί μου και είχε βρει ότι γίνονται πολλά πράγματα, τα οποία είχαν ενδιαφέρον γιατί γίνονταν από τους ίδιους τους νοσηλευόμενους και είχαν αρχίσει να παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Να δημιουργούν, να βάζουν τη φαντασία τους να λειτουργήσει και να κάνουν πράγματα στον χώρο που ζούσαν.

    Πραγματικά, πολλά στοιχεία που υπάρχουν στο πρόγραμμα του 18 ΑΝΩ έχουν τη ρίζα τους σε αυτό που γινόταν στη Γαλλία και κυρίως στη Laborde και στο Μαρμοτάν. Το Μαρμοτάν ήταν μία κλινική αποτοξίνωσης, που δημιουργήθηκε από τον Ολιβενστάιν, έναν πολύ σημαντικό ψυχίατρο και ψυχαναλυτή. Στο Μαρμοτάν μπήκαν πάρα πολλοί νέοι που στράφηκαν στα ναρκωτικά, νέοι που είχαν πάρει μέρος στην εξέγερση του Μάη του 1968, οι οποίοι προφανώς όταν απογοητεύτηκαν από την εξέλιξη, στράφηκαν στις ουσίες και εξαρτήθηκαν. Ήταν πολύ εύθραυστες και ευάλωτες προσωπικότητες.

    Ποιες μεθόδους «υιοθετήσατε» από το Μαρμοτάν;

    Εμείς αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε πολλά πράγματα που γίνονταν στο Μαρμοτάν, όσον αφορά τους εξαρτημένους και κυρίως την προσέγγιση του Ολιβενστάιν, ο οποίος ορίζει την τοξικομανία ως το προϊόν της συνάντησης μιας ευάλωτης προσωπικότητας με τις ουσίες σε μια κοινωνικοπολιτιστική στιγμή. Που σημαίνει ότι γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικό, οικογενειακό, πολιτιστικό, που βρίσκεται σε κρίση. Η στιγμή της συνάντησης είναι η στιγμή που οι κρίσεις συναντιούνται σε όλα αυτά τα επίπεδα και κάνουν τη συνάντηση να δημιουργεί τους όρους ώστε κάποιος να καταλήξει στην εξάρτηση.

    Έτσι, δημιουργήσαμε το 18 ΑΝΩ. Ήταν η εποχή πολύ μεγάλων αγώνων και μέσα στα νοσοκομεία και καταφέραμε να ξεχωρίσει το 18 ΑΝΩ από τη λειτουργία των ψυχιατρικών τμημάτων. Δηλαδή, για να μπει κάποιος στο 18 ΑΝΩ δεν έπρεπε να περάσει από την εφημερία και να γίνει εισαγωγή με βάση τη νομοθεσία για την ψυχική υγεία, που ήταν χουντική, αλλά έπρεπε να περάσει από τον συμβουλευτικό σταθμό και να υπογράψει το ίδιο το άτομο συμβόλαιο.

    Δίναμε έμφαση στο ίδιο το γεγονός του ότι αποφασίζει ο ίδιος για την τύχη του. Δεν είναι ένα πρόσωπο μη δυνάμενο. Ανοίξαμε έναν δρόμο. Έτσι, ότι βγήκαν οι πρώτοι που έγιναν καλά, διαδόθηκε στην πιάτσα ότι υπάρχει το 18 ΑΝΩ, το οποίο είναι αλλιώς, δεν υπάρχει καταστολή και είναι πολύ ανθρώπινες οι συνθήκες. Αρχίσαμε να έχουμε πάρα πολύ κόσμο και να λειτουργεί. Αυτή είναι η αντίφαση, η οποία δείχνει πώς ήταν τότε τα πράγματα.

    Δηλαδή;

    Εκείνη την εποχή μέχρι το 1992, το 18 ΑΝΩ δεν αναγνωριζόταν σαν ένα πρόγραμμα έγκυρο για να το δεχθούν οι δικαστές όταν δίκαζαν αυτά τα παιδιά, ενώ ανήκε στο ΕΣΥ και ήταν δημόσιο πρόγραμμα. Χρειάστηκε να γίνει υπουργός Υγείας η Μαριέττα Γιαννάκου, η οποία είναι ψυχίατρος και είχε περάσει από το Δαφνί. Ήξερε όλη την προσπάθεια που κάναμε για να στήσουμε το 18 ΑΝΩ και έβγαλε μία υπουργική απόφαση και το αναγνώρισε. Από εκεί και πέρα, θεωρείται ένα πρόγραμμα αναγνωρισμένο και έγκυρο.

    Παρ’ όλα αυτά το πρόγραμμα ήταν πάρα πολύ γνωστό στον χώρο των τοξικομανών. Εξάλλου, ήταν το μόνο πρόγραμμα τότε, που δεχόταν εξαρτημένους με τη λεγόμενη διπλή διάγνωση, δηλαδή άτομα που είχαν και εξάρτηση και μία ψυχική διαταραχή. Το 18 ΑΝΩ δεχόταν όλα τα άτομα χωρίς διακρίσεις και έδινε πάντα τη μάχη για δημόσια και δωρεάν απεξάρτηση. Έτσι, λειτούργησε μέσα στον χώρο των εξαρτημένων, απέκτησε ρίζες. Απέκτησε επίσης υποστηρικτές μέσα στην κοινωνία και μέσα στον χώρο των διανοουμένων.

    Είχαμε μεγάλη υποστήριξη τότε, γιατί το προσωπικό ήταν λίγο. Έπρεπε να διοριστεί στο Δαφνί και να τοποθετηθεί στο 18 ΑΝΩ. Όταν έληγαν οι συμβάσεις, δεν υπήρχε περίπτωση να ανανεωθούν απ’ το Δαφνί, οπότε κάναμε κινητοποιήσεις. Μαζεύαμε υπογραφές, κάναμε διαδηλώσεις, είχαμε την υποστήριξη των γονιών και αυτό είχε αποτέλεσμα.

    Κανείς δεν παίρνει ναρκωτικά για να περάσει καλά.

     

    Πόσο δύσκολο ήταν για μία οικογένεια και ειδικά δεκαετίες πριν, να αποδεχθεί ότι το παιδί τους πάσχει;

    Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί η κυρίαρχη ιδεολογία τούς έκανε και αυτούς να είναι πολύ αρνητικοί. Δηλαδή, αυτό που δεν μπορούσαν να δεχθούν ήταν ότι αυτά τα παιδιά δεν έπαιρναν ναρκωτικά, γιατί είχαν αυτό το καπρίτσιο ή παρασύρθηκαν. Δεν μπορούσαν να δουν ότι είχαν λόγους. Μέσα τους, πολύ βαθιά, κουβαλούσαν τραύματα από την παιδική τους ηλικία ή ήταν πολύ ευάλωτες προσωπικότητες.

    Κανείς δεν παίρνει ναρκωτικά για να περάσει καλά. Αυτό μπορεί να είναι μία πρώτη προσέγγιση. Από εκεί και πέρα, το να ξαναπάρει μέχρι να εξαρτηθεί, σημαίνει ότι για όλα αυτά που κουβαλά μέσα του, το ψυχικό φορτίο, τα ναρκωτικά λειτουργούν σαν φάρμακο. Θα τον χαλαρώσουν, θα του πάρουν τα πολύ έντονα συναισθήματα που νιώθει μέσα του, θα τον κάνουν να νιώσει ότι έχει δύναμη και αξίζει, γιατί αυτά τα παιδιά είναι πάρα πολύ ανασφαλή.

    Πριν γνωρίσει τον κόσμο της πιάτσας, ο άνθρωπος που θα πάρει ναρκωτικά, στο μυαλό του έχει ότι θα ενταχθεί σε έναν κόσμο όπου θα βρει αυτά που δεν βρίσκει στην καθημερινή του ζωή, δηλαδή ανθρώπους που τον καταλαβαίνουν. Θα αισθανθεί ότι ανήκει κάπου. Όταν μπει στην πιάτσα, θα καταλάβει ότι οι συνθήκες είναι ακόμα πιο βίαιες και κανείς δεν ενδιαφέρεται για τον διπλανό του, παρά μόνο για τη δόση του.

    Αυτό ισχύει και για τους καλλιτέχνες; Δεδομένου ότι έχουμε καλλιτέχνες όπως η Κατερίνα Γώγου, η οποία έκανε χρήση ουσιών και στη συνέχεια αυτοκτόνησε, και ο Παύλος Σιδηρόπουλος, που πέθανε λόγω υπερβολικής δόσης ηρωίνης.

    Ο Σιδηρόπουλος ήταν ένας άνθρωπος που ήταν μέσα στις ουσίες. Θα είχα μαζί του ένα ραντεβού. Είχε κανονιστεί, αλλά δεν προλάβαμε να το κάνουμε. Η Κατερίνα Γώγου ήταν πολύ φιλική απέναντί μου, γιατί η ίδια αυτοπροσδιοριζόταν ως τροτσκίστρια.

    Υπάρχει μία αυτοκαταστροφικότητα σε αυτά τα άτομα, αλλά οι λόγοι είναι πολύ βαθύτεροι για να πει κανείς ότι οι ουσίες είναι μία κίνηση αυτοκτονίας. Θα έλεγα ότι και στην περίπτωση του Σιδηρόπουλου και της Γώγου, αλλά και γενικότερα, η εξάρτηση από ουσίες είναι μία στρατηγική επιβίωσης, παράδοξη βέβαια, γιατί σε φέρνει κοντά στον θάνατο, αλλά, χωρίς τις ουσίες, αυτά τα άτομα αισθάνονται ότι ζουν σε έναν βάρβαρο κόσμο, που δεν τους κάνει. Δεν μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους μέσα σε αυτές τις συνθήκες κι έτσι τα ναρκωτικά τους επιτρέπουν να ζουν, δημιουργώντας όρους φυγής από αυτή την πραγματικότητα. Διαφορετικά, χωρίς αυτά, θα είχαν πεθάνει, ανεξαρτήτως του ότι παίρνοντας τα ναρκωτικά μπορεί να κάνουν μία overdose και να πεθάνουν. Αλλά η αρχική ιδέα είναι ότι μόνο έτσι μπορούν να συνεχίσουν να ζουν.

    Το 18 ΑΝΩ είναι μία δομή που δίνει έμφαση στην τέχνη και στην απασχόληση των ατόμων. Διοργανώνει παραστάσεις, εργαστήρια, εκθέσεις κ.ά.. Κατά πόσο μπορεί η τέχνη να βοηθήσει τα άτομα να συνεχίσουν τη θεραπεία τους και να μην ξανακυλήσουν στη χρήση ουσιών;

    Η τέχνη έχει παίξει έναν καταλυτικό ρόλο στο 18 ΑΝΩ στην θεραπεία αυτών των ατόμων. Λειτουργούν πάρα πολλές ομάδες, όπως ομάδα μουσικής, δραματοθεραπείας, θεάτρου, φωτογραφίας, χειροτεχνίας, κοσμήματος, πηλού κ.λπ., οι οποίες δημιουργούν έναν αστερισμό ομάδων, όπως θα έλεγε ο Guattari.

    Έχει αποδειχθεί ότι η τέχνη γίνεται ένα μέσο που επιτρέπει σε αυτά τα άτομα να εκφράσουν τον ψυχικό τους κόσμο και τα συναισθήματά τους. Να έρθουν σε επαφή με τους άλλους πιο εύκολα. Η τέχνη γίνεται ένας παράγοντας διαμεσολαβητικός, όπου έρχονται πιο κοντά με τους άλλους. Με τη βοήθεια της τέχνης εκφράζουν τα δικά τους συναισθήματα και αναπτύσσουν πιο ελεύθερα τις σκέψεις τους. Αυτά τα παιδιά, είναι πάρα πολύ κλειστά σαν προσωπικότητες.

     

     

    Ο κόσμος της χρήσης ουσιών είναι ένας κόσμος μοναξιάς;

    Ναι, πολύ μεγάλης μοναξιάς. Συχνά χρησιμοποιούμε την έκφραση «σαν το σαλιγκάρι σε καιρό ξηρασίας». Αυτά τα παιδιά δεν επικοινωνούν με κανέναν και αυτό είναι πάρα πολύ βασικό. Ο στόχος μας είναι αυτά τα παιδιά να βγουν από αυτόν τον κλειστό κόσμο στον οποίο βρίσκονται και να ανοιχτούν στους άλλους. Αυτό το άνοιγμα μέσα σ’ έναν πολύ μεγάλο βαθμό περνά μέσα από την τέχνη. Η τέχνη δημιουργεί τους όρους του ανοίγματος προς τον κόσμο, γιατί επιτρέπει το άνοιγμα στον διπλανό. Μέσω του ανοίγματος στον άλλον μέσα στην ομάδα, μπορεί να ανοιχτεί στην κοινωνία.

    Το θέμα της εξάρτησης, ωστόσο, είναι ένα θέμα ταμπού στην κοινωνία.

    Ένα θέμα είναι το ταμπού που υπάρχει, δηλαδή, η προκατάληψη ότι αυτά τα παιδιά είναι άρρωστα, περιθωριακά, παραβατικά κατά τεκμήριο. Κάποιοι μπορεί να λένε ότι είναι επικίνδυνα. Όταν λοιπόν, ένα άτομο παίρνει την αναγνώριση για τη συμμετοχή του σε ένα συλλογικό έργο τέχνης, είτε είναι έκθεση ζωγραφικής είτε έκθεση φωτογραφίας είτε μία ποιητική βραδιά, αισθάνεται ότι αναγνωρίζονται οι ικανότητές τους. Ο ίδιος ή η ίδια δεν πιστεύει ότι έχει κάποια ικανότητα.
    Όταν έρχονται στο πρόγραμμα η αυτοπεποίθησή τους είναι κάτω από το μηδέν. Σιγά σιγά αρχίζουν να νιώθουν ότι έχουν ικανότητες, αλλά η αποδοχή από τους θεραπευτές είναι καθοριστική. Αρχίζουν να αισθάνονται ότι υπάρχουν άνθρωποι που τους υπολογίζουν.

    Πολύ περισσότερο, όταν βγουν πια στην κοινωνία και βλέπουν την αποδοχή από το κοινωνικό σύνολο, αυτό τους δίνει μία ώθηση να ξαναενταχθούν, να μπουν σε μία διαδικασία που θα ψάξουν να βρουν τον ρόλο τους, τη θέση τους μέσα στην κοινωνία και θα διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, που μέχρι τώρα αισθάνονταν ότι δε μπορούσαν να το κάνουν.

    Η Κατερίνα Μάτσα σε πορεία στη Γαλλία, τον Μάρτιο του 2023

    Στο 18 ΑΝΩ παραμείνατε έως και το 2013, που συνταξιοδοτηθήκατε. Ωστόσο, συνεχίζεται το έργο σας μέσω των Κοινωνικών ιατρείων.

    Στο κοινωνικό ιατρείο πήγαινα πριν πάρω σύνταξη. Ήταν η εποχή των μνημονίων. Επικρατούσε μία φρικτή κατάσταση που υπήρχε τότε στον χώρο της υγείας. Υπήρχε μία περίοδος όπου οι άνεργοι και οι πρόσφυγες δεν είχαν πρόσβαση στο ΕΣΥ. Τότε δημιουργήθηκαν αυτές οι ομάδες, οι οποίες αποτελούνταν από γιατρούς, νοσηλευτές, κοινωνικούς λειτουργούς και αλληλέγγυους, οι οποίες δημιουργούσαν δομές αυτοοργανωμένες για την παροχή φροντίδας υγείας στον κόσμο.

    Ο στόχος δεν ήταν απλά να καλύψουμε ένα κενό, γιατί μετά όταν ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ κατάργησε τους περιορισμούς και έδωσε πρόσβαση σε όλους και στους πρόσφυγες και στους άνεργους. Αλλά, ο στόχος κατά τη γνώμη μου, ήταν πάντα να δημιουργηθούν όροι μιας άλλης ιατρικής και ψυχιατρικής φροντίδας, όπου οι σχέσεις θα είναι οριζόντιες και όχι κάθετες. Δε θα υπάρχει ιεραρχία, αλλά εγκάρσιες σχέσεις όπως έλεγε και ο Guattari, όπου υπάρχει πολύ μεγάλος σεβασμός στο πρόσωπο του πάσχοντος.

    Καταρχάς, οφείλεις να κάνεις διάλογο με τον πάσχοντα, να τον ακούσεις. Ο στόχος είναι να συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα υγείας του έχει κοινωνικές ρίζες.
    Επομένως, η θεραπευτική του αντιμετώπιση περνά μέσα από τη δική του συνειδητοποίηση μέσα στην κοινωνία, για να πάρει μέρος σε μια αλυσίδα κοινωνικής αλληλεγγύης σε συνθήκη στέρησης ολόκληρου του λαού. Αυτό έπαιξε και παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στο να λειτουργήσει κάποιος τελείως διαφορετικά στον χώρο των ιατρείων μια άλλη ιατρική.

     

    Στα κοινωνικά ιατρεία η φροντίδα παρέχεται δωρεάν
    σε μια εποχή φοβερής εμπορευματοποίησης της υγείας,
    όπου κάποιος πρέπει να πληρώσει για το παραμικρό.

     

    Πλέον, αν δεν κάνω λάθος, ο αριθμός των κοινωνικών ιατρείων έχει μειωθεί.

    Πολλοί γιατροί και νοσηλευτές θεώρησαν ότι επειδή υπήρχε πρόσβαση στο ΕΣΥ, δεν υπήρχε λόγος να υπάρχουν πολλά κοινωνικά ιατρεία. Μείναμε λοιπόν, λίγα κοινωνικά ιατρεία, που συνεχίζουμε αυτήν τη δουλειά. Βέβαια, στην πανδημία και πολύ περισσότερο τώρα, αυτές οι τραγικές συνθήκες στα δημόσια νοσοκομεία, που ουσιαστικά έχουν εγκαταλειφθεί και δεν υπάρχει μετανοσοκομειακή φροντίδα, επιβεβαιώνουν την ανάγκη της λειτουργίας αυτών των δομών, κυρίως σαν μία προοπτική ολιστικής προσέγγισης του ανθρώπου που πάσχει, μη μένοντας μόνο στα συμπτώματα, γιατί ο άνθρωπος που πάσχει, δεν είναι μόνο τα συμπτώματά του, το άγχος, η κατάθλιψη ή το σωματικό πρόβλημα που έχει.

    Ο άνθρωπος που πάσχει είναι μία προσωπικότητα που έχει μία ιστορία, την οποία κουβαλά στους ώμους του, που είναι η ιστορία των προγόνων του. Γιατί, υπάρχει και μία διαγενεακή μετάδοση των τραυμάτων. Είναι μια προσωπικότητα που έχεις τις δικές της ανάγκες, τις δικές της επιθυμίες και πρέπει να γίνει σεβαστή στην ολότητά της. Από αυτή την άποψη, έχει σημασία αυτό που γίνεται στα κοινωνικά ιατρεία.

    Στα κοινωνικά ιατρεία η φροντίδα παρέχεται δωρεάν σε μια εποχή φοβερής εμπορευματοποίησης της υγείας, όπου κάποιος πρέπει να πληρώσει για το παραμικρό. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν, επειδή δεν έχουν να πληρώσουν, επειδή εκβιάζονται στα νοσοκομεία από μεγαλογιατρούς. Επειδή τα νοσοκομεία δεν τους δέχονται γιατί δεν έχουν θέσεις και επομένως πρέπει να πάνε σε κάποιο ιδιωτικό νοσοκομείο, που είναι πανάκριβο. Τα κοινωνικά ιατρεία μολονότι, παρέχουν πρωτοβάθμια φροντίδα και όχι νοσοκομειακή, είναι δομές που σέβονται τον άνθρωπο και αγωνίζονται ενάντια στην εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου πόνου.

    Υπήρξε, ωστόσο κάποιο θετικό στοιχείο μέσα στην πανδημία;

    Νομίζω ότι το θετικό που κατάφερε η πανδημία μέσα στα φοβερά αρνητικά αποτελέσματα που είχε, ήταν ότι αναπτύχθηκαν συλλογικές αντιστάσεις. Υπήρχαν αυτοοργανωμένες δομές, που μπορούσαν να λειτουργήσουν με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από αυτόν που λειτουργεί η παραδοσιακή ιατρική, με ευθύνη κυρίως της ακαδημαϊκής ιατρικής, η οποία κατά τη γνώμη μου είναι στα χέρια των φαρμακευτικών εταιρειών γιατί αυτές χρηματοδοτούν την έρευνα, τα συνέδρια και την εκπαίδευση ελέγχοντας τον χώρο της ιατρικής.

    Η ακαδημαϊκή ιατρική οφείλεται για αυτόν τον χαρακτήρα, όπου κυριαρχεί το σύμπτωμα και το φάρμακο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πλουτίζουν οι φαρμακευτικές και οι άνθρωποι να παίρνουν όλο και περισσότερα φάρμακα και να επιβιώνουν έχοντας συμπτώματα που τους βασανίζουν και τίποτα περισσότερο, χωρίς καμιά προοπτική για τη ζωή τους.

    Αυτός που πάσχει ψυχικά ή παίρνει ουσίες, είναι ένας άνθρωπος που δεν βολεύεται με την καθημερινή ζωή. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μέσα του κάτι, που αν αξιοποιηθεί θετικά, θα τον οδηγήσει να δημιουργήσει, να ανοίξει δρόμους και να κάνει πολύ σημαντικά πράγματα για τον εαυτό του και τους άλλους. Απόδειξη ότι πολλά παιδιά που είναι εξαρτημένα και είναι στη φάση της κοινωνικής επανένταξης συμμετέχουν σε συλλογικότητες, όπως μία συλλογικότητα του 18 ΑΝΩ που ασχολείται με τις συλλογικές δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης για το 18 ΑΝΩ και βοηθούν στη δουλειά του κοινωνικού ιατρείου.

     

    Κανείς δεν μπορεί να γίνει καλά αν δεν το πιστέψει.

     

    Πόσο σημαντική είναι η συμμετοχή αυτών των παιδιών σε αυτές τις δράσεις;

    Είναι πάρα πολύ σημαντικό για αυτά τα παιδιά, που λειτουργούσαν σαν άτομα με πάρα πολύ εγωκεντρισμό, το να μπορούν να βλέπουν και τον διπλανό που πάσχει και να παίρνουν δύναμη από αυτό που προσφέρουν και οι ίδιοι σε αυτούς. Μάλιστα, λένε χαρακτηριστικά ότι «όπως βοηθηθήκαμε εμείς, έτσι μπορούμε να βοηθήσουμε και άλλους που βρίσκονται σε δύσκολη θέση».

    Πχ. συμμετείχαν σε παραστάσεις που έγιναν για τους πρόσφυγες, στη συλλογή τροφίμων, ρούχων, ειδών υγιεινής για τις καταλήψεις που υπήρχαν πρόσφυγες μέχρι να τις κλείσει το κράτος κ.ά. Συμμετείχαν σε πάρα πολλές δραστηριότητες. Επισκεπτόμασταν μαζί τους τα camps των προσφύγων. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει κάτι πολύ θετικό που μπορεί να αξιοποιηθεί μέσα στην κοινωνία και για τη δική τους κοινωνική επανένταξη σε ισότιμη βάση με τους άλλους, αλλά και για την ίδια την κοινωνία. Κανένας δε μπορεί να δώσει λύση από πάνω. Όλη η κοινωνία πρέπει να κινητοποιηθεί για να αλλάξουν τα πράγματα.

     

    Με συγκίνησε ιδιαίτερα ένα χιπ χοπ τραγούδι, που ένας στίχος του λέει ότι
    «Οι αγώνες δεν χρειάζονται μπράτσα, χρειάζονται ανθρώπους σαν την Κατερίνα τη Μάτσα».

     

    Διαβάζοντας τα βιβλία σας, μου κέντρισε το ενδιαφέρον ότι δανείζεστε την ιστορία ενός ανθρώπου που έχετε έρθει σε επαφή μαζί του και με βάση αυτή την ιστορία, μιλάτε για το θέμα της απεξάρτησης. Μέσα από το βίωμα καταφέρνετε να περάσετε στον κόσμο το μήνυμα της απεξάρτησης και περισσότερο της ζωής;

    Στο βαθμό που μπορεί να έχει ένα κοινωνικό εύρος, νομίζω ότι ξεκινώντας από το βίωμα και με βάση την μαρτυρία αυτού του βιώματος, μπορεί να κινητοποιήσει ανθρώπους. Όμως, ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει ένας πολύ μεγάλος έλεγχος του τι περνάει και τι όχι, από την κυρίαρχη εξουσία. Επομένως, πολλά πράγματα εμποδίζονται και παραμένουν μειοψηφικά.

    Δεν έχω καμία αυταπάτη ότι ανήκω σε μία τραγική μειοψηφία, αλλά δεν έχω αυταπάτη ότι θα μπορούσα να επηρεάσω το σύνολο. Όμως, ξέρω ότι τέτοιες μειοψηφικές φωνές πρέπει να υπάρχουν. Υπάρχουν, πολλαπλασιάζονται συνεχώς και γίνονται εστίες αντίστασης στο καθεστώς που κυριαρχεί και σε επίπεδο ιδεολογίας και σε επίπεδο κλινικής πράξης. Από αυτή την άποψη, νομίζω ότι κάποιους ανθρώπους τους αγγίζει ως εστία αντίστασης, αλλά σε επίπεδο κοινωνίας χρειάζεται πάρα πολύ δουλειά.

    Κλείνοντας τη συζήτησή μας, πώς αισθάνεστε που πάρα πολλά άτομα που έχουν περάσει από το 18 ΑΝΩ και έχουν απεξαρτηθεί σας αποκαλούν «μάνα»;

    Αυτό με συγκινεί ιδιαίτερα. Αυτά τα παιδιά αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ένα συναίσθημα που είναι αμοιβαίο. Η αγάπη προς αυτούς τους ανθρώπους, τους κινητοποιεί στο να επενδύσουν και εκείνοι συναισθηματικά. Αλλά, η πρώτη επένδυση είναι από τη μεριά τη δική μου και όλης της θεραπευτικής ομάδας.

    Κανείς δεν μπορεί να γίνει καλά αν δεν το πιστέψει. Και δεν θα το πιστέψει, αν δεν το πιστέψουν οι θεραπευτές, οι οποίοι πρέπει να το πιστέψουν, να του το περάσουν με πολλή αγάπη και να υπάρχει αυτή η θεραπευτική σχέση, η οποία είναι ουσιαστική. Τα παιδιά αυτά έβλεπαν στο πρόσωπό μου έναν άνθρωπο που τα αγκάλιαζε συναισθηματικά, τους έδινε το χέρι για να μάθουν να «περπατάνε» και να μάθουν να αγωνίζονται. Με συγκίνησε ιδιαίτερα ένα χιπ χοπ τραγούδι, που ένας στίχος του λέει ότι «Οι αγώνες δεν χρειάζονται μπράτσα, χρειάζονται ανθρώπους σαν την Κατερίνα τη Μάτσα».

    Διαβάστε επίσης:

    Μάντα Τσαγκιά-Παπαδάκου: Η κακοποίηση δεν είναι όπως μια αρρώστια, να πάρεις ένα χάπι και να αναρρώσεις

    Ανακαλύψτε το αφιέρωμα Γυναίκες που μας εμπνέουν



    ΣΧΟΛΙΑ