ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ενόψει μιας κρίσιμης ψηφοφορίας για το συνταξιοδοτικό, βρίσκεται σήμερα ο κυβερνών συνασπισμός του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς (Friedrich Merz) και οι Σοσιαλδημοκράτες εταίροι του, κάτι που θα μπορούσε να επισπεύσει την «πτώση» του, μόλις επτά μήνες μετά την έναρξη της τετραετούς θητείας του.
Η αξιοπιστία του Μερτς πλήττεται για ακόμη μια φορά, καθώς αντιμετωπίζει αντιδράσεις από μια ομάδα περίπου 18 νεότερων βουλευτών για το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο, γεγονός που απειλεί την πλειοψηφία των μόλις 12 εδρών του συνασπισμού.
Σε περίπτωση που δεν καταφέρει να ελέγξει την κοινοβουλευτική του ομάδα σε αυτό το καίριο ζήτημα για το SPD, ενδέχεται να προκληθεί ανήκεστος βλάβη στην κυβέρνηση και η Γερμανία να οδηγηθεί σε νέες εκλογές, και μάλιστα σε μια εποχή που το ακροδεξιό κόμμα AfD, βρίσκεται στην πρώτη θέση σε ορισμένες δημοσκοπήσεις.
Για αυτό το λόγο, ο Μερτς έθεσε χθες ζήτημα κομματικής πειθαρχίας για όλα τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού (CDU, CSU, SPD), υπό την απειλή «ανταρσίας» από τους νέους βουλευτές του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU).
Η «υπαρξιακή κρίση» του Μερτς
Καθώς οι βουλευτές ετοιμάζονται για την ψηφοφορία, στα «πηγαδάκια» της Bundestag γίνεται λόγος για την «υπαρξιακή κρίση» του Μερτς.
Μια δοκιμαστική ψηφοφορία από τους βουλευτές της συντηρητικής κοινοβουλευτικής ομάδας του καγκελάριου έδειξε ότι η κυβερνητική του συμμαχία μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες στην έγκριση ενός αμφιλεγόμενου νομοσχεδίου, το οποίο αναθεωρεί το κρατικό συνταξιοδοτικό σύστημα της Γερμανίας.
Μεταξύ των 208 μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας CDU/CSU στη Bundestag, τουλάχιστον 10 ψήφισαν κατά του νόμου στην μη δεσμευτική ψηφοφορία της Τρίτης στο Βερολίνο.
Καθώς η κυβερνητική συμμαχία του Μερτς με τους Σοσιαλδημοκράτες έχει πλειοψηφία μόλις 12 εδρών, μπορεί να αποτύχει να περάσει το νομοσχέδιο στην επίσημη ψηφοφορία στην Bundestag, με την πιθανότητα να πυροδοτήσει μια νέα κυβερνητική κρίση.
Να σημειωθεί ότι το επίμαχο νομοσχέδιο εγγυάται, μεταξύ άλλων, κατώτατη εθνική σύνταξη και επεκτείνει τις συντάξεις μητρότητας, όπως είχαν δεσμευθεί προεκλογικά οι Χριστιανοκοινωνιστές του CSU.
Το σύστημα για τις συντάξεις είναι κρίσιμο για πολλούς ψηφοφόρους, όμως έχει προκαλέσει την αντίδραση των νέων ανθρώπων, οι οποίοι δηλώνουν επιβαρυμένοι με τη χρηματοδότηση παροχών, που πιθανότατα να μην καταφέρουν ποτέ να απολαύσουν.
«Υπερβολικές πιέσεις μεταφέρονται στις μελλοντικές γενιές», τονίζουν τα νεότερα μέλη της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU).
«Νομίζω ότι έχουμε ευθύνη απέναντι στα παιδιά μας, τα οποία θα κληθούν να αποπληρώσουν τα χρέη», έλεγε κατά τη διάρκεια του προεκλογικού του αγώνα ο Μερτς.
«Ματώνουν» οι επιχειρήσεις
Την ίδια στιγμή, τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι επιχειρήσεις της Γερμανίας καθώς ετοιμάζονται να αποχαιρετίσουν το 2025, μια χρονιά που οδήγησε στον εκτροχιασμό της «ατμομηχανής της Ευρώπης», δημιουργώντας παράλληλα ένα μπαράζ δυσεπίλυτων προβλημάτων.
Δια του λόγου το αληθές, η γερμανική οικονομία παραμένει στάσιμη, με το ΑΕΠ της να μην καταγράφει καμία μεταβολή το γ’ τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis), ενώ συρρικνώθηκε το 2023 και το 2024.
Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει μια συνεχιζόμενη αδυναμία ανάκαμψης, την ώρα που οι επιχειρήσεις «ματώνουν» και η οικονομία βρίσκεται σε «ελεύθερη πτώση».
Η βιομηχανική παραγωγή – το δυνατό χαρτί της Γερμανίας – συρρικνώθηκε επικίνδυνα, ενώ η αυτοκινητοβιομηχανία – το δυνατό χαρτί της γερμανικής βιομηχανίας – δέχτηκε σημαντικό πλήγμα, κυρίως λόγω της «δασμολογικής καταιγίδας» του Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ισχυρού γερμανικού επιχειρηματικού λόμπι BDI, Πίτερ Λίμπινγκερ (Peter Leibinger), οι κατασκευαστές, από αυτοκίνητα μέχρι χάλυβα και χημικών, βρίσκονται σε απελπιστικά χαμηλό σημείο, καθώς το έτος πλησιάζει στο τέλος του.
Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις διαμαρτύρονται για την έλλειψη ουσιαστικής στήριξης από την κυβέρνηση, τονίζοντας ότι κάθε μήνας που περνάει χωρίς αποτελεσματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, έχει αρνητικό αντίκτυπο στις θέσεις εργασίας και δυσχεραίνει το έργο της κυβέρνησης.
Στο ίδιο μήκος κύματος και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προειδοποιεί ότι η Γερμανία παραμένει σε κίνδυνο υποαπόδοσης, επισημαίνοντας ότι εάν η χώρα δεν ακολουθήσει «τολμηρές» μεταρρυθμίσεις, ο δρόμος για την επίτευξη ουσιαστικής ευημερίας θα είναι πολύ μακρύς.
Οικονομία στα τάρταρα, σβήνει η αισιοδοξία
Εδώ και καιρό, ο καγκελάριος Μερτς και οι Σοσιαλδημοκράτες εταίροι του, αγωνίζονται να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι μπορούν να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους για αναζωογόνηση της ανάπτυξης, μεταξύ άλλων.
Μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου και το αφήγημα του λεγόμενου «φρένου χρέους» (που τώρα αμφισβητείται), η αρχική αισιοδοξία στη Γερμανία έχει τώρα εξασθενήσει.
Μόλις τον περασμένο μήνα, οι σύμβουλοι του Merz μείωσαν τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη του επόμενου έτους σε κάτω από 1%.
Να σημειωθεί επίσης ότι ο πληθωρισμός ενισχύθηκε απροσδόκητα τον Νοέμβριο στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων εννέα μηνών, υπενθυμίζοντας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ότι οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα των τιμών παραμένουν.
Όσον αφορά το χρηματιστήριο, ο δείκτης DAX έχει αυξηθεί μόνο κατά 2% περίπου από τις 6 Μαΐου – όταν ανέλαβε τα ηνία ο Merz – ενώ οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της χώρας έχουν αυξηθεί κατά περίπου 20 μονάδες βάσης.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Μετρς αποχωρίστηκε τη δημοσιονομική πειθαρχία, προκειμένου να αντλήσει νέα κεφάλαια 174,3 δισ. ευρώ από τις αγορές χρέους, με τις συνολικές υποχρεώσεις να διαμορφώνονται στα 363 δισ. ευρώ μέσα στο επόμενο έτος, σύμφωνα με εκτενή ανάλυση της Natixis.
Πράγματι, απαιτούνται πολλά επιπλέον δισεκατομμύρια προκειμένου να χρηματοδοτηθούν, μεταξύ άλλων, οι αυξανόμενες αμυντικές δαπάνες, ο εκσυγχρονισμός των κρίσιμων υποδομών και η ψηφιοποίηση της οικονομίας.
Έτσι, η χώρα αναμένεται να «κατακτήσει» την τρίτη θέση στη λίστα των χωρών με τα υψηλότερα δάνεια το 2026, ακολουθώντας τη Γαλλία και την Ιταλία.
Και η δημοτικότητα του Μερτς έχει υποχωρήσει κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες από τα μέσα Ιουνίου.
Ο Γερμανός «ασθενής»
Ωστόσο, τριγμοί εμφανίζονται και στον εργασιακό τομέα με πρωταγωνιστές τους Γερμανούς πολίτες.
Οι συμμετέχοντες σε πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος Bertelsmann, πάνω από τους μισούς δικαιούχους βασικής στήριξης στη Γερμανία, δεν αναζητούν εργασία.
Επικαλέστηκαν μάλιστα ως κύριους λόγους την ύπαρξη ψυχικών ή χρόνιων ασθενειών, καθώς και την έλλειψη κατάλληλων ευκαιριών απασχόλησης.
Ειδικότερα, το 57% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν έχει αναζητήσει νέα εργασία τουλάχιστον τον τελευταίο μήνα, ενώ το 74% δήλωσε ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας.
Το 49% υποστήριξε ότι υπάρχουν «ελάχιστες κατάλληλες θέσεις εργασίας».
Επιπλέον, το 25,5% ανέφερε ότι η οικονομική του κατάσταση δεν θα βελτιωνόταν μέσω της αναζήτησης εργασίας, ενώ το 22% επεσήμανε ότι ήταν απασχολημένο με τη φροντίδα παιδιών ή συγγενών.
Ταυτόχρονα, το 11% δήλωσε ότι αντεπεξέρχεται οικονομικά με «part time εργασία».
Η έρευνα αναφέρει επίσης ότι 1,8 εκατομμύρια άνθρωποι στη Γερμανία λαμβάνουν βασική εισοδηματική στήριξη και θεωρούνται ικανοί για εργασία.
Ακόμη και μεταξύ εκείνων που αναζητούν ενεργά εργασία, μόνο το 6% αφιερώνει τουλάχιστον 20 ώρες την εβδομάδα σε αυτό, ενώ το 26% επενδύει εννέα ώρες μάξιμουμ στην αναζήτηση.
«Τα κέντρα εύρεσης εργασίας πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τις προσπάθειές τους με λιγότερη γραφειοκρατία και περισσότερες τοποθετήσεις σε κατάλληλες θέσεις», προειδοποιούν οι ειδικοί.
Διαβάστε επίσης:
ΗΠΑ: Ραγδαία αύξηση στις απολύσεις το 2025 – Έφτασαν στις 1,7 εκατ.
Μπέσεντ: Γιατί ο Τραμπ τον θέλει ΥΠΟΙΚ αλλά και επικεφαλής του NEC στον Λευκό Οίκο;