Χθες, 1η Ιουλίου, ήταν η γιορτή της! Πενήντα εφτά χρόνια, ήταν η μέρα του κεράσματος, με τα γλυκά στο κουτί, αφημένα στην γωνία του γραφείου, των ευχών στη δουλειά και των τηλεφωνημάτων στο σπίτι και ίσως του γιορτινού τραπεζιού με τα καλό τραπεζομάντηλο και τα αγαπημένα της λουλούδια, σε μεγάλο βάζο και σε περίοπτη θέση.
Πενήντα εφτά φορές «χρόνια πολλά» και γέλια και φιλιά σταυρωτά και λαχανιασμένη επιστροφή, λίγο πιο αργά γιατί είχε σκάσει θέμα και ίσως «φέτος να βγούμε».
Πενήντα εφτά καλοκαίρια που η βεβαιότητα των ανθρώπων ήταν ασφάλεια συνέχειας και ανθρώπινη αυταπάτη τρυφερής διάρκειας.
Πενήντα εφτά, στο ξημέρωμα αυτή της γιορτινής μέρας, η Ηρώ Καριοφύλλη, η δημοσιογράφος, η τόσο οικεία μορφή από την παρουσία της στον ALPHA, που για τριάντα χρόνια, μπήκε στα σπίτια όλων, γλυκαίνοντας με την ανθρωπιά της, την αγριάδα του αστυνομικού ρεπορτάζ και της πολεμικής ανταπόκρισης, σταμάτησε να μετρά.
Κι όλα όσα έμοιαζαν βέβαια απέκτησαν μια ακόμη παράλογη -και ποια δεν είναι;- μεγάλη απουσία.
«Όλοι όσοι έχουμε κάνει αυτό το ρεπορτάζ», είχε πει, «αλλά και άλλοι που έχουν πάει σε πολέμους, έχουμε δει πολύ θάνατο και πάντα θάνατο βίαιο. Την πρώτη φορά που είδα πτώμα φοβήθηκα, τη δεύτερη ταράχτηκα, την τρίτη έκλαψα. Κάποια στιγμή σταματάς! Δεν γίνεται! Αλλιώς, θα έπρεπε να ήμουν στο ψυχιατρείο, κι εγώ και εσύ και όλοι μας. Βλέπω, όμως, τώρα που μεγαλώνω ότι τα πράγματα έχουν έρθει πάλι τούμπα και συναισθηματικά πονάω πολύ»…
Όπως οι εμείς, όπως όλοι… Μα «ο θάνατος κάποιου δεν είναι απώλεια. Είναι αλλαγή κατοικίας μέσα μας» παρηγορεί από απόσταση η σοφία του ο Ρίλκε και -ποιος ξέρει;- μπορεί να είναι και έτσι!
Οι super δυνάμεις της
Η Ηρώ Καριοφύλλη έδινε τα τελευταία δυόμισι χρόνια, μια δύσκολη μάχη για τη ζωή της, με αξιοπρέπεια, θάρρος, δύναμη, παλληκαριά.
«Υπάρχουν στιγμές δύσκολες και άλλες, εξαιρετικά δύσκολες, που απαιτούν αγώνα» εκμυστηρεύτηκε χωρίς να κλειστεί και να κρύψει τον αγώνα της, παρηγορώντας και άλλους που έδιναν τον δικό τους: «Πρέπει να παλέψεις για πράγματα που για άλλους θεωρούνται αυτονόητα. Ζω μια τέτοια στιγμή και, εξαιτίας της, έχω αναθεωρήσει πολλά».
Τον περασμένο Ιανουάριο γνωστοποίησε μέσω Facebook το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε. «Η ζωή από τότε τα έφερε τούμπα αλλά σημασία έχει να το αντιμετωπίζεις με χαρακτήρα, στιλ και αυτούς που εσύ θες δίπλα σου. Κι αν, για να ανταπεξέλθεις, χρειαστεί και λίγη χημεία παραπάνω, ε εντάξει… μπορεί αυτό να σε κάνει και άνθρωπο με super δυνάμεις!!!!!! Κι άλλα γενέθλια κι άλλος χρόνος ζωντανή…», ανέφερε στο μήνυμά της!
Διαβάζοντας παιδάκι εφημερίδες και η μεγάλη απόφαση για τη δημοσιογραφία από τα 13 της
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον -προσφυγικό κάποτε- Νέο Σκοπό, στις Σέρρες. «Η μάνα μου ήταν στυλοβάτης στο σπίτι μας», είχε πει. Και ήταν εκείνη που προέτρεπε τον αδελφό της και την ίδια να διαβάζουν κάθε μέρα εφημερίδα.
Ήταν η εποχή που οι δημοσιογράφοι ήταν «μεγάλες πένες», η πολιτική με τα γεγονότα της πάντα βιαζόταν, τα άρθρα ήταν σημαντικά, τα αφιερώματα σαν ακαδημαϊκές έρευνες, που θα μπορούσαν να διαβαστούν οποιαδήποτε άλλη στιγμή ακόμα και μετά από χρόνια.
Και η Ηρώ σιγά σιγά, ξεφυλλίζοντας τις μεγάλες σελίδες, που άφηναν και λίγο χρώμα στα δάχτυλα και μετά άλλαξαν σχήμα και απέκτησαν χρώμα, άρχισε από νωρίς, να καταλαβαίνει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει.
Ως παιδάκι ήταν πολύ κλειστό, εσωστρεφές και ήσυχο. Η μαμά της τής έλεγε πως δεν ακούγανε τη φωνή της, τη γκρίνια ή το κλάμα ή τη φασαρία της και ότι ήταν σαν «προβατάκι».
Στην εφηβεία της, περίμενε η μεγάλη αλλαγή, που οι ορμόνες οδηγούν στη φάση που όλα μέσα και γύρω να φαίνονταν μικρά ή λάθος.
Στα 13 της, μόλις, αποφάσισε ότι θέλει να γίνει δημοσιογράφος και τίποτα άλλο. Και δεν άλλαξε ποτέ άποψη, ούτε μετάνιωσε, ούτε για μια στιγμή.
Δεκαεννέα χρόνων στο αστυνομικό ρεπορτάζ και η νύχτα που έβρεχε γλάστρες
Βρέθηκε στην Αθήνα, για να κυνηγήσει τη δουλειά και τη ζωή με τους όρους. Ήταν κοπελίτσα, μόλις 19 ετών, όταν ξεκίνησε το αστυνομικό ρεπορτάζ, το πιο σκληρό, απαιτητικό και ψυχοφθόρο είδος της δημοσιογραφίας. Θυμόταν χρόνια αργότερα πως «ήμασταν δύο κορίτσια και είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας από τους ρεπόρτερ. Μας αντιμετώπιζαν ως κοριτσάκια. Τρώγαμε ξύλο για να πάρουμε μια δήλωση».
Ανδροκρατούμενος ο χώρος και μάλλον και ο κόσμος όλος, εκείνα τα χρόνια, ώστε μια γυναίκα να χρειάζεται να αποδεικνύει διπλά τον εαυτό της, να καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες στην αρχή της. Τότε ήταν, δεκαετία του ’90, που είχε δολοφονηθεί το μεγαλύτερο όνομα των νονών της νύχτας.
Οι άνδρες δημοσιογράφοι, οι φτασμένοι και έμπειροι, αποφασίζουν να κάνουν πλάκα στην μικρούλα από τις Σέρρες και την βάζουν να χτυπήσει το κουδούνι στο σπίτι του αρχιμαφιόζου, για να ζητήσει μια δήλωση από την οικογένεια.
Της είπαν «μάλιστα» και «βεβαίως» και «περιμένετε, παρακαλώ» και μετά βγήκαν οι συγγενείς στο μπαλκόνι και άρχισαν να της πετάνε πήλινες γλάστρες.
Η Ηρώ δεν ξέχασε την άκομψη στιγμή των συναδέλφων της, μα δεν στάθηκε και πολύ στην αγριάδα εκείνης της νύχτας, έχοντας ίσως στο νου της το νόημα της αρχής του Γιάννη Διακογιάννη πως «η δημοσιογραφία είναι επάγγελμα μαχών. Όποιος θέλει ασφάλεια, ας κάτσει σπίτι του».
Και η Ηρώ προτιμούσε πάντα τις μάχες… Όλων των ειδών… και σε όλα τα πεδία!
«Απολύστε την»!
Τριάντα χρόνια έμεινε σε μια δουλειά και μάλιστα στη τηλεόραση, που δεν συνηθίζεται. Βρέθηκε στον ALPHA, από την μέρα που άρχισε να εκπέμπει η συχνότητα.
«Γεννημένη ρεπόρτερ υψηλού ρίσκου», την χαρακτηρίζουν οι συνάδελφοι της, θαυμάζοντας την αμεσότητα, την ακρίβεια, την αντοχή στην πίεση, την αποκάλυψη, το ήθος, την ανθεκτικότητα της, σε σκληρές εικόνες και καταστάσεις στο αστυνομικό ρεπορτάζ, της πρώτης γραμμής.
«Το μόνο που χρειάζεται ένας ρεπόρτερ είναι να γράφει την αλήθεια και να μην τον νοιάζει ποιος θα θυμώσει» έλεγε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, δημοσιογράφος, πολεμικός ανταποκριτής πριν γίνει γίγαντας της λογοτεχνίας και η Ηρώ στα τόσα χρόνια της καλής δημοσιογραφίας της, θύμωσε πολλούς.
«Θυμάμαι δύο υπουργούς» έχει πει «που σήκωσαν το τηλέφωνο και ζήτησαν να με απολύσουν. Αυτή η αλαζονεία των πολιτικών! Δεν ζουν μαζί με μας! Ζουν στην απέναντι πλευρά! Δεν έχουν καμία σχέση με την καθημερινότητα του κάθε μεροκαματιάρη ανθρώπου! Δεν ξέρουν πως είναι να τελειώνει ο μισθός από τις 15 του μήνα ή τι θα πει ότι αν πάρεις και πεις «απολύστε την», εγώ θα χάσω το ψωμί μου και δεν θα έχω να πληρώσω το νοίκι μου κι όλα αυτά! Δεν τους νοιάζει».
Σε εποχές που και η ίδια η υπαρξιακή αλήθεια της δημοσιογραφία χάνει τα όρια, η Ηρώ στεκόταν απέναντι, κάνοντας την δουλειά που αγάπησε για αυτό ακριβώς, τη μέγιστη αρχή του Τζότζεφ Πούλιντζερ πως η δημοσιογραφία πρέπει να παρηγορεί τους βασανισμένους και να βασανίζει τους βολεμένους και τίποτα άλλο!
Κλαίγοντας ένα παιδί που δεν αγαπηθήκε ποτέ
Λέγανε οι παλιοί «εφημεριδάδες», όταν μπαίναμε στη δημοσιογραφία, πως αν το στομάχι σου δεν σφίγγεται με αυτό που γράφεις, ίσως να μην κάνεις καλά τη δουλειά σου. Και η Ηρώ την έκανε και με το παραπάνω από καλά.
«Η πιο δύσκολη υπόθεση ήταν η εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη» έλεγε «όποιος συνάδελφος δεν εργάστηκε να συλλέξει πληροφορίες, δεν ξέρει από ρεπορτάζ. Αυτό μου έμεινε και δεν θα αλλάξει ποτέ» και παραδεχόταν πως «γύριζα σπίτι μου κάθε βράδυ, κλεινόμουν στο δωμάτιό μου, κλείδωνα την πόρτα και έκλαιγα».
Και κάποτε την στοίχειωσε ένας μεγάλος πόνος και «δεν το ‘χω ξεχάσει ακόμα. Λόγω τιμής, αν και έχει περάσει μία δεκαετία, δεν περνάει μήνας, χωρίς να σκεφτώ εκείνο το κοριτσάκι, τη μικρή Άννυ, που έμενε με τους γονείς του από τη Βουλγαρία στο κέντρο της Αθήνας και που ο πατέρας του δεν έχει πει ακόμα πώς το σκότωσε. Αν θυμάσαι, το τεμάχισε και το πέταξε στα σκουπίδια», έλεγε.
«Δεν θα ξεχάσω ότι εκείνη την ημέρα πήγαμε στη ΓΑΔΑ και ήταν όλοι σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα… Ξέρεις τι είναι ακόμα αυτό που μου πληγώνει την ψυχή για αυτό το παιδάκι; Το αν πόνεσε πριν πεθάνει».
Αν λοιπόν, έπρεπε σε μια φράση μόνο, να κλείσουμε με ποια ποιότητα, ευαισθησία, τρυφερότητα στάθηκε στον κόσμο, στη ζωή, στη δουλειά αυτή, η Ηρώ Καριοφύλλη, αυτή θα διαλέγαμε.
Και την εικόνα μιας γυναίκας στο πιο σκληροτράχηλο ρεπορτάζ να κλαίει ανησυχώντας για το αν πόνεσε πριν το τέλος του ένα παιδάκι που δεν το αγάπησαν ποτέ…
Η μεγάλη ευθύνη των παιδιών και η ανιψιά που λάτρευε
Η Ηρώ δεν έκανε παιδιά, συνειδητά, έχοντας συναίσθηση πως αυτός ο κόσμος είναι πολύ κακός, σκληρός και συνθλίβει. Θεωρούσε πάντα πως το να μεγαλώσεις, να προστατεύσεις και να κρατήσεις ένα παιδί ευτυχισμένο είναι η πιο μεγάλη, η πιο σπουδαία από όλες τις ευθύνες. Αμφέβαλλε αν θα μπορούσα να ανταπεξέλθει.
Κάποτε ένιωσε πως «όσο μεγαλώνω λέω «εντάξει ρε παιδί μου, θα τα κατάφερνα»! Ούτε manual έχει, ούτε έχει αποφοιτήσει κανείς.
Τους γονείς τους σέβομαι πάρα πολύ, τους δικαιολογώ σε πολύ μεγάλο βαθμό για τα λάθη που κάνουν, αρκεί να μην είναι εγκληματικά σε βάρος των παιδιών». Θεωρούσε την υιοθεσία σπουδαία κίνηση, με «ενσυναίσθηση, αλληλεγγύη και άδολη αγάπη» όπως έλεγε.
Για εκείνην το «να επιλέξεις ένα παιδί, ανάμεσα σε πολλά, να νιώσεις τη χημεία του, να σε επιλέξει και αυτό, να τραβήξεις το ζόρι να το μεγαλώσεις χωρίς να ξέρεις τι κουβαλάει μέσα του»! Και αυτό το ένιωθε σαν μια ισόθεη σχεδόν ευθύνη που δεν θα μπορούσε να την πάρει.
Η τεράστια αίσθηση της για την προστασία και την φροντίδα που χρειάζεται ένα παιδί επιβεβαιώνονταν από την πρωταγωνιστική ύπαρξη της έφηβης, πια, ανιψιά της, που από την στιγμή, που γεννήθηκε, δεν υπήρξε ημέρα, που η Ηρώ, δεν σκέφτηκε αν κλαίει, αν την πείραξε κάποιος στο σχολείο, αν δεν έγραψε καλά, αν έχει άγχος και αν είναι χαρούμενη και ευτυχισμένη ή στεναχωρημένη και θλιμμένη!
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο μεγάλος αγώνας στην επιστροφή και η μάνα πάντα
Πάντα εκτιμούσε βαθιά τους πολεμικούς ανταποκριτές για την δημοσιογραφική τους ακρίβεια με κίνδυνο της ζωής τους και την ηθική ευθύνη να μεταφέρουν την αλήθεια απ’ το απάνθρωπο χάος.
Κάλυψε και η ίδια για τον ALPHA τον πόλεμο στην Ουκρανία και ήταν από τους πρώτους δημοσιογράφους, που βρέθηκαν στο πεδίο των μαχών.
Επιστρέφοντας, είχε ενοχλήσεις. Ο γιατρός της είπε να σπεύσει για εξετάσεις και να μη το αφήσει στιγμή. Μα, τότε είχαν συμβεί τα Τέμπη και είχε θέμα μεγάλο να καλύψει. Απαντούσε στο γιατρό της, «τώρα έχω δουλειά» και «θα πάω μετά» και «μετά»! Το ρεπορτάζ τρέχει. Πάντα.
Τα αποτελέσματα της, τελικά, τα πήρε, Πάσχα, πριν από δυο χρόνια. Όλα γύρω της ήταν άνοιξη και Ανάσταση και η ίδια ετοιμαζόταν για τον μεγαλύτερο της αγώνα. Με την ίδια επιμονή και μαχητικότητα, που είχε στη δουλειά της, ρίχτηκε στη πάλη με την αρρώστια.
Η κάθε μέρα ήταν μια σκληρή αναμέτρηση σε άνισο αγώνα. Και από τη δουλειά δεν έλειπε. Κάποτε, το ομολόγησε στη μητέρα της, που προσπάθησε να προστατέψει από τη μεγάλη πίκρα. Ζήτησε τη βοήθεια της. Εκείνη έσπευσε από τις Σέρρες και ήταν κοντά της, μέχρι το τέλος.
Αυτή ήταν το στήριγμα της, η τρυφεράδα και η στοργή στον μεγάλο αγώνα. Αυτή, η μάνα, που έβλεπε το κοριτσάκι της να υποφέρει, αλλά να μην παραπονιέται. Να αγωνίζεται κάθε μέρα, αλλά να μην τον βάζει κάτω. Να μην μπορεί να σταθεί μόνη της όρθια, αλλά να της χαμογελάει παρηγορητικά.
Σαν εκείνο το πράο, σιωπηλό παιδάκι που ήταν. Σαν το «προβατάκι της», όπως την έλεγε μικρή…
Δουλεύοντας μέχρι τη τελευταία στιγμή
«Ο μόνος που μπορεί να σε καταλάβει είναι αυτός που το έχει βιώσει στο πετσί του» έλεγε για την αρρώστια η Ηρώ και «το να πω ότι πρέπει να έχουμε καλή ψυχολογία είναι δεδομένο αλλά, πείτε μου, πού το πουλάνε το κουμπί να το πατήσω να είμαι όλη μέρα ζεν» συμπλήρωνε κάνοντας χιούμορ. Έλεγε πως «όταν έρχονται τα άσχημα νιώθω ότι βγάζει ο άνθρωπος από μέσα του μια δύναμη που δεν την ήξερε».
Μα η ίδια ήταν πάντα δυνατή!
Και να, που δεν μπορούσε πια να περπατήσει και όμως, έβγαινε για το ρεπορτάζ της, σφίγγοντας τα χείλη και δείχνοντας κουράγιο και δύναμη υπεράνθρωπα.
Χημεία, φάρμακα, ακτίνες, μυρωδιά αντισηπτικού, το πράσινο πλακάκι των χειρουργείων, παντού λευκή μονοχρωμία της ιατρικής μπλούζας, τα υγρά μάτια, τα πρόσωπα χωρίς χαμόγελα, οι αλλαγές στις βάρδιες, οι ρόδες των φορείων στα παλιοκαιρισμένα πατώματα.
Και εκείνη μέσα σ’ όλα αυτά για δυόμιση χρόνια, σε έναν κόσμο σα παράλληλο, που φοβόμαστε να σκεφτούμε πως υπάρχει, απρόσωπος, αγέλαστος και απειλητικός, έπαιρνε τα τηλέφωνα της, για να δώσει τις ειδήσεις για το δελτίο. Και κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα.
Και μέχρι την τελευταία στιγμή εργαζόταν κανονικά.
«Οι συνάδελφοί μου είναι πραγματικά η οικογένειά μου»
Και ήταν αυτή η δική της γλυκύτητα ως ανθρώπου, η αγάπη της για τα παιδιά όλου του κόσμου, η δοτικότητα της στους νέους συναδέλφους, η καλή κουβέντα για τους παλιούς, που την έκαναν αγαπητή σε όλους. Εκείνους που έβλεπαν τον αγώνα της, με σεβασμό και εκτίμηση και δέος.
«Οι συνάδελφοί μου είναι πραγματικά η οικογένειά μου», έλεγε εκείνη. Και παρηγορούσε όσους μπορούσε. «Θα πέσετε, αλλά θα ξανασηκωθείτε», χαμογελούσε.
Μα αυτή τη μέρα του θανάτου της Ηρώς Καριοφύλλη έπεσε ασήκωτη.
Εμείς δεν έχουμε σημαίες να κυματίσουν μεσίστιες, ούτε καμπάνες να χτυπήσουνε πένθιμα, ούτε τιμητικές ριπές να φύγουν στον αέρα.
Εμείς έχουμε μια μικρή σιγή στα πληκτρολόγια και ένα στιγμιαίο κατέβασμα στις κάμερες και στα μικρόφωνα.
Και μετά, το ρεπορτάζ τρέχει. Πάντα. Έτσι, όπως θα έκανε και η Ηρώ.
Χθες, 1η Ιουλίου, ήταν η γιορτή της…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ηρώ Καριοφύλλη: Συγκινητικός αποχαιρετισμός από τον δημοσιογραφικό κόσμο
Ηρώ Καριοφύλλη: Η ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ για τον θάνατο της δημοσιογράφου
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Μακλούφ (ΕΚΤ): Το ευρώ δεν είναι ακόμη έτοιμο να αντικαταστήσει το δολάριο
- Αναλυτές για Metlen: Η εισαγωγή στο LSE φέρνει στο προσκήνιο τιμές στόχους πάνω από τα €60
- ΗΠΑ – Κίνα: Άρουν τους περιορισμούς σε κρίσιμα βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα – Ποια είναι αυτά
- Ryanair: Πανικός σε πτήση από την Μαγιόρκα με 18 τραυματίες – Λάθος συναγερμός φωτιάς οδήγησε σε φρενίτιδα (βίντεο)
