Το κτίριο βρίσκεται στα βορειοδυτικά της πόλης της Λεμεσού, στην Κύπρο, σε περιοχή εύκολα προσβάσιμη από το κέντρο και σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών με το αυτοκίνητο. Η επιλογή του τεμαχίου δεν ήταν καθόλου τυχαία, αντιθέτως ήταν αυτή που πυροδότησε τις σχεδιαστικές κατευθύνσεις του έργου. Ανατολικά του τεμαχίου υπάρχει δρόμος δευτερεύουσας σημασίας, ενώ δυτικά δρόμος πρωτεύουσας σημασίας. Το νότιο μέρος του τεμαχίου, ορίζεται από δημόσιο πεζόδρομο. Αυτές οι τρεις παράμετροι, που έχουν ως αποτέλεσμα να απομακρύνουν τις γειτονικές επαφές, αποτέλεσαν και την πρώτη ελκυστική υπόσχεση.
Επιπλέον, το μικρό σχετικά οικόπεδο, εμβαδού 370 m2, τροχοδρομούσε ένα κτίριο που στην ανάγκη του να εξαντλήσει όλη τη δικαιωματική του δόμηση, θα εξελισσόταν κατακόρυφα αντί για οριζόντια. Αυτό ακουμπούσε ιδιαίτερα στις ανάγκες του χρήστη, ο οποίος χρειαζόταν δύο μονάδες στο σύνολο. Η πρώτη θα λειτουργούσε ως επαγγελματικός του χώρος, ενώ η δεύτερη ως χώρος ιδιοκατοίκησης του.
Οι τρεις όροφοι που ορίζει η τοπική νομοθεσία, εξελίχτηκε επάνω σε πιλοτή, έτσι ώστε ο χώρος στο ισόγειο, να ελευθερώνεται από το πλεονάζον κτίσμα και να καθίσταται ταυτόχρονα διαμπερής, καθώς και αιτία οπτικής άνωσης των ορόφων που φέρει. Επιπλέον, αυτός ο ελεύθερος χώρος, εξυπηρετεί ανάγκες χώρου στάθμευσης του κτιρίου, χωρίς να προκαλεί αισθητικά, αφού στο νότιο του τμήμα “κρύβεται” πίσω από τον επιμήκη ανθώνα, που τοποθετήθηκε εκεί για να λειτουργεί σαν πράσινη λωρίδα μεταξύ του δημόσιου πεζόδρομου και του συνόρου του κτιρίου.
Η πρόθεση γενικά στην επιλογή των υλικών απέβλεπε στη ξεκάθαρη μεταξύ τους σχέση, στον περιορισμό όσον αφορά στην ποικιλία και στη συνετή κατηγοριοποίηση τους. Κατά συνέπεια, έχει επιλεγεί ένα μόνο μάρμαρο να ρέει κυριολεκτικά και να επενδύει τα δάπεδα, τις σκάλες, τα αποχωρητήρια, τους πάγκους στους χώρους υποδοχής, τους πάγκους στους χώρους της κουζίνας κτλ.
Επιπλέον, το ανεπίχριστο σανιδωτό σκυρόδεμα αναδύεται μέσα από τις οροφές, τις τοιχοποιίες, τα στηθαία και άλλα στοιχεία, ενώ εύστοχα διακόπτεται από περιορισμένες επιφάνειες, βαμμένες σε λευκό ή ανθρακί χρώμα, προς αποφυγή οπτικής ανίας. Η ξυλεία, που έχει χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό όλων των χώρων, είναι ίδια. Επίσης όλα τα στοιχεία αλουμινίου ή γυαλιού το ίδιο. Εν κατακλείδι προκύπτει ένα αποτέλεσμα, στο οποίο συνοψίζονται ξεκάθαρα υλικά, όπως μάρμαρο, σκυρόδεμα, ξύλο, αλουμίνιο και γυαλί.
Επιπλέον, στα εξωτερικά υαλοπετάσματα και γυάλινα κουφώματα χρησιμοποιήθηκε διπλός υαλοπίνακας χαμηλής εκπομπής σύμφωνα πάντα με την αντίστοιχη μελέτη. Επιπρόσθετα οριζόντια σταθερά ή κινητά σκίαστρα, καθώς επίσης και ρολά που χρησιμοποιηθήκαν σε επίμαχα σημεία προς τον ήλιο, προστατεύουν με τη σειρά τους χώρους του κτιρίου. Η επιλογή του εκάστοτε τρόπου σκίασης απέβλεπε τόσο στη λειτουργική, όσο και στην αισθητική του κατάληξη. Τέλος, προστασία από την ηλιακή ακτινοβολία παρέχουν και οι πρόβολοι, οι οποίοι προεκτείνονται σε σημεία σαν φυσικές προεξοχές των κυρίων οριζόντιων πλακών.
Το τελικό σύστημα πολλαπλών επιφανειών της κάθε πλάκας συμβάλλει στη θερμική, αλλά και στην ακουστική μόνωση μεταξύ των ορόφων. Το σύστημα της ψύξης καταλήγει σε κλιματιστικά κατακόρυφου τύπου, εντοιχισμένα σε ντουλάπες, αφήνοντας τον κρύο αέρα να ρέει μέσα από διακοσμητικές ξύλινες γρίλιες στο άνω τους μέρος, ενώ γρίλιες κάτω χαμηλά στη βάση λειτουργούν ως έξοδοι του ζεστού αέρα ανακύκλωσης.
Στοιχεία έργου
Αρχιτεκτονική μελέτη: Κύρος Λόντος
Στατική μελέτη: Καλλιόπη Μηλτιάδους
H/M Mελέτη: Τόνυ Μασούρας και εταιρεία ΤΕΛΚΑΡ
Eπίβλεψη: Αλέξανδρος Τσιμπερόπουλος
Αλλοι μελετητές: Στέλιος Μακρίδης, επιμετρητής
Tεχνική εταιρεία κατασκευής: Αντώνης Αντωνίου Εργοληπτική Εταιρεία ΛΤΔ
Tοποθεσία: Λεμεσός, Κύπρος
Συνολικό εμβαδό κτιρίου: 520 m²
Διάρκεια μελέτης: 8 μήνες
Διάρκεια κατασκευής: 20 μήνες
Παρουσίαση: Κύρος Λόντος
Φωτογράφος: Αθανάσιος Μπαμπάκης